Η Ελλάδα σχεδιάζει να ορίσει την Rothschild σύμβουλο για τα χρέη της, καθώς προσπαθεί να δώσει τέλος σε ένα μακρόχρονο αδιέξοδο με τους πιστωτές και να αποφύγει την πτώχευση.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι ελπίζουν να οριστικοποιήσουν την συνεργασία πριν τη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στις 20 Φεβρουάριου, η οποία έχει περιγραφεί ως η τελευταία ευκαιρία ώστε οι πιστωτές της Ελλάδας να ξεπεράσουν τις διαφορές τους πριν η προσοχή των Ευρωπαίων στραφεί σε μια σειρά γενικών εκλογών σε χώρες της ευρωζώνης.
Εκτός κι αν η Ελλάδα λάβει φρέσκα κεφάλαια, δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει τα επτά δισ. χρέους που λήγουν αυτόν τον Ιούλιο, περιλαμβανομένων και 2,1 δισ. ευρώ προς πιστωτές από τον ιδιωτικό τομέα.
Το σχέδιο προβλέπει ότι η Rothschild θα συμβουλεύει τη χώρα σε όλα τα σημεία που σχετίζονται με το χρέος της, περιλαμβανομένων των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές, της πιθανής συμμετοχής στο πρόγραμμα μηνιαίων αγορών 80 δισ. ευρώ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (QE) και της επανέναρξης των εκδόσεων ελληνικών ομολόγων, τόνισαν δύο πηγές που γνωρίζουν άμεσα την υπόθεση.
Αναμένεται να πληρωθεί ένα μπόνους όταν η Ελλάδα ανακτήσει πρόσβαση στις παγκόσμιες αγορές χρέους, επεσήμαναν αυτές οι πηγές.
Η πρόσληψη της Rothschild ως συμβούλου για το κυβερνητικό χρέος, η οποία θα απαιτήσει υπουργική έγκριση, θα αντικαταστήσει τη συμφωνία του ελληνικού Υπουργείου Οικονομικών με την αμερικανική επενδυτική τράπεζα Lazard, η οποία κατηύθυνε τη χώρα στη διάρκεια της διάσωσης του 2012.
Η ανάμειξη της Lazard στην αναδιάρθρωση χρέους της χώρας –τότε η μεγαλύτερη στην ιστορία- επέτρεψε στην τράπεζα να κερδίσει μέχρι και 25 εκατ. ευρώ σε προμήθειες, σύμφωνα με την ελληνική κυβέρνηση. Η Lazard έχει αυτή τη στιγμή το ρόλο του οικονομικού συμβούλου του ελληνικού Υπουργείου Ενέργειας.
Η δουλειά του συμβούλου κυβερνητικού χρέους έχει κύρος αλλά είναι λεπτή, τονίζει ο Mitu Gulati, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Ντιουκ στις Ηνωμένες Πολιτείες με ειδίκευση στον τομέα. Ο ρόλος του συμβούλου της Ελλάδας επάνω στο βάρος χρέους της είναι πολύ διαφορετικός σήμερα, σε σχέση με την κορύφωση της κρίσης χρέους της ευρωζώνης.
«Ένας σύμβουλος δεν προσλαμβάνεται για να διαχειριστεί άλλη μια αναδιάρθρωση χρέους με ιδιώτες επενδυτές, προσλαμβάνεται για να συμβουλεύσει επάνω στο επίσημο χρέος. Θα είναι δύσκολη δουλειά», εξηγεί ο κ. Gulati. «Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να προκληθεί εχθρότητα προς διμερείς πιστωτές όταν εμπλέκεις χρηματοοικονομικούς συμβούλους και τους συμπεριφέρεσαι ως ιδιώτες πιστωτές».
Από τα 323 δισ. ευρώ που είναι το κυβερνητικό χρέος της χώρας σε εκκρεμότητα, μόνο τα 36 δισ. ευρώ ανήκουν σε ιδιώτες επενδυτές που έχουν στην κατοχή τους ελληνικά ομόλογα, σύμφωνα με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους. Τα υπόλοιπα βρίσκονται στα χέρια πιστωτών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί.
Το ΔΝΤ έχει συγκρουστεί με τους Ευρωπαίους πιστωτές σχετικά με την επόμενη φάση στήριξης, με αξιωματούχους να ισχυρίζονται ότι το πρόγραμμα διάσωσης 86 δισ. ευρώ στην Ελλάδα θα λάβει τέλος εκτός κι αν το ΔΝΤ συμμετάσχει πλήρως. Το ΔΝΤ επιμένει ότι το χρέος της Αθήνας δεν είναι βιώσιμο και πρέπει να αναδιαρθρωθεί –κάτι στο οποίο οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, ιδιαίτερα εκείνοι στο Βερολίνο, είναι αντίθετοι.
Το ΔΝΤ επίσης επιχειρηματολογεί ότι οι απαιτήσεις για λιτότητα που επιβάλλονται στην Ελλάδα είναι υπερβολικά αυστηρές –περιλαμβανομένης της απαίτησης η Αθήνα να πετύχει έναν στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% μέχρι το 2018. Το Ταμείο βρίσκεται επίσης σε διαμάχη με την Αθήνα για το γεγονός ότι καλεί τη χώρα να υιοθετήσει ακόμη πιο σκληρά μέτρα.
Οι πληρωμές της Ελλάδας που επίκεινται τον Ιούλιο και οι διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές που κωλυσιεργούν, έχουν επηρεάσει τις χρηματοοικονομικές αγορές της χώρας, πιέζοντας πτωτικά τις τιμές για τα ελληνικά ομόλογα και τις μετοχές, εν μέσω φόβων πως δεν θα επιλυθεί η κατάσταση.
Οι τιμές των ελληνικών ομολόγων υποχώρησαν απότομα την περασμένη εβδομάδα –στέλνοντας την απόδοση των ελληνικών ομολόγων που λήγουν τον Απρίλιο του 2019 σχεδόν στο 10%- δηλαδή σε υψηλά οκτώ μηνών. Εχθές, οι αποδόσεις για το ομόλογο που λήγει το 2019 υποχώρησαν ξανά σε 8,6% μετά τις πληροφορίες την Παρασκευή ότι οι διαπραγματευτές στις Βρυξέλλες προσπαθούν να γεφυρώσουν τις διαφορές των πιστωτών.
Το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών και η Rothschild αρνήθηκαν να σχολιάσουν.