Κάποιοι είχαν την ψευδαίσθηση ότι η ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ αρκούσε για να αλλάξουν τα πράγματα στην Ελλάδα. Μπορεί η ελπίδα να έφθασε όμως πολύ εύκολα μπορεί να πνιγεί στον μιντιακό βούρκο των διαπλεκόμενων, στα χαρακώματα των διαπραγματεύσεων και στον εσωτερικό πόλεμο από πολιτικές δυνάμεις μιας υποτελούς “συναίνεσης”.
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών δημιουργούν αισιοδοξία, όμως τίποτα δεν έχει τελεσιδικήσει. Η Γερμανία θεωρεί ότι ενδεχόμενη υποχώρηση της θα αποτελέσει αποδοχή ήττας και αμφισβήτηση της ηγεμονικής θέσης της.
Η επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ να επαναλαμβάνει ότι το θέμα της διευθέτησης του χρέους της Ελλάδας δεν είναι θέμα της Γερμανίας και της Ελλάδας αλλά ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όλων των ισότιμων μελών της έχει διττή σημασία.
Πρώτον, αποσυμπιέζει τη Γερμανία από μία ενδεχόμενη απόφασή της να υποχωρήσει και δεύτερον δημιουργεί το πεδίο για τη διαμόρφωση ευρύτερων συμμαχιών ενάντια στις πολιτικές λιτότητας και το πρόβλημα του χρέους που ταλανίζει την συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της ευρωζώνης.
Το πρόβλημα με την ελληνική πλευρά είναι ότι στη διαπραγμάτευση που διεξάγει δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τους δανειστές.
Στο εσωτερικό μέτωπο, δίχως να αφήνουν περιθώριο ούτε μία ημέρας στην καινούργια κυβέρνηση, η Όλγα, ο Γιάννης, ο Άρης και ο Μπάμπης επιτίθονται.
Εκβιάζουν, διαστρεβλώνουν, σπέρνουν τον πανικό και τρομοκρατούν: Εν μέσω μίας σκληρής διαπραγμάτευσης ψεύδονται.
Βάζουν απέναντί τους μία κυβέρνηση ολίγων ημερών με ισχυρή πλειοψηφία την οποία, αποδεχόμενοι το μύθευμα της ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά, αντιμετωπίζουν ως “αριστερή παρένθεση”. Ένα “λάθος” που πρέπει γρήγορα να διορθωθεί.
Παραχαράσσουν δηλώσεις και διαμορφώνουν κλίμα καταστροφής.
Συμπαρατάσσονται με την αναγκαιότητα υποταγής στον «ορθό» δρόμο της λιτότητας. Τον δρόμο της Γερμανίας.
Το λάθος αυτής της κυβέρνησης, αυτό που πρέπει να διορθωθεί, είναι ότι θέλει να τηρήσει τις υποσχέσεις που έδωσε. Το λάθος είναι ότι οι υποσχέσεις αυτές θα τη φέρουν σε σύγκρουση με τα ισχυρά διαπλεκόμενα συμφέροντα που έφεραν τη χώρα στο σημείο που είναι.Το λάθος είναι ότι θέλει να διαπραγματευθεί με την Ευρώπη για μία λύση στο ελληνικό πρόβλημα.
Όμως, η μεγάλη αλλαγή ή το πιο μεγάλο “λάθος” δε βρίσκεται στην «επικίνδυνη» βούληση αυτής της κυβέρνησης να θέλει να τηρήσει της υποσχέσεις που έδωσε.
Η πιο μεγάλη αλλαγή, βρίσκεται στη στάση των πολιτών.
Στη ρήξη που διαφάνηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου μεταξύ του Υπουργού Οικονομικών της Ελλάδας Γιάννη Βαρουφάκη και του Γεράν Ντάισελμπλουμ, πρόεδρου του Eurogroup, του συμβουλίου των Υπουργών Οικονομικών της Ευρώπης, έγινε εμφανές κάτι που έως τότε δεν είχε δοθεί η πρέπουσα βαρύτητα: η αντίδραση των πολιτών δεν ήταν η αναμενόμενη.
Αντί για φόβο και πανικό, και παρά τις προσπάθειες των ΜΜΕ να εκφοβίσουν, τα συναισθήματα που κυριάρχησαν εκ μέρους ήταν αυτά της χαράς και της ανακούφισης.
Οι πολίτες ένοιωσαν ανακούφιση επειδή έγινε αντιληπτό ότι αυτή η κυβέρνηση δε θα υποκύψει, δε θα είναι το «υπάκουο παιδί», και θα αγωνιστεί με αξιοπρέπεια για την καλύτερη δυνατή λύση.
Την έκπληξη των μέσων ενημέρωσης μοιράστηκαν και οι ευρωπαϊκές αρχές. Ενδυνάμωσε τρομακτικά τη διαπραγματευτική ισχύ της κυβέρνησης.
Οι δανειστές αφού νωρίτερα είχαν μείνει έκπληκτοι με την έκταση της νίκης και την ευκολία με την οποία το κόμμα της Αριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, έφθασε σε συμφωνία για τη δημιουργία ισχυρής κυβέρνησης, τώρα, ένιωσαν ακόμα μεγαλύτερη ενόχληση από την αντίδραση του ελληνικού λαού.
Η αποτυχία της Γερμανίας κατά κύριο λόγο να προβλέψει τις εξελίξεις στην Ελλάδα και να αντιληφθεί τι πραγματικά συμβαίνει αποδεικνύει αν μη τι άλλο ότι η γερμανική ηγεσία δρα αλαζονικά, τυφλωμένη από τη βεβαιότητα ότι η ηγεμονική της θέση και η ισχύς της εντός της Ε.Ε. είναι πέραν πάσας αμφισβήτησης.
Σε πρώτο βαθμό η Γερμανία, απέτυχε να προβλέψει το μέγεθος της ήττας της ΝΔ.
Αν είχε προβλέψει σωστά τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία, θα είχε χαλαρώσει τις ασφυκτικές πιέσεις για νέα μέτρα, θα είχε δώσει κάποια ψίχουλα στην κυβέρνηση Σαμαρά για να μπορέσει να πάει στις εκλογές υπό καλύτερες προϋποθέσεις. Όμως η Γερμανία και οι δανειστές ήταν τόσο βέβαιοι ότι ο ελληνικός λαός θα υποκύψει που έγιναν αλαζονικοί.
Σε δεύτερο βαθμό, όλοι πλέον έχουν συνειδητοποιήσει ότι κατέρρευσε το δόγμα του τρόμου και του σοκ.
Η μεγάλη νίκη της Αριστεράς ήταν μία συντριβή και των τακτικών χειραγώγησης του ελληνικού λαού. Οι πολίτες αυτής της χώρας σε μεγάλο βαθμό συνειδητοποίησαν ότι δεν ψήφιζαν απλά για μία αλλαγή κυβέρνησης ή για μία κυβέρνηση της Αριστεράς αλλά συγχρόνως με την ψήφο του καταψήφιζαν τις προσπάθειες τρομοκράτησής τους. Δεν αποδέχτηκαν τα αδιέξοδα και τα εκβιαστικά διλήμματα που τέθηκαν από την άλλη πλευρά. Από την καλύτερη διαχείριση του εφιάλτη που πρότεινε ο Σαμαράς, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, επέλεξαν την ελπίδα.
Σήμερα πλέον γίνεται ξεκάθαρο ότι αυτή η επιλογή των πολιτών ήταν η πιο σημαντική αλλαγή.
Τώρα, οι δανειστές, και πρωτίστως η Γερμανία ως η ηγέτιδα δύναμη που προωθεί τις πολιτικές λιτότητας, βρίσκονται αντιμέτωποι με μία νέα κατάσταση που δεν ξέρουν πώς να την διαχειριστούν. Με τους συμμάχους εντός της χώρας ηττημένους και με τα διλήμματα και τους εκβιασμούς να έχουν καταρρεύσει, πρέπει να εφευρεθεί γρήγορα μία νέα στρατηγική.
Η πρωτοβουλία των κινήσεων έχει περάσει στην ελληνική πλευρά. Οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών που είχαν συνηθίσει στις υποκλίσεις των ελλήνων αξιωματούχων, δυσανασχετούν βρίσκοντας μπροστά τους μία κυβέρνηση που απαιτεί να αντιμετωπίζεται η Ελλάδα ως ισότιμος έταιρος. Η Ελλάδα απειταί να αντιμετωπίζεται ισότιμα όχι εξαιτίας κάποιου βίτσιου, αλλά επειδή έτσι ορίζουν οι συμφωνίες που αποτελούν τον πυρήνα της ύπαρξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσο παράξενο και αν ακούγεται, ζητά την εφαρμογή της νομιμότητας.
Τώρα, το θέμα που έχει δημιουργηθεί δεν είναι καθόλου απλό.
Η Γερμανία γνωρίζει πως έχει ανοίξει το κουτί της πανδώρας. Πρέπει γρήγορα να βρεθεί μία λύση που να αφήσει όλες τις πλευρές ικανοποιημένες δίχως να ανοίξει τεράστια ρήγματα. Βλέπετε, αυτό που διακυβεύεται είναι ευρύτερο.
Η επιτυχία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μπορεί να «φουσκώσει» δημοκρατικά κινήματα και σε άλλες χώρες. Χώρες οι οποίες σύντομα θα έχουν εκλογές.
Θα προκύψουν νέες κυβερνήσεις με νωπή εντολή για αμφισβήτηση των πολιτικών λιτότητας. Θα οδηγηθούμε σε μία αλλαγή πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κατάρρευση του δόγματος της λιτότητας θα είναι ένα ισχυρό πλήγμα για την ίδια την Γερμανία.
Το διακύβευμα λοιπόν είναι πράγματι μεγάλο.
Αυτό που αμφισβητείται δεν είναι απλά το πρόγραμμα που εφαρμόζεται στην Ελλάδα αλλά το μείγμα των πολιτικών που παράγουν κέρδος μέσα από την καταστροφή.
Πολιτικές νεοφιλελεύθερες, στον πυρήνα των οποίων υπάρχει ένα τεράστιο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων εξαιρετικά προσεδοφόρο για εταιρείες κολοσσούς.
Δεν είναι λοιπόν έτσι απλά τα πράγματα. Δεν είναι απλά η Ελλάδα. Δεν είναι απλά τα διαπλεκόμενα συμφέροντα μιντιαρχών και εργολάβων στην Ελλάδα. Δεν είναι οι σχέσεις εξάρτησης και διαπλοκής πολιτικών δυνάμεων. Είναι η σύγκρουση δύο κόσμων. Του κόσμου του 1% που ελέγχει πάνω από το 50% του παγκόσμιου πλούτου, και του υπόλοιπου 99% που η οικονομική ισχύς του, τα δημοκρατικά και κοινωνικά του δικαιώματα διαρκώς περιορίζονται στο βωμό της εύρυθμης λειτουργίας της “αγοράς”.
Έτσι, όταν ο Υπουργός Οικονομίας Γιάννης Βαρουφάκης λέει ότι ζητούμενο για την ελληνική πλευρά είναι η δημιουργία μίας “γέφυρας για αμοιβαία συμφωνία”, αυτό που εννοείται είναι ότι με κάποιον τρόπο, θα φθάσουμε σε μία συναινετική λύση η οποία θα αφήσει όλους ευχαριστημένους.
Μία μέση λύση που θα κρατήσει και την Ελλάδα εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης δίχως λιτότητα, και θα διασφαλίσει τα συμφέροντα των ισχυρών της Ευρώπης. Γίνεται όμως αυτό δίχως να αλλάξει η Ευρώπη στον πυρήνα της; Εγώ πιστεύω πως, όχι, δε γίνεται. Η Ευρώπη ή θα αλλάξει ή θα καταρρεύσει μέσα στις αντιθέσεις της. Ο αγώνας της Ελλάδας είναι ο αγώνας για το μέλλον της Ευρώπης.
Και εδώ φτάνουμε στον πυρήνα του άρθρου μας.
Η κυβέρνηση μπαίνει μπροστά σε έναν αγώνα κοινωνικής σωτηρίας, στον οποίο αγώνα ο λαός πρέπει να είναι μπροστάρης. Επιχειρηματολογεί ότι μία πιθανή έξοδος της Ελλάδας από την Ευρώπη, θα έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος από την παραμονή της.
Πιθανότατα, η Ελλάδα θα προσπαθεί να κερδίσει χρόνο που θα τον χρησιμοποιήσει για τη διαμόρφωση συμμαχιών που θα ισχυροποιούν τη θέση της διεθνώς και θα αυξάνουν τη διαπραγματευτική της ισχύ.
Σκοπός εν τέλει της κυβέρνησης θα είναι να κερδίσει αρκετό χρόνο ώστε στο ενδεχόμενο μίας πιθανής εξόδου της Ελλάδας από την Ευρώπη οι συνέπειες για την Ελλάδα να είναι μικρές ή μηδαμινές και για την Ευρώπη μεγάλες. Όσο πιο μικρές θα είναι οι συνέπειες μίας πιθανής εξόδου τόσο πιο ισχυρή διαπραγματευτικά θα είναι η θέση της χώρας.
Επιπλέον, η κυβέρνηση θα επενδύσει πιθανότατα στο σενάριο της εξόδου, εφόσον μία τέτοια εξέλιξη θα δημιουργούσε ρήγματα σε όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ωθώντας και άλλες χώρες προς την έξοδο. Ήδη, στην Ιταλία, η συζήτηση περί επιστροφής στη λιρέτα φουντώνει με μία τελευταία δημοσκόπηση να δείχνει ότι το 44% ευνοεί μία τέτοια εξέλιξη.
Παρόμοιο είναι το κλίμα και στην Αγγλία ενώ στην Ισπανία το κίνημα των Podemos είναι εξαιρετικά ισχυρό και θα κερδίσει πιθανότατα τις εκλογές.
Αυτό είναι ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο που θα γίνεται πολύ πιο ισχυρό όσο η χώρα θα διαμορφώνει συμμαχίες που θα δημιουργούν συνθήκες απεξάρτησης.
Ο πιο σημαντικός παράγοντας όμως και αυτός ο οποίος ήδη καθορίζει τις εξελίξεις είναι ο λαός. Οι πολίτες οι οποίοι το επόμενο διάστημα πρέπει να είναι όρθιοι, δυνατοί, έτοιμοι να βγουν στους δρόμους για να διασφαλίσουν ότι η φωνή τους θα ακουστεί καθαρή και ανόθευτη.
Με τον λαό στον δρόμο η κυβέρνηση θα μπορεί να επαναλαμβάνει στις πολλές πιέσεις των δανειστών, ότι ο λαός δε μας επιτρέπει οποιαδήποτε αλλαγή στάσης. Είναι το πιο ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η νίκη της Ελλάδας θα σηματοδοτήσει μεγάλες αλλαγές στην ίδια τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και ο ελληνικός λαός είναι στην πρωτοπορία αυτής της αλλαγές, μετατράπεται από παριάς σε πρωτοπόρος. Ο αγώνας που έχει δώσει έως τώρα και θα συνεχίσει να δίνει από εδώ και στο εξής, δε θα είναι μόνο για το μέλλον της δικιάς του χώρας, είναι για όλη την Ευρώπη.