Κάποτε, υπουργός Παιδείας είχε ρωτήσει Πρύτανη μεγάλου ακαδημαϊκού ιδρύματος της χώρας, ποια ήταν τα δυνατά σημεία των Πανεπιστημίων στην τότε αντιπαράθεση με το υπουργείο. Μια αντιπαράθεση που, όπως πάντα, είχε διεκδικητικό χαρακτήρα και αφορούσε στην ενδυνάμωση του δημόσιου χαρακτήρα, στη διεύρυνση της ακαδημαϊκής αυτοδιοίκησης και στην ενίσχυση της δημόσιας χρηματοδότησης των Πανεπιστημίων.

Ο Πρύτανης απάντησε ότι το μεγάλο πλεονέκτημα των Πανεπιστημίων είναι ότι απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη και την υποστήριξη της κοινωνίας.

Μια απάντηση που έμελλε όχι μόνο να επιβεβαιωθεί πολλαπλώς, αλλά να έχει και διαχρονική αξία.

Όπως διαβεβαιώνει για δεύτερη φορά μετά το 2023 η έρευνα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, η οποία διεξήχθη τον Απρίλιο του 2025, τα Πανεπιστήμια έρχονται και πάλι πρώτα ως προς τους δείκτες εμπιστοσύνης της ελληνικής κοινωνίας στους θεσμούς. Συγκεντρώνοντας έναν μέσο όρο βαθμολογίας 5,8/10, μεγαλύτερο, δηλαδή, από τη βάση. Με το 10 να σημαίνει εμπιστεύομαι πολύ και το 0 να αντιστοιχεί στην απάντηση δεν εμπιστεύομαι καθόλου.

Μόνο άλλοι δυο θεσμοί και συγκεκριμένα ο Στρατός και το ΕΣΥ πέρασαν τη βάση στην ίδια ερώτηση, με βαθμολογία αντίστοιχα 5,5/10 και 5,1/10. Όλοι οι άλλοι θεσμοί που αξιολογήθηκαν και οι οποίοι κατά σειρά εμπιστοσύνης ήταν οι Επιχειρήσεις, οι Ανεξάρτητες Αρχές, η Αστυνομία, οι Δεξαμενές Σκέψης, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Δικαιοσύνη κλπ πήραν κάτω από τη βάση.

Με τελευταίο θεσμό ως προς την εμπιστοσύνη της κοινωνίας τα Μέσα Ενημέρωσης, με βαθμό εμπιστοσύνης 1,9/10.

Η πρωτιά των Πανεπιστημίων ανάμεσα στους θεσμούς ως προς την εμπιστοσύνη που απολαμβάνουν από την κοινωνία θα μπορούσε να θεωρηθεί αναμενόμενη, σε μια χώρα που η Πολιτεία περιέβαλε με εμπιστοσύνη τα ακαδημαϊκά ιδρύματα.

Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όμως, που τα Πανεπιστήμια είναι υπό διωγμό από την κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια, αυτή η πρωτιά ως προς την εμπιστοσύνη που απολαμβάνουν αποκτά ιδιαίτερη αξία.

Αφενός γιατί δικαιώνει πλήρως τον αγώνα των Πανεπιστημίων.

Και αφετέρου, γιατί είναι κόλαφος, για την κυβέρνηση που προσπαθεί με όλα τα μέσα να τα υποβαθμίσει και να τα αποδυναμώσει. Άλλοτε χρησιμοποιώντας τα σαν μέσον για μια επικοινωνιακή πολιτική που υπηρετεί τις πολιτικές της σκοπιμότητες και άλλοτε για να ενισχύσει και να αναδείξει τις ιδιωτικές δομές ως καλύτερη επιλογή.

Κορυφαίος δείκτης του διωγμού τον οποίον υφίστανται τα ελληνικά Πανεπιστήμια τα τελευταία χρόνια, είναι η τελευταία θέση τους στην Ευρώπη και στις χώρες του ΟΟΣΑ ως προς τη δημόσια χρηματοδότηση, αλλά και ως προς τη στελέχωση σε διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό.

Με τους Έλληνες φοιτητές να χρηματοδοτούνται με 4.296 ευρώ/χρόνο, όταν ο μέσος όρος της δημόσιας χρηματοδότησης των ευρωπαίων συναδέλφων τους είναι κάτι περισσότερο από 11.000 ευρώ/ χρόνο. Με τους Έλληνες φοιτητές, δηλαδή, να χρηματοδοτούνται με το 39% περίπου της μέσης ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΘΑΑΕ το 2024.

Σε ό,τι αφορά στη χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων σε όλον τον κόσμο, τα πράγματα φαίνεται να είναι ακόμη χειρότερα. Ανάμεσα στις 37 χώρες του ΟΟΣΑ η Ελλάδα το 2022 ήταν 32η ως προς τη χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων, με 4.300 $/χρόνο. Όταν η μέση χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων στις 37 χώρες του ΟΟΣΑ ήταν 18.105 $/χρόνο. Που σημαίνει ότι η χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων στην Ελλάδα βρίσκεται μόλις στο 24% της μέσης χρηματοδότησης των 37 χωρών του ΟΟΣΑ.

Σε χειρότερη από εμάς θέση βρίσκονται παγκόσμια μόνο η Λιθουανία, η Χιλή, η Κολομβία, η Τουρκία και το Μεξικό.

Αλλά και ως προς τη στελέχωση των ελληνικών Πανεπιστημίων σε διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό η εικόνα είναι ίδια, αν όχι και χειρότερη. Με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΘΑΑΕ του 2024 να αποκαλύπτουν ότι ενώ στην Ευρώπη σε έναν καθηγητή αντιστοιχούν 13 φοιτητές, στην Ελλάδα σε έναν καθηγητή αντιστοιχούν 37.

Τα ελληνικά Πανεπιστήμια, δηλαδή, έχουν σε αναλογία ως προς τους φοιτητές το 35% του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, σε σχέση με τα ευρωπαϊκά.

Και βέβαια δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει κανείς για τη σημασία που έχουν στην ποιότητα και την απόδοση της ανώτατης εκπαίδευσης τόσο η χρηματοδότηση των λειτουργικών της αναγκών, όσο και η στελέχωσή της σε διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό.

Δεν είναι, όμως, μόνο οι διεθνείς και αδιαμφισβήτητοι δείκτες χρηματοδότησης και στελέχωσης που δηλώνουν τη συστηματική προσπάθεια αποδυνάμωσης των ελληνικών Πανεπιστημίων από την κυβέρνηση.

Είναι και η διαρκής προσπάθεια αποδυνάμωσης των Πανεπιστημίων, μέσω των θεσμικών αλλαγών των τελευταίων χρόνων. Σε μια προσπάθεια της κυβέρνησης να αναδείξει σε ισότιμους ανταγωνιστές τα αδιαβάθμητα κολέγια που εκπροσωπούν με μεθόδους αγοράς, δηλαδή με τη μέθοδο της δικαιόχρησης, ξένα πανεπιστήμια. Προκειμένου να σταλούν, δίκην πελατείας, φοιτητές από τα δημόσια στα ιδιωτικά πανεπιστήμια.

Πρώτα ήταν η καθιέρωση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, (ΕΒΕ). Με την οποία, σε μια μόλις νύχτα, οι εισαγωγικές εξετάσεις μετατράπηκαν από διαγωνισμός για πλήρωση συγκεκριμένου αριθμού θέσεων στα Πανεπιστήμια με αξιολογική κατάταξη των υποψηφίων, σε διαπιστωτικές εξετάσεις των γνώσεων των αποφοίτων, αντίστοιχες με αυτές που πέρασαν προκειμένου να αποφοιτήσουν από τα λύκεια. Οπότε, βέβαια, διερωτάται κανείς γιατί χρειάζονται δυο αλλεπάλληλες και διακριτές εξετάσεις για την αποφοίτηση και την εισαγωγή στα ΑΕΙ, που αποσκοπούν και οι δυο στη διαπίστωση των γνώσεων των αποφοίτων.

Αποτέλεσμα της καθιέρωσης της ΕΒΕ ήταν να αφαιρεθεί η δυνατότητα εισαγωγής σε περίπου 20.000 υποψήφιους ετησίως στα δημόσια Πανεπιστήμια, ενώ υπάρχουν ισάριθμες κενές θέσεις σε αυτά. Με συνέπεια να σταλούν αυτοί οι υποψήφιοι φοιτητές, σαν πελατεία, στα ιδιωτικά κολέγια, όπου εγγράφονται χωρίς εξετάσεις, χωρίς αξιολόγηση και χωρίς ΕΒΕ.

Στη συνέχεια ήρθε ο αντισυνταγματικός νόμος της ίδρυσης ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι στην Ευρώπη τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια συγκεντρώνουν λιγότερο από το 10% της προτίμησης όσων σπουδάζουν, εδώ παρουσιάστηκαν σαν η ευκαιρία να αναβαθμιστούν τα υψηλής στάθμης δημόσια, μέσω του ανταγωνισμού τους με τα υπό ίδρυση ιδιωτικά.

Η ανταπόκριση που είχε το συγκεκριμένο νομοθέτημα ως προς την προσέλκυση εμβληματικών, όπως υπόσχονταν, διεθνών πανεπιστημίων, ήταν κωμικοτραγική. Τα Πανεπιστήμια του εξωτερικού που ενδιαφέρθηκαν να ιδρύσουν παραρτήματα στη χώρα μας ήταν τα δευτέρας διαλογής, ως προς τις διεθνείς αξιολογήσεις, ιδρύματα που ήδη, εδώ και χρόνια, είχαν ιδρύσει παραρτήματα με τον τίτλο των ιδιωτικών κολεγίων.

Οπότε η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα έγινε συνώνυμη με την αναβάθμιση των κολεγίων σε Πανεπιστήμια.

Τέλος, εφηύραν ένα ακόμη τρόπο να ενισχύσουν τα ιδιωτικά κολέγια, διαγράφοντας τους φοιτητές που καθυστερούν την ολοκλήρωση των σπουδών τους. Ένα νομοθέτημα εκτός ακαδημαϊκού τόπου και χρόνου.

Αφού αδυνατεί να διαχωρίσει τους ενεργούς φοιτητές που προσπαθούν σε δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες να πάρουν το πτυχίο τους, από τους αποδεδειγμένα ανενεργούς, εδώ και χρόνια, φοιτητές. Τους οποίους θα μπορούσαν να διαγράψουν εύκολα, χωρίς ειδικές ρυθμίσεις. Και κυρίως, χωρίς να χαρακτηρίζουν «αιώνιους» και να τιμωρούν με διαγραφές όσους φοιτητές προσπαθούν να ολοκληρώσουν, καθυστερώντας λίγα εξάμηνα επιπλέον της κανονικής διάρκειας, τις σπουδές τους.

Η προσπάθεια απαξίωσης και αποδυνάμωσης των δημόσιων Πανεπιστημίων όμως δεν σταματά εδώ. Ολοκληρώνεται με τη στοχοποίησή τους και τον χαρακτηρισμό τους από τον ίδιο τον πρωθυπουργό σαν δήθεν άντρων ανομίας και εγκληματικότητας.

Χρεώνοντας στα Πανεπιστήμια την εγκληματικότητα που έχει αφεθεί ελεύθερη στη χώρα και την αδυναμία της αστυνομίας να επιβάλει την τάξη. Και σκορπώντας μέρα μεσημέρι τόνους χημικών σε φοιτητές και καθηγητές που προσπαθούν να κάνουν μάθημα στα αμφιθέατρα, κάτω από τις πολεμικές ιαχές των ΜΑΤ και υπό τους ήχους των πυροβολισμών των όπλων κρότου λάμψης που επιδεικτικά χρησιμοποιούν.

Κι ακόμη, με επινοήσεις παγκοσμίως πρωτότυπες, όπως αυτή της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Που προφανώς απέτυχε, όπως είχαμε, άλλωστε, προβλέψει, κάτω από το βάρος της πρωτοφανούς αντίφασης να αστυνομεύονται οι ναοί της παραγωγής και της μετάδοσης της επιστημονικής γνώσης.

Και επιπλέον, με την επιβολή αυστηρών προληπτικών μέτρων ηλεκτρονικής παρακολούθησης της ακαδημαϊκής ζωής και πειθαρχικών και άλλων ποινών, λες και τα Πανεπιστήμια είναι… φυλακές.

Πίσω από όλη αυτή την προσπάθεια δυσφήμισης των δημόσιων Πανεπιστημίων δεν μπορεί να μη διακρίνει κανείς δυο χαρακτηριστικά.

Το ένα είναι η υπαγωγή της ανώτατης εκπαίδευσης σε επικοινωνιακούς σχεδιασμούς που εξυπηρετούν τις πολιτικές σκοπιμότητες της κυβέρνησης. Είναι, άλλωστε, παλιά η συνταγή. Όταν μια κυβέρνηση βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, επινοεί εχθρούς τους οποίους στη συνέχεια κατατροπώνει, αποκαθιστώντας την εικόνα της ισχύος της που αμφισβητήθηκε.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ένας ερασιτεχνισμός, όσον αφορά στα μέτρα αντιμετώπισης της όποιας βίας. Καθώς οι κυβερνώντες θα μπορούσαν να έχουν επιλύσει τα προβλήματα που οι ίδιοι διόγκωσαν και ανέδειξαν, ακολουθώντας τη λύση που εφαρμόζουν εδώ και δεκαετίες τα Πανεπιστήμια απανταχού.

Συγκροτώντας, δηλαδή, υπηρεσίες πανεπιστημιακής φύλαξης.

Μόνο που αυτές χρειάζονται επαρκή χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων για να μπορέσουν να οργανώσουν τέτοιες υπηρεσίες. Και επιπλέον ακαδημαϊκή αυτοδιοίκηση, για να μπορέσουν τα Πανεπιστήμια να υλοποιήσουν τη μεγάλη αλλαγή.

Δυο προνόμια που η κυβέρνηση έχει αφαιρέσει προκαταβολικά από τα Πανεπιστήμια, στην προσπάθειά της να τα χρησιμοποιήσει για την επίτευξη των πολιτικών σκοπιμοτήτων της.

Η έρευνα του ΕΝΑ αποδεικνύει, πάντως, ότι τα δημόσια Πανεπιστήμια αντέχουν στις πιέσεις και τις επιθέσεις. Η εμπιστοσύνη της κοινωνίας σε αυτά δείχνει να ενδυναμώνεται, όσο η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση προσπαθεί να τα χρησιμοποιήσει για να ενισχύσει τις επιχειρηματικές εκπαιδευτικές δομές. Στις οποίες η Ευρώπη γυρίζει επιδεικτικά την πλάτη.

Κι ακόμη, η εμπιστοσύνη στα Πανεπιστήμια δείχνει να ενισχύεται, όσο η κυβέρνηση προσπαθεί να τα στοχοποιήσει σαν δήθεν άντρα ανομίας και εγκληματικότητας. Προφανώς αν πίστευε ότι ήταν άντρα ανομίας, δεν θα τα εμπιστεύονταν…

Τα Πανεπιστήμια, παρά τις επιθέσεις και τον πόλεμο φθοράς που υφίστανται, αναγορεύονται στον θεσμό που η κοινωνία επιμένει να εμπιστεύεται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.

Και αυτή είναι η καλύτερη απάντηση της κοινωνίας σε μια κυβέρνηση που ειδικεύεται τόσο στην ιδιωτικοποίηση κάθε δημόσιου αγαθού, όσο και στην χρησιμοποίηση κρίσιμων θεσμών για την επίτευξη των πολιτικών της σκοπιμοτήτων.

Γιατί η κοινωνία δίνει με τον τρόπο της την δική της απάντηση στις κυβερνητικές επιδιώξεις.

*Γιάννης Μυλόπουλος, Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ, Επικεφαλής παράταξης ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ