Η ματαίωση της πολυαναμενόμενης συνάντησης των εκπροσώπων του αγροτοκτηνοτροφικού κόσμου της Κρήτης με τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης, η οποία επρόκειτο να λάβει χώρα σήμερα, δεν αποτελεί απλώς μια διαδικαστική εμπλοκή. Για μια σημαντική μερίδα των παραγωγών, η εξέλιξη αυτή αντιμετωπίζεται με ανακούφιση, καθώς αποτρέπει –έστω και προσωρινά– τον κίνδυνο διάσπασης του πανελλαδικού μετώπου. Σε μια συγκυρία όπου τα τρακτέρ βρίσκονται στους δρόμους της ηπειρωτικής χώρας, η Κρήτη καλείται να αποφασίσει αν θα συμπορευτεί με το πανελλαδικό κίνημα ή αν θα εγκλωβιστεί σε έναν ρόλο «προνομιακού συνομιλητή», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ενότητα του κλάδου.
Η άρνηση του κυβερνητικού κλιμακίου να δεχθεί την παρουσία βουλευτών στη σύσκεψη, η οποία οδήγησε και στην ακύρωσή της, ερμηνεύεται από πολλούς ως «δώρο εξ ουρανού». Το επιχείρημα που προβάλλεται είναι σαφές: Τη στιγμή που εδώ και έξι ημέρες οι συνάδελφοί τους στην υπόλοιπη Ελλάδα βρίσκονται στα μπλόκα αντιμέτωποι με την αδιαλλαξία και την απουσία διαλόγου, θα αποτελούσε πολιτικό και συνδικαλιστικό ολίσθημα για την ηγεσία των Κρητικών αγροτών να εμφανιστεί ως «επιλεγμένος συνομιλητής» πριν καν ξεκινήσουν οι κινητοποιήσεις στο νησί.
Ο φόβος του «Δούρειου Ίππου» και το προηγούμενο του 2025
Στους κόλπους των αγροτοκτηνοτρόφων είναι νωπές οι μνήμες του Ιανουαρίου του 2025. Τότε, η σπουδή για χωριστές συναντήσεις με την ηγεσία του Υπουργείου είχε εκληφθεί ως κίνηση υπονόμευσης των κινητοποιήσεων της ηπειρωτικής χώρας, προσδίδοντας στους Κρητικούς τον χαρακτηρισμό του «Δούρειου Ίππου».
Το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι αμείλικτο: Διαθέτουν οι παραγωγοί της Κρήτης προβλήματα τόσο δομικά διαφοροποιημένα που να δικαιολογούν μια ξεχωριστή ατζέντα και, κυρίως, μια ξεχωριστή μεταχείριση; Η απάντηση που δίνεται από τη βάση του κλάδου είναι αρνητική. Η αποδοχή μιας τέτοιας συνάντησης, σε αυτό το χρονικό σημείο, θα λειτουργούσε κατ’ ουσίαν ως άλλοθι για τους κυβερνητικούς παράγοντες, οι οποίοι αναζητούν διακαώς «πρόθυμους» συνομιλητές για να αποδυναμώσουν την εικόνα της καθολικής αντίδρασης.
Η «σκιά» του ΟΠΕΚΕΠΕ και η εσωτερική αμφισβήτηση
Η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω από το βαρύ κλίμα που έχει διαμορφωθεί λόγω της υπόθεσης του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ο αγροτοκτηνοτροφικός κόσμος του νησιού βρίσκεται ήδη στο στόχαστρο, συχνά άδικα μέσω γενικεύσεων, και μια κίνηση που θα εκλαμβανόταν ως συμπόρευση με την κυβέρνηση θα επιδείνωνε τη θέση του.
Επιπλέον, η πρόσφατη συμμετοχή του επονομαζόμενου «Χασάπη» στη συνέλευση των κτηνοτρόφων στο Ηράκλειο – έστω και στη… γαλαρία –, σχολιάστηκε από πολλούς αρνητικά με κάποιους να λένε ότι ο αγώνας επιβίωσης που δίνουν δε μπορεί να μετατρέπεται σε πολιτικό παίγνιο. Το μόνο βέβαιο αποτέλεσμα της συνάντησης, αν αυτή πραγματοποιούνταν, θα ήταν η ταύτιση των Κρητικών κτηνοτρόφων με την κυβερνητική γραμμή, την ώρα που στην υπόλοιπη χώρα η απάντηση στα αιτήματα των αγροτοκτηνοτρόφων είναι η καταστολή μέσω των γκλοπ των αστυνομικών.
Το αδιέξοδο της υπαίθρου και η ευθύνη της πολιτείας
Πέρα από τους τακτικισμούς και τις συνδικαλιστικές ισορροπίες, η ουσία παραμένει αμετάβλητη: ο πρωτογενής τομέας καταρρέει. Ακόμα και αν υποθετικά τα προβλήματα της Κρήτης λύνονταν μέσω διαλόγου, η γενικότερη εικόνα είναι αποκαρδιωτική. Οι αγροτοκτηνοτρόφοι αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στο κόστος παραγωγής και τα χωριά ερημώνουν με ραγδαίους ρυθμούς.
Η ευθύνη για την κατάσταση αυτή βαραίνει την κεντρική διοίκηση, η οποία κατηγορείται όχι μόνο για την έλλειψη σχεδίου αναζωογόνησης της περιφέρειας, αλλά και για τη λήψη μέτρων που επιταχύνουν την ερημοποίηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εφαρμογή της τεκμαρτής φορολόγησης, η οποία έχει οδηγήσει σε εκατοντάδες λουκέτα μικρών επιχειρήσεων και καφενείων στα χωριά, νεκρώνοντας τον κοινωνικό ιστό της υπαίθρου. Σε αυτό το πλαίσιο, η ακύρωση της συνάντησης ίσως αποτελεί την αφορμή για μια ουσιαστικότερη συζήτηση επί των πραγματικών προβλημάτων, μακριά από επικοινωνιακά τεχνάσματα.



