12.8 C
Chania
Sunday, December 22, 2024

Η Καπετάνισσα

Ημερομηνία:

Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης

Γεωπόνος – Συγγραφέας

Μέλος της Λογοτεχνικής παρέας Χανίων

Ολοι τη γνώριζαν στο νησί την καπετάνισσα. Ψιλή και λυγερόκορμη παρά τα ογδόντα χρόνια της, με βλέμμα αετίσιο στο αυλακωμένο από τις καταιγίδες του χρόνου πρόσωπο που το πλαισίωναν μακριά γκριζόμαυρα μαλλιά δεμένα πάντα σε κότσο και με το μαύρο μέχρι τους αστραγάλους φόρεμα που της έδινε όψη αρχαίας ιέρειας.

Εικόνα σεβάσμια και αυστηρή, ταυτόχρονα ευγενική, συγκρατημένη, έδινε ένα αέρα αρχοντιάς εις τη γερόντισσα. Και ήταν αρχόντισσα. Κρατούσε η γενιά της από τους μπουρλοτιέρηδες του ’21 και σαν γνήσια απόγονός τους, είχε και ‘κείνη δώσει στον τελευταίο πόλεμο τα δυο καράβια της μαζί και με τον άνδρα της. Πήρε αποζημίωση μετά τον πόλεμο δυο μικρότερα πλοιάρια, σφουγγαράδικα, μαζί με τον Πολεμικό Σταυρό των εξαιρέτων πράξεων του άνδρα της, που τώρα πια στον τοίχο, θύμιζε και υποκαθιστούσε (όσο γινόταν) το πρόωρα χαμένο σύζυγο. Αλλος άνδρας δεν μπήκε στη ζωή της. Πήρε εκείνη το τιμόνι των καραβιών και του σπιτιού. Ο μοναχογιός της ο Κωσταντής ήτανε κυβερνήτης εις το ένα, μα το γενικό πρόσταγμα το είχε η ίδια. Όμως, κάποια σειρήνα ζήλεψε τη λεβεντιά του παλικαριού και σε κάποιο μπουρίνι χάθηκε μαζί με το καράβι και τους άνδρες του στον ύφαλο που βρίσκεται στα ανοιχτά του όμορφου νησιού. `Ηταν κάτι που ποτέ της δεν το δέχτηκε ή τουλάχιστον δεν ήθελε να το δεχτεί η καπετάνισσα. Το μητρικό της ένστικτο ήθελε το γιο της ζωντανό και ήλπιζε πως κάποια μέρα θα’κανε την εμφάνισή του, γερός και γελαστός και λυγερόκορμος σαν ήταν πάντα. Οσο περνούσανε όμως τα χρόνια εις τη βαριά σιωπή της μοναξιάς και της αναμονής, γινόταν όλο και περισσότερο λιγόλογη και σκεφτική. Αλλά στο βάθος, πάντα ήλπιζε…

…Δέκα χρόνια πέρασαν από τότε. Η καπετάνισσα κλείστηκε στο αρχοντικό της, συντροφιά με τις αναμνήσεις της και την πιστή της υπηρέτρια την κυρα-Μάρω. Της είχε αναθρέψει τον Κωσταντή και την προόριζε να μεγαλώσει τα παιδιά του. `Ομως δεν πρόφτασε. Την κράτησε όμως παρ’ όλα αυτά κοντά της κι εκείνη εσυντρόφευε υπομονετικά τη γρια-αρχόντισσα παντού και μοιραζότανε τον πόνο της. Τη διαχείριση του καραβιού που είχε απομείνει, την είχε αναθέσει στον καπετάν Λεβαντή το μακρινό εκείνο ανιψιό της, συνήλικο και φίλο του Κωσταντή από τα παιδικά τους χρόνια. `Ηταν και από τους λιγοστούς τους επισκέπτες της αρχόντισσας, καθώς ερχόταν μια φορά το μήνα να δώσει αναλυτικό λογαριασμό για το πλεούμενο και για να καταθέσει στην Τράπεζα το μερτικό της. `Ετσι, η ίδια δεν έβγαινε ποτέ πια εις τον έξω κόσμο, με εξαίρεση δύο φορές το χρόνο: ανήμερα του Αγίου Νικολάου και ανήμερα της 15 του Μάη, ημερομηνία που της είχε έλθει και η τελευταία συμφορά. Πήγαινε να προσκυνήσει τον `Αγιο και πάντα του κατάθετε το παράπονό της που την άφησε μόνη σαν ανεμοδαρμένο βράχο. Και στις δυο εξόδους της, κατέληγε στην ακρογιαλιά και καθισμένη σ’ ένα βράχο – όπου καθόταν άλλοτε και καρτερούσε τα καράβια της με τους δικούς της – μοιρολογούσε μέχρι το δειλινό. Καταριόταν τη μοίρα της και τον ύφαλο που στάθηκε αφορμή για το χαμό του ένα της παλικαριού. Τούτος ο ύφαλος είχε γίνει ο βωμός της θυσίας στο Μολώχ της θάλασσας για πολλούς ναυτικούς. Μάταια τον πρώτο τον καιρό οι στενοί συγγενείς προσπαθούσαν να τη συνεφέρουν απ’το ατέλειωτό της κλάμα και να την πάρουν στο χωριό. Την τελευταία όμως φορά τους απώθησε βίαια και κανείς πια δεν τόλμησε από τότε να διακόψει την περισυλλογή και το θρήνο της αρχόντισσας.

« Φύγετε από μπροστά μου…» τους φώναξε. «Εσείς, έχετε ένα τάφο για τους δικούς σας μ’ένα καντήλι. Τούτος εδώ είναι ο τάφος για τους δικούς μου. Στο κάθε κύμα που’ρχεται, ακούω το μουρμουρητό τους που με ζητά. Και πού να πάω; Εδώ είναι οι δικοί μου, εδώ θα μείνω»…

…`Ηταν δειλινό της 5ης Αυγούστου. Μόλις είχε τελειώσει ο εσπερινός και οι χωριανοί ήταν συγκεντρωμένοι στα καφενεία της πλατείας. Την επομένη, η γιορτή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος θα συγκέντρωνε πολύ κόσμο στην εκκλησία απ ’το νησί και κυρίως τουρίστες ντόπιους και ξένους. `Ηταν μια μέρα γιορτινή για το νησί, μιας και εγιόρταζε ο πολιούχος του. `Ετσι, συνήθιζαν να ξεφαντώνουν όλη μέρα μέχρι αργά, από σύμπτωση δε φέτος ήταν Κυριακή και η προσέλευση του κόσμου αναμενόταν να είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Εκείνο το δειλινό, απόρησαν οι χωριανοί σαν είδαν το αρχοντικό της καπετάνισσας φωταγωγημένο με όψη γιορτινή, που θύμιζε άλλες εποχές. Μα απόρησαν ακόμη περισσότερο, σαν είδαν την καπετάνισσα να ξεμυτίζει από το αρχοντικό. Μόνη, χωρίς την υπηρέτριά της, στηριγμένη στο μπαστούνι της με μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπο σαν υπνοβάτης, κατηφόριζε γρήγορα για το γιαλό. Ο παπάς, ένας γέροντας με ασκητική φυσιογνωμία και πρωτοξάδελφος της καπετάνισσας, έστειλε ξοπίσω της το νεωκόρο.

Δίστασε να πάει ο ίδιος, μια αόριστη όμως ανησυχία ανάμικτη με περιέργεια, τον έκαναν να μην αφήσει μόνη τη γερόντισσα.

« Για να φωταγωγήσει το αρχοντικό, για να αλλάξει και τη συνήθειά της και να βγει άξαφνα και μόνη της από το σπίτι, σίγουρα κάτι αλλιώτικο συμβαίνει….τί όμως; » σκέφτηκε.

Η γερόντισσα, τράβηξε ίσια για το συνηθισμένο της το πόστο, το βράχο που εδέσποζε στη θάλασσα, από όπου σαν παρατηρητήριο, ξεδιπλωνόταν η γαλάζια απεραντοσύνη σε όλο της το μήκος και το πλάτος.

Απόρησε ο νεωκόρος σαν είδε από μακριά τη γραφική μαυροντυμένη φιγούρα ολόισια πάνω στο βράχο με την παλάμη κάθετα στο μέτωπο ν’ατενίζει το πέλαγος. Πλησίασε προσεκτικά όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και κρύφτηκε μέσα στις φυλλωσιές του σκίνου που ήταν φυτρωμένος πολύ κοντά στο βράχο. Η γριά παρέμενε ακίνητη πάνω στο βράχο στην ίδια στάση, με μόνο το μακρύ χιτώνα της να κυματίζει στο φύσημα της θαλασσινής αύρας. Η περιέργεια του νεωκόρου μεγάλωσε ακόμη περισσότερο κι αυθόρμητα, έφερε κι εκείνος την παλάμη πάνω από τα φρύδια και προσπάθησε να διακρίνει εκείνο που κινούσε την προσοχή της αρχόντισσας. Μάταια όμως. Μέχρι που έφτανε το μάτι, απλωνόταν η ήρεμη η απεραντοσύνη του νερού που τώρα ελαμπύριζε από τον κόκκινο το δίσκο του ήλιου που χάνονταν εις τον ορίζοντα.

Άρχισε να σκοτεινιάζει. Βαριά η σκιά του διπλανού βουνού άρχισε να καλύπτει το τοπίο. Η γερόντισσα ακίνητη, αγνάντευε το πέλαγος. Ο νεωκόρος άρχισε ν’ανατριχιάζει. Κάτι αφύσικο μέσα εις την ατέλειωτη εκείνη σιγαλιά τον έκανε να νοιώθει μια περίεργη ανασφάλεια. Μα ξαφνικά, τη νεκρική σιγή, έσπασε μια μακρόσυρτη, γοερή, σχεδόν ανατριχιαστική κραυγή της γερόντισσας:

– Κωσταντήήήή!!!!

Ταυτόχρονα, -τραγική σύμπτωση που ήχησε σαν άμεση απόκριση από το πουθενά – ακούστηκε ο μακρινός, μακρόσυρτος ο ήχος της σειρήνας κάποιου πλοίου που ’λαχε να περνάει στ’ανοιχτά. Ο νεωκόρος μούδιασε ολόκληρος απ’ το διπλό ετούτο ξάφνιασμα και σταυροκοπήθηκε:

« Περίεργος που είναι και αυτός ο παπάς! Δεν αφήνει τον καθένα στην τρέλα του…», μουρμούρισε ενοχλημένος. Πριν όμως προλάβει να συνέλθει από το πρώτο μούδιασμα, μια δεύτερη πιο δυνατή κραυγή της γερόντισσας και ύστερα μια τρίτη, τον συντάραξε. Ένας γλάρος, σπάθισε τρομαγμένος τον αγέρα κι απομακρύνθηκε κρώζοντας. Ο νεωκόρος, σταυροκοπήθηκε πάλι. Το σκοτάδι που είχε αρχίσει να πυκνώνει τον εμπόδιζε να διακρίνει τη γριά. Άρχισε να φοβάται πως με μια αδέξια κίνηση η γερόντισσα, θα βρισκόταν στο κενό. Σκέφτηκε να βγει απ’ την κρυψώνα του και να την πλησιάσει, μα πάλι φοβήθηκε μην την τρομάξει και πέσει από το βράχο.

Από το δίλημμα τον έβγαλε η ίδια η γερόντισσα. Τη διέκρινε ξαφνικά να κατεβαίνει με προσοχή από το βράχο και κτυπώντας το μπαστούνι της δυνατά στο χώμα, να περνά από δίπλα του χωρίς ν’ αντιληφτεί την παρουσία του. Ψιθύριζε λόγια ακατάληπτα με ύφος επιτακτικό, σαν κάποιο να μάλωνε. Ακολούθησε το ανηφορικό μονοπάτι για το χωριό. Ο νεωκόρος αναστέναξε με ανακούφιση. Ευτυχώς, δεν είχε συμβεί τίποτα από αυτό που είχε αρχίσει να φοβάται. Την ακολούθησε από απόσταση κρατώντας και την ανάσα του ακόμη από φόβο μήπως και τον αντιληφτεί η γερόντισσα, μέσα εις την απόλυτη τη σιγαλιά του δειλινού. Εκείνη απέφυγε τα κεντρικά σημεία του χωριού κι ακολουθώντας ένα στενό σοκάκι παρέκαμψε την πλατεία και κατευθύνθηκε προς το σπίτι της. Ο νεωκόρος σκέφτηκε ότι τέλειωσε και η αποστολή του κι εγκαταλείποντας την παρακολούθηση έστριψε και μπήκε στην πλατεία. Ο παπάς τον περίμενε ανυπόμονα:

«Τι έγινες Χριστιανέ μου; πού είναι η γερόντισσα;» τον ρώτησε από μακριά, πριν καλά-καλά καθίσει. Εκείνος κάθισε λαχανιασμένος, σκούπισε με την ανάποδη της απαλάμης τον ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπό του και ζήτησε κάτι να πιει. Στη συνέχεια ταραγμένος, διηγήθηκε στον παπά όσο πιο παραστατικά μπορούσε όσα είχε δει και ακούσει στο γιαλό. Ο παπάς κούνησε το κεφάλι του:

«Της σάλεψαν τα λογικά παιδί μου…», είπε και συνέχισε με κατανόηση: «…είναι αλήθεια βέβαια πως καλά κρατήθηκε η καημένη τόσα χρόνια. `Αλλος στη θέση της θα είχε τρελαθεί νωρίτερα. Μόνο, άντε τώρα, σύρε να ησυχάσεις, γιατί αύριο σε θέλω νωρίς στον όρθρο»…

Την επόμενη το πρωί, μέσα στην κατάμεστη εκκλησιά όλοι ξαφνιάστηκαν σαν είδαν την καπετάνισσα να φτάνει στηριγμένη στο μπαστούνι της και με τη συνοδεία της πιστής της υπηρέτριας. Της πρόσφεραν μια καρέκλα και η γερόντισσα κάθισε με ευχαρίστηση. `Οσοι την πρόσεχαν, διέκριναν μια συγκρατημένη νευρικότητα στις κινήσεις της. Κάθε τόσο έγνεφε στη συντρόφισσά της να σκύψει και της ψιθύριζε κάτι στ’αυτί με ύφος που μαρτυρούσε ότι της έδινε κάποιες οδηγίες. Όταν ο παπάς κάλεσε το εκκλησίασμα να κοινωνήσει, η αρχόντισσα σηκώθηκε, κοινώνησε και ταυτόχρονα του ’δωσε ένα φάκελο και του ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί. Εκείνος, που την άκουγε προσεκτικά, ταράχτηκε. Μια σκιά ανησυχίας σκοτείνιασε το γαλήνιο βλέμμα του κι ένα τρέμουλο έκανε το δισκοπότηρο να πάλλεται στο χέρι του.

Η καπετάνισσα απομακρύνθηκε και βγήκε από την εκκλησία. Ξοπίσω της η κυρα – Μάρω, με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα που δεν κατάφερνε να κρύψει. Ο παπάς τελείωσε τη Θεία Λειτουργία, καλημέρισε το εκκλησίασμα και αμέσως μετά, είπε:

«Αγαπητοί συγχωριανοί και φίλοι, σας παρακαλώ να με ακούσετε με προσοχή. Θέλω να σας διαβάσω τούτο το γράμμα που μ’άφησε προηγουμένως η καπετάνισσα και με πρόσταξε να το ανακοινώσω…».

Το διάβαζε με φωνή που έτρεμε. Ηταν ένα είδος διαθήκης με την οποία, αφού γνωστοποιούσε στους συγχωριανούς της πως έφευγε για πάντα από το νησί, μοίραζε τα υπάρχοντά της: `Αφηνε το καράβι της στον καπετάν Λεβαντή. Το αρχοντικό της το δώριζε στην κυρα-Μάρω για όσα χρόνια θα ζούσε και μετά το θάνατό της θα μεταβιβαζόταν στην Κοινότητα για να γίνει Πνευματικό Κέντρο στο νησί. Με τα χρήματα που είχε ο λογαριασμός της στην Τράπεζα θα έκτιζαν μια εκκλησία στο όνομα του Αγίου Κωνσταντίνου και με τα υπόλοιπα θα έδιναν μια υποτροφία κάθε χρόνο στο νέο που θα αποφάσιζε να σπουδάσει στο ναυτικό.

Τέλειωσε την ανάγνωση ο παπάς κι ένα βουητό από σχόλια που άρχισαν να ανταλλάσσονται στο εκκλησίασμα σκέπασαν τα τελευταία του τα λόγια, καθώς έλεγε ότι η τελευταία και αμετάκλητη εντολή της καπετάνισσας ήταν να μην επιχειρήσει κανείς να τη σταματήσει. Αυτό το τελευταίο, δεν μπόρεσαν να το εξηγήσουν προς στιγμή. Το κατάλαβαν όμως αργότερα. Καθισμένοι στα πεζούλια του αυλόγυρου της εκκλησίας για να τους μοιραστεί –σύμφωνα με το τοπικό έθιμο- ο άρτος συνοδεία με βραστό κρέας και ντόπιο κρασί, είδαν το καράβι της καπετάνισσας να βγαίνει απ’το λιμάνι και να ανοίγεται στο πέλαγος. Ο καπετάν Λεβαντής έκανε να τρέξει προς το γιαλό. Ο παπάς, τον συγκράτησε:

«`Ησυχα Λεβαντή…», του είπε. «…είναι επιθυμία της καπετάνισσας να μην τη σταματήσει κανείς… και μη φοβάσαι για το καράβι… δικό σου είναι.… έχε της εμπιστοσύνη…».

Το καράβι ξεμάκρυνε κι έγινε σημαδάκι στον ορίζοντα. Οι περισσότεροι είχαν κατέβει στην παραλία, εκοίταζαν το πέλαγος, κοιτάζονταν, σχολίαζαν. Τότε τους πλησίασε η κυρα-Μάρω. Τα μάτια της είχαν κοκκινίσει από το κλάμα και με κομμένη τη φωνή, έδωσε ένα διπλωμένο χαρτί στον καπετάν-Λεβαντή. Ήταν γράμμα από την καπετάνισσα. Έγραφε

« Να έρθεις αύριο το πρωί να παραλάβεις το καράβι σου. Θα είναι αγκυροβολημένο στον ύφαλο. Αν παραβείς την εντολή μου, η δωρεά είναι άκυρη. Και κάτι τελευταίο: Θέλω να μην αλλάξει τίποτα από τη γιορτή της μέρας. Καλή σου τύχη».

Ο καπετάν Λεβαντής κάθισε σ’ένα παγκάκι εξουθενωμένος. Γύρω του οι συγχωριανοί του σιωπηλοί, αντάλλασσαν μόνο ματιές. Μια σκιά θανάτου άπλωνε τα κρέπια της στην ομήγυρη. Ο καπετάνιος την αντιλήφθηκε. Σηκώθηκε.

«Πάμε στο χωριό…», είπε. «…είναι μέρα γιορτινή η σημερινή και η καπετάνισσα δεν θέλει να χαλάσει». Τον ακολούθησαν και οι άλλοι κι έγιναν ένα με τις παρέες που είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στα καφενεία της πλατείας για το καθιερωμένο γλεντοκόπι. Πάνω στην εξέδρα, οι οργανοπαίχτες κούρδιζαν και συντόνιζαν τα όργανα…

Γλέντιζαν όλη τη μέρα μέχρι αργά τη νύχτα. Όχι όλοι όμως. Ο Λεβαντής δεν ήπιε, δεν χόρεψε, δεν γλέντησε.

Γέμιζε και άδειαζε την πίπα του ασταμάτητα. Η κυρα-Μάρω είχε σφαλίξει τα πορτοπαράθυρα του αρχοντικού για να μην ακούγεται το ξόδι της. Ο παπάς πήγε από νωρίς στο σπιτικό του και συντροφιά με το νεωκόρο σχολίαζαν, θυμόνταν, έλεγαν και ξανάλεγαν τα ίδια για τα τελευταία γεγονότα που τάραξαν την ηρεμία τους. Περίμεναν την επόμενη μέρα, που αόριστα δεν τους άφηνε πολλά περιθώρια ελπίδας για την τύχη της καπετάνισσας…

…Μόλις χάραξε η αυγή, ένας μικρός στόλος από πλεούμενα του νησιού ανοίχτηκε στο πέλαγος. Μπροστά πήγαινε ο καπετάν Λεβαντής. Είχαν πορεία για τον ύφαλο. `Ολοι ήταν σιωπηλοί κι αγνάντευαν τον ορίζοντα, ψάχνοντας για το καράβι με την καπετάνισσα. Θα ήταν οκτώ το πρωί όταν αντίκρισαν το σκάφος.

Ενα σημαδάκι στην αρχή που μεγάλωνε ολοένα, καθώς ζύγωναν. Το σίμωσαν. `Ηταν αγκυροβολημένο εις τον ύφαλο όπως το είχε υποσχεθεί η γερόντισσα. Λικνίζονταν στα ήρεμα νερά παρέα μ’ένα σμήνος γλάρων που σπάθιζαν τον αγέρα γύρω του και απομακρύνθηκαν στα γρήγορα με το πλησίασμα της νηοπομπής. Η σκάλα ήταν κατεβασμένη. Ο καπετάν Λεβαντής έδεσε τη βάρκα του και με γοργές δρασκελιές ανέβηκε τα σκαλιά, ακολουθούμενος από τη συντροφιά του. Τράβηξε ίσια προς τη γέφυρα, καθώς οι άλλοι χωριανοί άρχισαν να ψάχνουν στο σκάφος αναζητώντας και φωνάζοντας την καπετάνισσα που δεν φαινόταν πουθενά. Ένα σημείωμα περίμενε τον καπετάνιο πάνω στην πυξίδα. `Ηταν από την αρχόντισσα κι έγραφε:

«Χτες, (5 Αυγούστου) ήταν τα γενέθλια του Κωσταντή μου. Ετοίμασα το σπιτικό μας, τον περίμενα μέχρι αργά στο βράχο, τον φώναξα, δεν φάνηκε. `Ηρθα εγώ να τα γιορτάσουμε μαζί. Είμαι ευτυχισμένη, Καλή τύχη…».

Ο τραχύς ναυτικός ξέσπασε σε λυγμούς. Κατάλαβε τι είχε συμβεί. Ήθελε ένα τέτοιο πλεούμενο δικό του, αλλά όχι με τέτοιο τρόπο. Έσφιξε την καρδιά του, σκούπισε τα μάτια του και βγήκε στο κατάστρωμα. Είχαν ήδη συγκεντρωθεί οι συγχωριανοί και τον περίμεναν να φανεί. Τους διάβασε το σημείωμα. Όλοι κατάλαβαν. Η αρχόντισσα δεν άντεξε άλλο τη μοναξιά και τον πόνο της και ήλθε να συναντήσει τους αγαπημένους της. Ο καπετάν Λεβαντής έβγαλε το σκούφο του και σταυροκοπήθηκε. Τον μιμήθηκαν και οι άλλοι. Ο θόρυβος από μια εξωλέμβια που πλησίαζε, τους απέσπασε την προσοχή. Ήταν ο παπάς που ερχόταν με τη βάρκα του νεωκόρου. Ανέβηκαν στο σκάφος. Πληροφορήθηκαν τα μαντάτα της καπετάνισσας. Ο παπάς, ξεδίπλωσε και φόρεσε το πετραχήλι του, πλησίασε την κουπαστή του σκάφους και όλοι μαζί άρχισαν να ψάλλουν την εξώδιο ακολουθία της αρχόντισσας. Τέλειωσε η σύντομη η τελετή και ο παπάς, βουρκωμένος, είπε στον καπετάνιο:

«Φέρε παιδί μου το πλοίο στο λιμάνι. Είδες, η καπετάνισσα, τήρησε το λόγο της…».

Μια βουβή πομπή από πλεούμενα σχηματίστηκε με κατεύθυνση το νησί. Μπροστά πήγαινε το πλοίο της αρχόντισσας. Ακολουθούσαν τα άλλα σκάφη. Ένα σμήνος από γλάρους σπάθιζε αδιάκοπα τον αγέρα, παρέα με τη νηοπομπή. Τρεις από δαύτους, σαν τιμητική συνοδεία, ξεχώρισαν από τους άλλους και συνόδευαν το σκάφος του καπετάν Λεβαντή.

«Είναι οι ψυχές τους…», είπε ο καπετάνιος και σταυροκοπήθηκε. «…επιτέλους συναντήθηκαν… ας είναι ευτυχισμένοι εκεί ψηλά που πετούν…»…

…Πέρασε καιρός. Πίσω στο νησί, όλα έγιναν όπως τα πεθύμησε και τα πρόσταξε η αρχόντισσα. Οι συγχωριανοί της, της ανταπέδωσαν τη γενναιοδωρία της όπως μπορούσαν: Έδωσαν τ’ όνομά της στην κεντρική πλατεία του νησιού. Έχτισαν ένα εικονοστάσι στο βράχο της. Ο καπετάν Λεβαντής, ονόμασε το σκαρί του Καπετάνισσα.

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Λογοτεχνία και Μαθηματικά – ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΘΗΜΑΤΑ

Του Γιάννη Γ. Καλογεράκη Μαθηματικού Στατιστικολόγου  Επιτ. Σχολικού Συμβούλου Μαθηματικών (Την...