Η Ισπανία (55%) και η Ιταλία (23%) αντιπροσώπευαν πάνω από τα τρία τέταρτα της συνολικής έκτασης της ΕΕ με ελαιόδεντρα, ακολουθεί η Ελλάδα (15%) και η Πορτογαλία (7%). Τα τέσσερα άλλα κράτη μέλη παραγωγής ελαιοκάρπου που καλύπτονται από την έρευνα (Γαλλία, Κροατία, Κύπρος και Σλοβενία) αντιπροσώπευαν μαζί το 1% της συνολικής έκτασης της ελιάς της ΕΕ.
Το σύνολο του ελληνικού ελαιώνα εκτιμάται ότι ξεπερνάει σήμερα τα 132.000.000 ελαιόδεντρα με μέσο όρο παραγωγής, τα προηγούμενα χρόνια, μεταξύ των 250.000-300.000 τόνων ελαιολάδου. Ειδικοί στην ελαιοκομία, πανεπιστημιακοί ερευνητές, μελετητές των ελληνικών γενοτύπων ελιάς, γεωπόνοι, παραγωγοί, τυποποιητές και εξαγωγείς ελαιολάδου που μίλησαν στο πλαίσιο της έρευνας του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων επισήμαναν ότι για κάθε μια ρίζα ελιάς που φυτεύεται σήμερα, ένα παραγωγικό δέντρο εγκαταλείπεται ή χάνεται από την ελληνική καλλιέργεια.
Από την πλευρά του ο γεωπόνος-ερευνητής και φυτωριούχος στον Πόρο Τροιζηνίας Γεώργιος Κωστελένος μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ σχολιάζει τις εκτιμήσεις για πτώση της παραγωγής ελαιολάδου και ελιάς το 2018, ενώ ο διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ) Γιώργος Οικονόμου μιλάει για τους λόγους που η τιμή του ελαιολάδου παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Μέσα από την έρευνα και μελέτη της καταγραφής ξεπηδά πάντως ο τεράστιος γενετικός και θαυμαστός πλούτος που διαθέτει η Ελλάδα στην πιο μακραίωνη δενδρώδη καλλιέργεια της Μεσογείου.
Ο κ. Κωστελένος έχει καταγράψει έως το 2011 περίπου 80 ποικιλίες ελιάς στην Ελλάδα προσθέτοντας τα τελευταία χρόνια άλλες 40 (ποικιλίες και υποείδη).
Ωστόσο όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δρ Γεωπονίας και επιστημονικός υπεύθυνος του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης, Γ. Μιχελάκης, «η πτώση της παραγωγής ελαιολάδου ποσοτικά ειδικά στην Κρήτη είναι σαφής τα τελευταία χρόνια» και θα πρέπει να ληφθούν θαρραλέα μέτρα για το υγρό χρυσάφι της Ελλάδας.
Η Κρήτη χάνει τις ελιές της;
Κατά τον δρα Γεωπονίας και επιστημονικό υπεύθυνο του Συνδέσμου Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης, Νίκος Μιχελάκη, δύο είναι σήμερα οι μεγαλύτεροι κίνδυνοι για το κρητικό αλλά και για το σύνολο του ελληνικού ελαιολάδου στον τομέα της παραγωγής:
-Ο κίνδυνος υποβάθμισης της υψηλού επιπέδου ποιότητας που είχαμε ως χώρα (95% και άνω έξτρα παρθένο) εξαιτίας κυρίως της αδυναμίας για ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος του δάκου
-Η μειωμένη τιμή που παρατηρείται στα ποιοτικά ελαιόλαδα.
«Η πτώση της παραγωγής ελαιολάδου ποσοτικά ειδικά στην Κρήτη είναι σαφής τα τελευταία χρόνια» απάντησε ο κ. Μιχελάκης σε σχετική ερώτηση. Από τα στοιχεία της παραγωγής της τελευταίας 15ετίας προκύπτει μια μέση πτώση της τάξεως των 5,5 χιλ. τόνων ανά έτος. Βασικοί λόγοι η εγκατάλειψη της καλλιέργειας ελαιώνων των ορεινών και ημιορεινών περιοχών και η μη αποζημίωση των απωλειών από ΕΛΓΑ και ΠΣΕΑ που προκάλεσαν ακραίες καιρικές συνθήκες», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μιχελάκης.
Σύμφωνα με τον κ. Μιχελάκη απαιτούνται: Πρώτον, ειδικά προγράμματα στήριξης των παραδοσιακών ελαιώνων των ορεινών και ημιορεινών περιοχών λόγω της ιδιαίτερης περιβαλλοντικής και κοινωνικής αξίας τους και δεύτερον αναθεώρηση αρκετών άρθρων των ΕΛΓΑ ώστε να καλύπτει και τις ζημιές από καύσωνες η ξηρασία κατά την Άνοιξη που προκαλούνται στην νότια Ελλάδα.
Το κρητικό λάδι είναι μονίμως στο στόχαστρο των Ιταλικών εταιριών τυποποίησης και όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επιστημονικός υπεύθυνος του ΣΕΔΗΚ «το φαινόμενο της εξαγωγής χύμα από την Κρήτη, αλλά και στην υπόλοιπη χώρα συνεχίζεται σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό. Οι εξαγωγές σε χύμα την τελευταία 10ετία αποτελούν το 75% του συνόλου των εξαγωγών ελαιολάδου. Γίνονται κυρίως στην Ιταλία, αλλά τελευταία χύμα άρχισαν να αγοράζουν σε μεγάλες ποσότητες και η Γερμανία και οι ΗΠΑ!».
Οι εξαγωγές τυποποιημένου λαδιού από την Κρήτη, είναι κατά μέσο όρο γύρω στις 9.000 τον/έτος και αυξάνονται με ένα ρυθμό περίπου 1.000 τον/έτος, που είναι απογοητευτικός. Η αύξηση των εξαγωγών τυποποιημένου απαιτεί την δημιουργία μεγάλων μονάδων τυποποίησης, κυρίως Συνεταιριστικών, αλλά και ιδιωτικών, οι οποίες να μπορούν να έχουν μειωμένο ανά μονάδα προϊόντος, κόστος προβολής και διακίνησης.
Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥπΑΑΤ, 641 τυποποιητικές επιχειρήσεις από τις οποίες 133 βρίσκονται στην Κρήτη. Έτσι ο μέσος όρος δυναμικότητας τους πχ στην Κρήτη είναι σήμερα 210 τόνοι/έτος. Και αν ακόμη εξήγαγαν τυποποιημένο όλο το ελαιόλαδο, δηλαδή και το χύμα, η μέση δυναμικότητά τους θα ήταν 278 τόνοι /έτος που και πάλι είναι απαγορευτική για κάλυψη εξόδων προβολής και διακίνησης.
Έτσι, οι μικρές επιχειρήσεις τυποποίησης και εξαγωγής επειδή δεν αντέχουν το κόστος προβολής απευθύνονται αναγκαστικά σε mini markets και όχι μεγάλες αλυσίδες διανομής.
Η διόρθωση της κατάστασης απαιτεί μέτρα πολιτικής για ενίσχυση μεγάλων, κυρίως Συνεταιριστικών, μονάδων οι οποίες θα πρέπει να εξάγουν με συμμετοχή των παραγωγών και στις δαπάνες τυποποίηση (με την προσφορά του προϊόντος τους χωρίς άμεση πληρωμή) αλλά και στην υπεραξία της τυποποίησης. Συνεταιρισμοί που λειτουργούν χωρίς εποπτεία και όπως οι ιδιώτες , αγοράζοντας από τους παραγωγούς λάδι για να το πουλήσουν μετά τυποποιημένο, είναι καταδικασμένοι να αποτύχουν.
Ελπίδα και Προοπτική για την ελληνική ελαιοκομία
Ο πιλοτικός γραμμικός ελαιώνας 12 στρεμμάτων που φύτεψαν πρόπερσι στο Πανεπιστημιακό Αγρόκτημα της Θέρμης Θεσσαλονίκης οι φοιτητές του τμήματος Γεωπονίας του Αριστοτελείου, δεν έχει… κωδική ονομασία. Θα μπορούσε ίσως να ονομαστεί «Ελπίδα και Προοπτική», καθώς οι πυκνές σειρές με ποικιλίες της ελληνικής «Κορωνέικης» και της ισπανικής Αrbeguina που φροντίζουν οι φοιτητές, σε λίγο καιρό μπορούν να δώσουν ορισμένες από τις καίριες απαντήσεις για το μέλλον και τις προοπτικές της ελληνικής ελαιοκομίας.
«Όταν ο γραμμικός μας ελαιώνας καρπίσει (έχουν φυτευτεί σειρές και με ελιές Χαλκιδικής) θα “καρπίσουν” μαζί και αρκετά συμπεράσματα για την γραμμική καλλιέργεια της ελιάς στην Ελλάδα. Χρειαζόμαστε διαρκείς μελέτες σε όλα τα επίπεδα και πρέπει να παρθούν αποφάσεις για το πού θα κατευθυνθούμε στην καλλιέργεια της ελιάς και στην παραγωγή ελαιολάδου» επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Γεωπονίας του ΑΠΘ, Δημήτρης Γερασόπουλος, που συντονίζει τα προγράμματα μελέτης της ελιάς καθώς και τον πιλοτικό ελαιώνα στο Πανεπιστημιακό Αγρόκτημα της Θέρμης.
Οι νέοι γραμμικοί ελαιώνες που φυτρώνουν στην Καβάλα, την Πιερία, την Λοκρίδα, την Πελοπόννησο και σε άλλες περιοχές, ο προβληματισμός πολλών νέων ελαιοπαραγωγών για τις μειώσεις καλλιέργειας και τιμών, οι παλιές δομές στην ελαιοκομία που δεν έχουν βελτιωθεί κυρίως εξαιτίας της δεκαετούς κρίσης και της εξοικονόμησης των αγροτικών νοικοκυριών, ώθησαν τον καθηγητή και τους συνεργάτες του να συμμετέχουν σε νέα προγράμματα που στοχεύουν στη βελτίωση κι ανάπτυξη της ελληνικής ελαιοκομίας.
Το προσεχές διάστημα ο κ. Γερασόπουλος και οι συνεργάτες του θα συμμετάσχουν σε ένα ακόμη πρόγραμμα, με εταίρους μεταποιητές της Χαλκιδικιώτικης πράσινης ελιάς, στοχεύοντας στη μελέτη-παραγωγή ποιοτικότερων προϊόντων, στο εξαγώγιμο (κι ακριβό στην τιμή του) αγουρέλαιο της Χαλκιδικής και σε νέο καλλιεργητικό πρότυπο για τη σταθεροποίηση της ετήσιας παραγωγής στη χερσόνησο.
Πάνω από 3.000-4.000 άτομα στρέφονται κάθε χρόνο στην ελαιοκομία
Μπορεί να παρατηρείται στροφή της… τρίτης γενιάς στην ελαιοκομία, δηλαδή νέων και καταρτισμένων ανθρώπων που αναλαμβάνουν τους παραδοσιακούς ελαιώνες των παππούδων-πατεράδων και φυτεύουν και νέες εκτάσεις, δημιουργούν μικρές μονάδες τυποποίησης, νέα προϊόντα και ισχυρό brand name στο εξωτερικό, μπορεί τα τελευταία χρόνια να παρατηρείται επέκταση του ελληνικού ελαιώνα και στη Θεσσαλία ή ακόμα και περιοχές μακριά από την θάλασσα, στα ενδότερα της (ψυχρότερης) ηπειρωτικής χώρας όπως στα Ίμερα των Σερβίων Κοζάνης (2.000 στρέμματα 50.000 ελαιόδεντρα), μπορεί να καταγράφεται αύξηση του βιολογικού ελαιολάδου και ελιάς προϊόντων ΠΟΠ, ωστόσο, το «ισοζύγιο εισροών-εκροών» στην παραγωγή κλίνει προς την πλευρά των εκροών και σίγουρα χωρίς να μπορεί να υπερπηδήσει το πλαίσιο, έτσι όπως το είχε ορίσει μελέτη του 2015 της Εθνικής Τράπεζας, η οποία προέβλεπε μείωση του ποσοστού του ελληνικού ελαιολάδου στην παγκόσμια συμμετοχή κάτω από το 6%.
Στα θετικά στοιχεία και στις «ριπές» αισιοδοξίας που καταγράφονται, η στροφή μορφωμένων ατόμων στην ελαιοκομία υπολογίζεται σε πάνω από 3.000-4.000 ετησίως, αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί με την ίδρυση νέων Γεωπονικών Σχολών, καθώς θα προσθέσουν περίπου άλλους 2.000-3.000 διπλωματούχους κι ένα ποσοστό αυτών θα ασχοληθεί με την χρυσοφόρα καλλιέργεια του «ιερού δένδρου» και της παραγωγής του ελαιολάδου, η ζήτηση για το οποίο σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο Ελαιοκομίας θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι το 2030.
Μεγάλη πτώση της παραγωγής ελαιολάδου και ελιάς το 2018
Η μεγάλη πτώση της παραγωγής ελαιολάδου-ελιάς στη χρονιά που πέρασε χαρακτηρίζεται συγκυριακή για την ελληνική ελαιοκομία, «η γραμμή της οποίας όμως έχει πια κλίση προς τα κάτω» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γεωπόνος-ερευνητής και φυτωριούχος στον Πόρο Τροιζηνίας Γεώργιος Κωστελένος, σχολιάζοντας εκτιμήσεις που κάνουν λόγο για την πιο δύσκολη χρονιά των τελευταίων 50 χρόνων αλλά και τον κίνδυνο να χάσει η Ελλάδα (από την Τυνησία), την 3η θέση που κατέχει παγκοσμίως πίσω από την Ισπανία και Ιταλία στην παραγωγή ελαιολάδου.
Βάσει των πλέον πρόσφατων εκτιμήσεων η χρονιά «κλείνει» με μείωση παραγωγής του ελληνικού ελαιολάδου μεγαλύτερη της αρχικής πρόβλεψης του -30%, που ισοδυναμεί με μετριοπαθείς υπολογισμούς με 180.000 τόνους ή με 220.000 τόνους σύμφωνα με κάποια πρώτα στοιχεία υπηρεσιών του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Οι άσχημες καιρικές συνθήκες που επικράτησαν την περασμένη χρονιά, το γλοιοσπόριο και ο δάκος που «χτύπησαν» τις περισσότερες ελαιοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας θεωρούνται οι καθοριστικότεροι παράγοντες για τις απώλειες.
Δεν πέφτουν οι τιμές
Κατά έναν… μαγικό τρόπο όμως, οι τιμές δεν εμφανίζουν συνακόλουθη δραματική μείωση για την τσέπη της… ελαιοκομίας και των 450.000 οικογενειών της. Κι αυτό πιθανόν οφείλεται στη σταθερότητα των εξαγωγών παρθένου ελαιόλαδου, στη μεγάλη ζήτηση του ελληνικού ελαιολάδου και πάλι από την Ιταλία, η οποία επίσης βίωσε πέρυσι λόγω και τους «τρομερού» βακτηρίου xylella fastidiosa μεγάλες καταστροφές ακόμη και στους μεγάλους ελαιώνες της Απουλίας. Ένας ακόμη παράγοντας που δεν παρέσυρε τις ευρωπαϊκές τιμές σύμφωνα με τον διευθυντή του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), Γιώργο Οικονόμου, είναι η γιγαντιαία παραγωγή της Ισπανίας που ίσως φτάνει και τους 1,6 εκατ. τόνους, ενώ υπήρχαν κι αποθέματα 1,5 εκατ. τόνων, αλλά και οι άμεσες ή έμμεσες εξαγωγές της Τυνησίας στην ΕΕ. Όλα αυτά μαζί λειτούργησαν σαν συγκοινωνούντα δοχεία στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά…».