Μτφρ: Αλέξανδρος Μπριασούλης / Σχόλιο: Γιώργος Κουτσαντώνης
Κάθε καταστροφή είναι η αποτυχία μιας αφήγησης, η αποτυχία μιας αναπαράστασης του κόσμου ή μιας προσπάθειας εξορθολογισμού του, η αποτυχία εν τέλει μιας αισθητικής και συναισθηματικής πρόσληψης του κόσμου. Δύο προσεγγίσεις είναι δυνατές μπροστά σε μια καταστροφή: καταρχάς μία καθαρά τεχνική προσέγγιση (π.χ. έλλειψη μασκών, αναπνευστήρων κτλ.), η οποία θα προσπαθήσει να βρει μια όσο το δυνατόν πιο ορθολογική ερμηνεία που να μην θέτει σε αμφιβολία την κυρίαρχη αφήγηση· και μια προσέγγιση πιο κριτική, η οποία θα προσπαθήσει να φέρει στο φως την αδυναμία ή τα όρια της κυρίαρχης αφήγησης στο να κατανοήσει την εισβολή του αναπάντεχου γεγονότος. Ενώ π.χ. η επιδημία γρίπης του Χονγκ Κονγκ του 1969, που προκάλεσε το θάνατο σχεδόν ενός εκατομμυρίου θυμάτων, πέρασε εντελώς απαρατήρητη, αυτό που συμβαίνει σήμερα με την επιδημία του covid-19, η οποία σε μόλις λίγες εβδομάδες και εντελώς ξαφνικά οδήγησε τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό σε καραντίνα και σταμάτησε την παγκόσμια παραγωγή, εγείρει πολλά ερωτήματα.
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η γρίπη του Χονγκ Κονγκ πέρασε απαρατήρητη, γιατί ακριβώς δεν ανέτρεψε το κυρίαρχο αφήγημα εκείνης της εποχής, το οποίο είχε ήδη δεχτεί σοβαρό πλήγμα από την οικονομική κρίση της προηγούμενης χρονιάς. Όπως ακριβώς και η ισπανική γρίπη δεν έπληξε το κυρίαρχο αφήγημα του 20ού αιώνα, ο οποίος ανέρρωνε από την καταστροφή του Α’ Π. Π. Θα λέγαμε ότι αυτές οι πανδημίες κρύφτηκαν από μίαν ιστορική δυναμική που βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει σήμερα. Η πανδημία του κορωνοϊού έκανε την εμφάνισή της εν μέσω πλήρους κρίσης του δυτικού ιστορικού αφηγήματος και πιο συγκεκριμένα αυτού της παγκοσμιοποίησης. Είναι ακριβώς η έλλειψη έρματος αυτού του κυρίαρχου οράματος, μαζί με την έλλειψη μιας αξιόπιστης ερμηνείας που κάνουν ορατή την κρίση της αρρώστιας. Γι’ αυτόν τον λόγο, η παρούσα υγειονομική κρίση είναι ταυτόχρονα και μια κρίση κοινωνική, τόσο εξ αιτίας του κενού που αποκαλύπτει όσο και γιατί ήταν η ίδια η δράση του κυρίαρχου ιστορικού αφηγήματος που δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για την εξάπλωση της επιδημίας. Αντιμετωπίζουμε λοιπόν ένα διπλό πρόβλημα: την καταπολέμηση της υγειονομικής κρίσης από την μια και την αναδημιουργία ενός κοινωνικού αφηγήματος από την άλλη.
Για το κράτος, αυτή η αναδημιουργία ταυτίζεται μέχρι στιγμής με μια “φυγή προς τα εμπρός”, καθαρά τεχνικιστικού και επιστημονικού χαρακτήρα, με την ισχυρή υποστήριξη των επιτροπών ειδικών και μιας μεγάλης βιομηχανικής κινητοποίησης. Με άλλα λόγια, τίποτε δεν δείχνει ότι το κράτος είναι πρόθυμο να τροποποιήσει ουσιαστικά το αφήγημά του. Δεν υπάρχει βέβαια κάτι το περίεργο σε αυτό. Προκειμένου να αναχαιτίσουμε την παρούσα υγειονομική κρίση δεν έχουμε και πολλές λύσεις, παρά να τηρήσουμε τα “μέτρα-οδοφράγματα” και να εμπιστευτούμε τους επιστήμονες. Αυτό όμως δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι δεν οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί σε ό,τι αφορά τις ιδεολογικές στρατηγικές που ενδεχομένως αυτοί να εκφράζουν, είτε πρόκειται για βιομηχανικές/εμπορικές είτε για πολιτικο-οικονομικές στρατηγικές. Εξ άλλου, κι απ’ ότι διαφαίνεται στον ορίζοντα για την άμεση μετα-ιική εποχή, το κράτος θα προσπαθήσει να χειραγωγήσει την οικονομική κρίση για να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη αμφισβήτηση του υπάρχοντος συστήματος, επιβάλλοντας π.χ. μια ακόμα πιο προωθημένη ηλεκτρονική καταγραφή και παρακολούθηση της καθημερινής μας ζωής.
Είμαστε αντιμέτωποι με έναν κόσμο αυτοματισμών: αυτόματος Θεός, αυτόματο Κράτος, αυτόματη κοινωνία, αυτόματος άνθρωπος, αυτόματη οικονομία, αυτόματη φύση, αυτοματοποιημένη οικονομία κ.ο.κ. Αν κάτι χαρακτηρίζει την μοντέρνα κοινωνία είναι η πίστη στον αυτοματισμό, δηλαδή η πίστη στην ύπαρξη άυλων κανόνων που ρυθμίζουν την πραγματικότητα και που βασίζονται στην ακύρωση, αν όχι στην πλήρη εξαφάνιση, του ανθρώπου. Η εποχή μας αναζητά πυρετωδώς αυτούς τους άυλους κανόνες, πιστεύοντας όμως ταυτόχρονα ότι δεν μπορεί να υπάρξει σωτηρία παρά μόνο στην τυφλή εφαρμογή τους και ότι οι όποιες δυσλειτουργίες δεν μπορούν παρά να οφείλονται στην άγνοια αυτών των κανόνων (ή, το πολύ πολύ, στην εσκεμμένη παράβασή τους). Σ’ ένα τέτοιο “ανάποδο” σύστημα, το ανθρώπινο λάθος καταλήγει αναπόφευκτα να είναι η πρώτη βασική αλήθεια, με την έννοια ότι είναι ο άνθρωπος που παρενοχλεί το σύστημα και του οποίου τις υπερβολές πρέπει να διευθετήσουμε μέσα σε προκαθορισμένα πλαίσια (από εδώ προέρχεται και η λογική των περιοριστικών μέτρων).
Επειδή ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε ερμηνεύεται και κατανοείται ως μηχανή, ως αυτόματο, ο άνθρωπος δεν μπορεί παρά να θεωρείται ως ένα εξάρτημα, ως πρώτη ύλη και ως μία απλή, αντικειμενικοποιημένη και εκλογικευμένη παράμετρος. Αν αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, είναι γιατί συλλαμβάνει τον κόσμο σαν μια μηχανή την οποία απλά πρέπει να ρυθμίσουμε λίγο καλύτερα (λίγο λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα, λίγο περισσότερο πυρηνική ή αιολική ενέργεια κτλ.). Όπως λοιπόν η κλιματική αλλαγή ερμηνεύεται ως τεχνική βλάβη μακροσκοπικού επιπέδου, έτσι και η πανδημία του κορωνοϊού θεωρείται μια απλή τεχνική βλάβη ενός εξαρτήματος του μικρόκοσμου. Γι’ αυτό και το διακύβευμα για τους σημερινούς κυβερνώντες είναι το να καταφέρουν να χειραγωγήσουν την παρούσα κοινωνική κρίση αποκλειστικά διά μέσω μιας οικονομολογικής λογικής, παρουσιάζοντάς την ως ένα κοινότυπο πρόβλημα λογιστικής διαχείρισης.
Η υγειονομική αυτή κρίση αποκαλύπτει όμως με τρόπο αδιαμφισβήτητο τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του παρόντος. Το πραγματικό ερώτημα δεν αφορά τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που παίρνονται για να αντιμετωπιστεί μια κατάσταση εξαίρεσης, αλλά τις καθημερινές παραμέτρους της πολιτικής διαχείρισης. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο το στοκ σε μάσκες, αλλά η συνεχώς ελαττωμένη ικανότητα αντίστασης του συστήματος υγείας, και της κοινωνίας γενικότερα, σε επίπεδο καθημερινών λειτουργιών απέναντι στο αναπάντεχο. Βλέπουμε πλέον ότι είναι ακριβώς η έλλειψη του καθαρά πολιτισμικού, αισθητικού, ποιοτικού και ποιητικού στοιχείου που κάνει την κοινωνία να είναι κοινωνία, που εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο αυτή την έλλειψη προετοιμασίας και αυτή την ανικανότητα αντίδρασης.
Ακόμα και η συνωμοσιολογία που ανθεί σε κάθε γωνιά του διαδικτύου δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ανάστροφη έκφραση ενός κόσμου που κατάντησε κυριολεκτικά α-πίστευτος. Κατηγορούμε τους συνωμοσιολόγους για αφέλεια, χωρίς όμως να αναρωτιόμαστε σοβαρά για την προέλευση αυτού του φαινομένου, που είναι ένας κόσμος χωρίς την ελάχιστη πια αληθοφάνεια. Ένας κόσμος σχιζοφρενικός, που στερεί τον άνθρωπο από τον έλεγχο της ίδιας του της ζωής και τον αναγκάζει έτσι να εφεύρει μια λογική φανταστική αλλά, παραδόξως, συνεπή με τη διεστραμμένη εικόνα ενός μηχανοποιημένου κόσμου που σπαράσσεται από άλογες δυνάμεις. Είναι πολύ πιο εύκολο και ανακουφιστικό να φανταζόμαστε ότι ο κόσμος είναι έρμαιο σκοτεινών δυνάμεων, παρά να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε οι αδύναμες μαριονέτες στα χέρια ενός κόσμου σκληρού και απομαγεμένου, παραδομένου στον εαυτό του. Αν η σημερινή κρίση έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις είναι ακριβώς γιατί δεν βιώνεται σαν μια απλή εμπλοκή ενός ηλεκτρονικού κυκλώματος – όπως προσπαθούν να μας την παρουσιάσουν – αλλά σαν ένα σύμπτωμα που φανερώνει μια βαθύτερη κρίση, αυτή της διαστρεβλωμένης μας σχέσης με τον κόσμο. Αν η κρίση που ζούμε σήμερα φανερώνει κάτι, αυτό είναι το γεγονός ότι ποτέ άλλοτε στην σύγχρονη ιστορία η ισχύς και η αλαζονεία αυτού του κόσμου δεν βρισκόταν σε μεγαλύτερη αντίφαση με την ζωντανή, βιωμένη πραγματικότητα.
πηγή: https://lesamisdebartleby.wordpress.com/2020/04/06/louis-de-colmar-une-corona-et-deux-morts-subites/
– – ✦ – –
Ο Ήρων της Αλεξάνδρειας υπήρξε μεγάλος αρχαίος εφευρέτης και σχεδίασε πολλές μηχανές χειρισμού του νερού (όπως σιντριβάνια και ύδραυλους), ενδεχομένως και την πρώτη ατμομηχανή (αιολόσφαιρα). Ωστόσο, ήταν με τους αυτοματισμούς (automata) του εφευρέτη που ο βυζαντινός αυτοκράτορας εντυπωσίαζε τους βαρβάρους στο παλάτι του – μια τέτοια μηχανή ήταν εγκατεστημένη στο θρόνο. Τα μηχανικά θαύματα – όπως χάλκινα δέντρα με πάνω τους μηχανικά πουλιά που τιτίβιζαν, μεταλλικά λιοντάρια που έβγαζαν τρομερούς ήχους και χτυπούσαν τις ουρές τους με δύναμη – αποτελούσαν τμήμα ενός μεγάλου οπλοστασίου πολιτικής επιρροής. Σε κείμενα του 1ου αιώνα π.Χ. (Αυτοματοποιητική), που εκδόθηκαν στα ιταλικά το 1589, υπάρχουν περιγραφές αυτόματων μηχανικών συστημάτων, όπως αυτόματα θέατρα, που μπορούν να εκτελέσουν προγραμματισμένες κινήσεις. Η «ψύχωση», η θέση σε αυτό-κίνηση, της ύλης ως μέσο εντυπωσιασμού και επιρροής, αλλά και ως χρηστικό αντικείμενο, είναι αρχαία υπόθεση. Όμως για τον εφευρέτη τα κίνητρα αυτής της προσπάθειας, πέρα από τη χρηστικότητα που αφορά περισσότερο τον απλό άνθρωπο, είναι κυρίως η δίψα για ανακάλυψη της επιστημονικής αλήθειας, αλλά και η κυριαρχία πάνω στην ύλη και κατ’ επέκταση στον φυσικό κόσμο. Επομένως το όραμα ενός αυτοματοποιημένου κόσμου, όπου η αλήθεια της ύλης θα έχει ανακαλυφθεί και η ίδια θα έχει δαμαστεί υπηρετώντας τον άνθρωπο, δεν είναι καθόλου νέο· σίγουρα προηγείται κατά πολύ της ουμανιστικής αναγέννησης του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Για τον ελληνιστή Pierre Hadot αυτό το «τεχνικό πνεύμα» που αναδύεται κατά την ύστερη αρχαιότητα, το οποίο ονομάζει προμηθεϊκό, έρχεται σε αντίθεση με την τάση, που ονομάζει ορφική, δηλαδή την καλλιτεχνική-ποιητική πρόσληψη της φύσης.
Η ιστορία μας προσφέρει βάσιμες ενδείξεις ότι η ισορροπία ανάμεσα σε αυτές τις αντίρροπες δυνάμεις, από τη μια το τεχνικό πνεύμα και από την άλλη το ορφικό/ποιητικό, είναι ένα από τα σπουδαία μυστικά της επιτυχίας ενός πολιτισμού, στην ακμή του. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους υπήρξε σημαντική πνευματική απομόνωση και κατάπτωση του ανθρώπινου ήθους, σε αντίθεση με την πλούσια ανάπτυξη της τεχνικής. Ο Ζήνων, στις τέσσερις κατηγορίες των παθών, περιγράφει ότι γύρω του βλέπει απώλεια εσωτερικής ισορροπίας, αποσύνθεση της ψυχής και καταστροφική σύγκρουση με τους ένθεους νόμους της ζωής. Οι στωικοί μάλιστα, έχοντας εντοπίσει αυτή την ανισορροπία, προσπάθησαν να εξυψώσουν το πνεύμα με τη φιλοσοφία τους. Σήμερα καλούμαστε να αναρωτηθούμε πόσο ευφυής στάση είναι η «επένδυση» στην τεχνική κάθε είδους (από την γενετική μηχανική μέχρι την οικονομοτεχνική των αγορών) με την ελπίδα, κάποια στιγμή στο μέλλον, ο χειρισμός της ύλης να μας λύσει όλα τα προβλήματα, συμπεριλαμβανομένων όλων εκείνων που δημιουργούμε μόνοι μας.
Η προειδοποίηση που κάποτε απεύθυνε ο Νίτσε στους φιλοσόφους, στη Χαρούμενη Επιστήμη, είναι σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ:
«Αυτή η κακογουστιά, αυτή η θέληση για αλήθεια, αλήθεια με κάθε τίμημα, αυτή η εφηβική τρέλα για την αλήθεια, εμάς μας προκαλεί τρόμο. Εμείς δεν πιστεύουμε ότι η αλήθεια παραμένει αλήθεια αν σηκώσουμε τα πέπλα της. Έχουμε ζήσει πολλά για να πιστεύουμε ακόμα κάτι τέτοιο. Για μας σήμερα είναι θέμα αξιοπρέπειας να μην θέλουμε να δούμε τα πάντα γυμνά, να μην θέλουμε να ανακατευτούμε σε όλα, να μην θέλουμε να τα καταλάβουμε όλα, να τα «μάθουμε» όλα. Προειδοποίηση προς φιλοσόφους: θά ‘πρεπε να σεβόμαστε περισσότερο τη σεμνότητα με την οποία η φύση κρύβεται πίσω από αινίγματα και προκλητικές αβεβαιότητες.»