Με το ΔΝΤ και πολλούς Αμερικανούς αναλυτές στα μέσα ενημέρωσης της άλλης όχθης του Ατλαντικού να επιμένουν για την ανάγκη απομείωσης του ελληνικού χρέους, η ιστορική συγκυρία της συμπλήρωσης 62 ετών από τη συμφωνία του Λονδίνου υπενθυμίζει το ρόλο που έπαιξαν οι ΗΠΑ σε μερικές από τις μεγαλύτερες διαγραφές κρατικών χρεών στη σύγχρονη ιστορία.
Η υπόθεση της ηττημένης Γερμανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στάθηκε αφορμή για μια γενικευμένη επενδυτική επέκταση του δολαρίου μακριά από την ασφάλεια της αμερικανικής ηπείρου. Μάλιστα, το κέντρο της κατεστραμμένης από τον πιο αιματηρό πόλεμο της ανθρώπινης ιστορίας, Ευρώπης, αποτέλεσε ένα προνομιακό πεδίο για μια σειρά από γιγαντιαίες επενδύσεις.
Μετά από ισχυρές πιέσεις των Αμερικανών, τα λάθη της Συνθήκης των Βερσαλιών δεν επαναλήφθηκαν στη μετα-ναζιστική Γερμανία, καθώς οι πολεμικές θηριωδίες ήταν ακόμη πολύ φρέσκες στους Ευρωπαίους πολίτες και τις κυβερνήσεις τους και οι αμφιβολίες μιας χαριστικής ελάφρυνσης του γερμανικού χρέους, πολλές.
Άποψη των ΗΠΑ ήταν πως μόνο μια διαγραφή ενός μέρους του χρέους και αποπληρωμή του υπολοίπου από τα έσοδα των εξαγωγικών δραστηριοτήτων θα αποτελούσε την απάντηση τού υπό ανάπτυξη δυτικού κόσμου απέναντι στον «σοβιετικό κίνδυνο» – όπως ανέφεραν οι Αμερικανοί.
Η διαγραφή σχεδόν του μισού χρέους από τα 30 δισ. μάρκα που χρώσταγε η Γερμανία μαζί με τη μαζική παραγωγή προϊόντων από τις τεράστιες χρηματοδοτήσεις, γέννησαν το λεγόμενο «γερμανικό θαύμα» και κατέστησαν τις ΗΠΑ ως μια από τις εγγυήτριες χώρες της αλματώδους γερμανικής ανάπτυξης στα επόμενα χρόνια.
Η περίπτωση του Ιράκ
Η διδαχή της γερμανικής περίπτωσης από τις -λιγότερο δογματικές- αμερικανικές κυβερνήσεις, έφερε στο προσκήνιο μια ακόμη τεράστια διαγραφή κρατικού χρέους που έλαβε χώρα στον 21 πρώτο αιώνα και το μετα-πολεμικό Ιράκ.
Έπειτα από την αμερικανική επέμβαση του 2003 και την πτώση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, οι ΗΠΑ κατέστρωσαν ένα σχέδιο μαζικής διαγραφής χρέους με σκοπό να επανεκκινήσουν την ιρακινή οικονομία, χωρίς τα βάρη του παρελθόντος.
Τα αποτελέσματα –όσον αφορά τους αριθμούς- ήταν εντυπωσιακά. Το εξωτερικό χρέος του Ιράκ το 2003 υπολογιζόταν στα 130-140 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με τις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν το 2004, στόχος ήταν μια εξαιρετικά γενναία απομείωσή του. Από τα χρήματα που η χώρα χρωστούσε πριν την αμερικανική εισβολή, τα 42,5 δισ. δολάρια ήταν προς τις χώρες της Λέσχης των Παρισίων, τα 67,4 δισ. σε χώρες εκτός της Λέσχης, τα 20 δισ. δολάρια προς ιδιώτες και το 0,5 δισ. προς άλλους επενδυτές.
Αρχικός στόχος ήταν η αναδιάρθρωση του 80% του χρέους του Ιράκ προς τη Λέσχη των Παρισίων, ενώ πάνω σε αυτήν τη συμφωνία η χώρα κινήθηκε και για τα χρέη προς άλλους, με τα περισσότερα κράτη να έχουν ήδη προχωρήσει σε έναν «φιλικό διακανονισμό» με το μετα-Χουσεΐνικό καθεστώς. Ως αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών, και σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας του Ιράκ, το κρατικό χρέος της χώρας μειώθηκε στα 45 δισ. δολάρια το 2010.
Το παράδειγμα της Κούβας
Πηγή έμπνευσης των διαγραφών χρεών από τις ΗΠΑ αποτέλεσε μια παλιά ιστορία που ενέπλεκε την ίδια τη χώρα, την Κούβα, και την παρακμάζουσα Ισπανική Αυτοκρατορία. Το 1898, κι έπειτα από το ξέσπασμα της επανάστασης των Κουβανών κατά της ισπανικής υπερκυριαρχίας, οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις ενεπλάκησαν σε μια πολεμική σύρραξη η οποία έφερε μια σειρά από προσαρτήσεις εδαφών όπως το Πουέρτο Ρίκο, τη Χαβάη και τη Νήσο Γκουάμ, την εξαγορά των Φιλιππινών για 20 εκατ. δολάρια, αλλά και την –υπό αμερικανική «κηδεμονία»- ανεξαρτητοποίηση της Κούβας.
Με τις ΗΠΑ να θεωρούνται ως οι άτυποι εγγυητές του νέου στάτους κβο της Κούβας, οι αρχές τους αντιμετώπισαν ένα σημαντικό πρόβλημα: Το κουβανικό εξωτερικό χρέος που δημιούργησε το προηγούμενο καθεστώς και ο τρόπος αποπληρωμής του. Ο λεγόμενος «Splendid Little War» (Υπέροχος Μικρός Πόλεμος) που κατέληξε με νίκη των αμερικανικών δυνάμεων, οδήγησε στην απαίτηση των Ισπανών για άμεση αποπληρωμή των χρεών που είχαν συναφθεί με την Κούβα.
Μπροστά στο ισπανικό αίτημα, οι ΗΠΑ αρνούνται να πληρώσουν λέγοντας πως τα χρήματα που το νησί της Καραϊβικής χρωστούσε δημιουργήθηκαν από χρέη που εξυπηρετούσαν μονάχα τις στρατιωτικές επεμβάσεις για την εξουδετέρωση της επανάστασης, κι επομένως κατά του ίδιου του λαού της Κούβας. Τελικά το χρέος των 400 περίπου εκατομμυρίων δολαρίων διαγράφεται, με την Ισπανία να μη δέχεται μεν αυτήν την απόφαση, αλλά να παραδέχεται λίγα χρόνια πριν την επανάσταση ότι ο μόνος λόγος που το χρέος διογκωνόταν ήταν για να αποπληρώσει παλαιότερες οφειλές οι οποίες δημιουργούσαν έναν φαύλο κύκλο οικονομικής δυσπραγίας.
Οι ιστορίες του Ιράκ και της Κούβας, αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο μια μορφή αναγνώρισης εκείνου του χρέους που είναι γνωστό κι ως «απεχθές»: Οι οφειλές που δημιουργήθηκαν από ένα μη δημοκρατικό –και πολλές φορές καταπιεστικό- καθεστώς, τις οποίες καλούνται οι πολίτες να αποπληρώσουν. Όπως όμως σημειώνουν πολλοί ιστορικοί, οι λέξεις «απεχθές χρέος» δεν ακούστηκαν ποτέ από επίσημα χείλη, καθώς εγγυμονεί πάντα ο «κίνδυνος» να χρησιμοποιηθούν