15.8 C
Chania
Monday, December 23, 2024

“Η παράδοση στο κάδρο”: Σημειώσεις πανω στη 10ετή εθνογραφικη μελετη του Κωνσταντίνου Καλαντζή σχετικά με την ταυτότητα των Σφακιανών και την παράδοση

Ημερομηνία:

Του Γιάννη Αγγελάκη

Ο Κωνσταντίνος Καλαντζής έζησε πάνω από δέκα χρόνια της ζωής του στα Σφακιά ερευνώντας τον ξεχωριστό πολιτισμό της περιοχής. Το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας είναι ένα βιβλίο στο οποίο συγκεντρώθηκαν οι παρατηρήσεις του, με ιδιαίτερη εμφαση στη σχέση μεταξύ ντόπιων και ξένων προσλήψεων περί Σφακίων ως τόπου αυθεντικά παραδοσιακού. Τα στοιχεία που προκύπτουν με την κατάλληλη επεξεργασία και σύνθεση, αποκαλύπτουν τα Σφακιά ως τοπο με βαθιά συμβολική αξία, για την Κρήτη και για τη χώρα, θέτωντας όμως ταυτόχρονα ερωτήματα σε σχέση με την ταυτότητα των Σφακιανών και των Κρητικών. Ο τίτλος του βιβλίου; “Η παράδοση στο κάδρο”.

Η παράδοση μπαίνει στο κάδρο, όπως μπαίνουν οι φωτογραφίες.

Ο συγγραφέας δε διάλεξε τυχαία αυτό τον τίτλο αφού οι απεικονίσεις των Σφακιανών στην τέχνη, κυρίως στη φωτογραφία, αλλά και στην τηλεοραση και στον κινηματογράφο, έχουν παίξει σημαντικο ρόλο στο να καθορίσουν την ταυτότητά τους και συνεπακολουθα, την ταυτότητα των Κρητικών.

Σε παλιότερη συνέντευξη που είχε δώσει στο popaganda.gr στα πλαίσια της παρουσίασης της έκθεσης «Σφακιανή Οθόνη» θυμάται ότι βρέθηκε στα Σφακιά θέλοντας να καταλάβει εν μέρει πώς άνθρωποι της περιοχής διαπραγματεύονται και βιώνουν την εικόνα της παραδοσιακότητας “και όλων των συνεκδοχών της που έχει η περιοχή στην εθνική και διεθνή ιεραρχία αξιών”:

“Και πρόκειται και κυριολεκτικά για εικόνα, καθώς τα Σφακιά (και η ορεινή Κρήτη ευρύτερα) νοούνται μέσω οπτικών αναπαραστάσεων που αφορούν συχνά σε μαυροντυμένους άντρες σε απόκρημνους τόπους, ενώ παράλληλα αποδίδουν και σημασία στην όψη κάποιου ως παράμετρο κύρους. Εκδοχές αυτών των αναπαραστάσεων της Κρήτης έχουν κυκλοφορήσει ιστορικά σε δεκάδες μέσα, όπως καρτ-ποσταλ, ταξιδιωτικά βιβλία, περιηγητικές αφηγήσεις, και αργότερα διαφημίσεις τροφίμων, τηλεοπτικά σήριαλ, προϊόντα φαγητού, κ.ο.κ».

Όπως διαπίστωνε, οι παραγωγοί των εικόνων αυτών ήταν κατά βάση άνθρωποι αστικής καταγωγής με πρόσβαση σε κάμερες και τη σχετική τεχνογνωσία και αυτό συνιστά ένα είδος ασυμμετρίας σε σχέση με το πως παράγονται εικόνες της υπαίθρου.

Στο βιβλίο εμβαθύνει πάνω σε αυτά τα θέματα καθώς και σε μια σειρά άλλα που συνδέονται με το πώς γίνεται αντιληπτή η παράδοση και η αυθεντικότητα τόσους από τους Σφακιανούς όσο και από τους επισκέπτες, Έλληνες και ξένους.

Στο κείμενο που ακολουθει συγκέντρωσα κάποια τμήματα του βιβλίου που μου προξένησαν ιδιαιτερη εντύπωση. Σε κάποια από αυτά παραθέτω και σκέψεις που προέκυψαν κατά την ανάγνωσή τους.

“Όπως είναι ο τόπος έτσα και οι άνθρωποι”

Ο συγγραφέας προχωρά σε μια σειρα απο σημαντικές παρατηρησεις σχετικά με το πως αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους οι Σφακιανοί.

Οι κάτοικοι των Σφακίων ορίζουν την ταυτότητα τους σύμφωνα με αυτό που δεν είναι. Δεν είναι, λ.χ., κάτοικοι των πόλεων. Αντιπαραβάλλουν τις πυκνοκατοικημενες πόλεις όπου το ένα σπίτι ειναι δίπλα στο άλλο, με τις μεγάλες αποστάσεις που χωρίζουν τα σπιτια στο χωριό. Η αραιή δόμηση σηματοδοτεί ένα καλυτερο, ανώτερο μοντέλο οργάνωσης της ζωής των ανθρώπων αφού η στενοτητα χώρου, η στενοχώρια – δηλαδή η κατάθλιψη και η λύπη – συνδέονται με το αστικό τοπίο και τον μοντέρνο τρόπο ζωής των αστικών κέντρων που δεν αφήνουν χώρο στον άνθρωπο να αναπνεύσει.

Την ίδια στιγμή όμως η παρουσία πολλων μισοχτισμένων σπιτιών σε χωριά οπως ο Αζιλακας φανερώνει ότι το συγκεκριμένο μοντέλο οργάνωσης, αν και αναγνωρίζεται ως ανώτερο, δεν είναι χωρίς προβλήματα.

Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, οι άντρες ξεκίναγαν να χτίσουν σπίτια με την προσδοκία ενός γάμου, όμως με τις γυναίκες να φεύγουν από τα χωρια προς τα αστικά κέντρα αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωης και ευκαιρίες, τα σπίτια μένουν μισοχτισμένα. Οι άντρες μεγάλωσαν και έμειναν ανύπαντροι, τα σπίτια έμειναν έρημα για να αποτελούν πλέον το φυσικό στίγμα στη γη των οικογενειών που ποτέ δεν έγιναν, ενός μέλλοντος για τον τόπο που ποτέ δεν ήρθε. Η παρουσία τους κάνει εμφανή μια απότομη διακοπή στη διαδικασία της αναπαραγωγής ενός συγκεκριμένου τροπου ζωής. Αποτυπώνουν τη ματαίωση.

Η γεωγραφική απομόνωση μπορεί να κάνει πιο δύσκολη τη διαβίωση, όμως διασφαλιζει και τη διατήρηση ενός μοντέλου ζωής. Για τους Σφακιανούς αυτό έχει ιδιαίτερη αξία. Η απομόνωση και η αγριότητα του τοπίου δεν επέτρεψε την πρόσμιξη τους με ανθρώπους απο άλλες περιοχες και τοπους  ενώ τους προστάτευσε από ξένους εισβολείς.

Όμως, σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο τόπος δε διασφαλιζει μονο την γεωγραφική απομόνωση των Σφακιανών, αλλά για τους ντόπιους λειτοργεί και ως μία δύναμη που μεταμορφώνει όποιον ανθρωπο ζει εκεί σε Σφακιανό, ώστε “ακόμα κι αν έφερνες Αθηναίους εδώ (Αθηναίοι ως οι κατοίκοι της χώρας που είναι πιο απομακρυσμένοι απο τη ζωή των βουνών), μετά από 40 χρόνια θα έκαναν τα ίδια πράγματα με εμάς”, όπως είπε ένας κάτοικος στον Καλαντζή.

Ο τόπος ταυτίζεται με τον άνθρωπο έτσι ώστε η ιδιαίτερη μορφολογία της γης να πλάθει την προσωπικότητά του. Η έκφραση “όπως είναι ο τόπος έτσα και οι άνθρωποι” εκφράζει πεποιθήσεις με βαθιές ρίζες σχετικά με την ταυτότητα των Σφακιανών.

Ολα αλλάζουν σύμφωνα με το τοπίο, ακόμα και τα κατσίκια των οποίων η μορφή προσαρμόζεται στην άγρια μορφολογία του τοπίου ώστε να προκύπτει μία ξεχωριστή ράτσα ικανή να επιβιώνει στις αντίξοες συνθήκες των γυμνών βουνών.

Το ίδιο ισχύει με τα φυτά. Οι Σφακιανοί αισθάνονται μια ιδιαίτερη περηφάνεια για βότανα τα οποία φυτρώνουν στα ορεινά των Σφακιων όπως ο δίκταμος. Καθώς αυτά τα είδη επιβιώνουν ακόμη και πάνω στους γκρεμνούς, μετατρέπονται σε μεταφορές για την ικανότητα επιβιωσης των Σφακιανών, προεκτάσεις της Σφακιανής ταυτότητας.

Το άγριο τοπίο των Σφακίων συνδέεται με την άγρια, ατίθαση φύση των Σφακιανών που, όπως τα φυτά και τα ζώα, προσαρμόζονται και αναπτύσσουν την ικανότητα να επιβιώνουν υπό τις αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος της περιοχης.

Ο άγριος, έτσι, είναι κατ’ ουσιαν ένας άλλος ανθρωπότυπος, αυτός που είναι ισχυρός, ικανός να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες, αλλά και αυτός που έχει μεινει αμόλυντος από τις δυνάμεις του μοντερνισμού κι ως εκ τούτου δεν έχει γινει μαλθακός, που δε βολεύεται μα επιλέγει συνειδητά το άγριο τοπίο και το βουνό για να ζει, αυτός που δεν έχει διεφθαρεί από τον τουρισμό και το εμποριο, που παραμένει γι’ αυτο φιλόξενος και αυθεντικός, επειδή οι πράξεις του δεν έχουν ως κίνητρο το κερδος, όπως συμβαίνει στα πεδινά.

H αντίθεση μεταξύ του βραχώδους, αγριου και γι’ αυτού άφθαρτου κι αμόλυντου από τον μοντερνισμό τοπίου στα Σφακιά και του τοπίου στα πεδινά αντικατοπτρίζει την ανωτερότητα των βουνίσιων σε σχέση με τους πεδινούς που είναι “μαλθακοί” και διεφθαρμένοι όπως το τοπίο στο οποίο ζουν.

Υπό το ιδιο πρισμα, οι δυνάμεις του μοντερνισμού, αναγνωρίζονται ως δυνάμεις που στόχο έχουν να τους κάνουν μαλθακούς αλλοιώνοντας έτσι τη μοναδική φύση του πολιτισμού και της ζωής τους που συνδέεται και ταυτίζεται με τους άγριους τόπους που διαβίουν, που τους κάνουν αλύγιστους και τους έφεραν έτσι στο προσκηνιο και των εθνικών αγώνων για ανεξαρτησια.

Η δημιουργία, λ.χ., καλύτερων δρόμων, αν και έχει συντελέσει στη βελτιωση των συνθηκών της ζωής, την ίδια στιγμή έχει κάνει πιο προσβάσιμους τους τόπους τους σε ξένους, άρα και λιγότερο προστατευμένους από την επιρροή που αυτοί ασκούν.

Έτσι, είναι λογικό, ότι η επιλογή ενός βλέμματος προς το παρελθόν συνδέεται, με μια νοσταλγια για μια εποχή απομόνωσης όπου η ζωή στα βουνά ήταν αναμφίβολα πιο δύσκολη όμως γι΄αυτό και περισσότερο αυθεντική και άφθαρτη.

Η φωτογραφική αποτύπωση του “αυθεντικού προσώπου της Κρήτης”

Η εικόνα του άγριου Σφακιανού που είναι μεν επικίνδυνος – όπως ο τόπος όπου ζει – ομως είναι ταυτόχρονα και φιλόξενος δημιουργεί μύθους που προσελκύουν επισκέπτες που αναζητουν την επαλήθευση ιστοριών που έχουν ακουσει που προκαλούν φοβο, στην αναζήτηση μιας αληθινής/αυθεντικής – μη τουριστικής – εμπειρίας.

Οι φωτογραφίες των ντόπιων – που ταυτίζονται με την αυθεντικότητα που έχει αλλού χαθεί – πωλούνται ως καρτ-ποστάλ στην Κρητη και σε όλη την Ελλάδα. Σε αυτές τις εικόνες αποτυπώνεται μία εξιδανικευμένη φιγούρα αντίστασης και περηφάνειας που δεν είναι αποστειρωμένη οπως ο τσολιάς, αλλά παραμένει ζωντανή.

Η παραγωγή τέτοιων εικονων από εμβληματικούς φωτογραφους όπως η Νέλλη Σουγιουλτζόγλου η οποία δημιούργησε μια σειρά φωτογραφιών και πορτραίτων από τα Σφακιά κατ’ εντολή του καθεστώτος Μεταξά για την προωθηση του τουρισμού στην περιοχη, αποτύπωσε μία εξιδανικευμένη εικόνα τόσο του τόπου όσο και των κατοίκων. Την ίδια στιγμή, ακόμη και εμπορικοί φωτογραφοι οπως ο George Meis οι οποίοι παρήγαγαν υλικό με σκοπο να πωληθούν ως καρτ-ποστάλ, έδωσαν έμφαση σε αυτό που αντιλαμβάνονταν ως “αυθεντικό πρόσωπο της Κρήτης”.

Ο Καλαντζης παρατηρεί ότι σα σε ενα ιδιότυπο μινιμαλισμο, οι φωτογράφοι προχωρούν σε μια επιλεκτική αφαιρεση στοιχείων – ένα μοντάζ – το οποίο ξεφορτώνεται τα (εκφυλιστικα) μοντέρνα στοιχεία από τις φωτογραφιες τα οποία κρίνονται ως περιττά, αφήνωντας μόνο τα ουσιώδη σε σχέση με αυτό που αναγνωρίζεται ως η αληθινή εικόνα των Σφακιων. Η προσπαθεια αποτυπωσης ως εικόνας μιας προ-τουριστικής, προ-μοντέρνας περιόδου στην Κρητη γίνεται για να πουληθεί μετα αυτή η “αυθεντική” αποτυπωση ως προϊόν σε τουριστες. Η εικονα του Σφακιανού ταυτίζεται με την εικόνα της Κρητης.

Η υπο-ανάπτυξη – έστω κι ως εικόνα – είναι ελκυστική ως ένα αυθεντικό και γι’ αυτό μοναδικό τουριστικό προϊόν, μια υπόσχεση για μια μοναδική εμπειρία. Όσο λιγότερα μοντέρνα στοιχεια υπάρχουν, τόσο πιο ελκυστικό γίνεται.

Η χρήση όμως αυτών των εικόνων δεν περιορίζεται στην πώλησή τους σε τουριστικά κιόσκια. Η αξία τους αναγνωρίζεται κι από τους ντοπιους που τις επανανοηματοδοτούν τοποθετώντας κάποιες από αυτές τις φωτογραφίες στους τοίχους των σπιτιών ή των επιχειρήσεών τους.

Επισης, οι φωτογραφιες μετατρέπονται σε εμβληματα εταιρειών που θέλουν να ταυτίσουν το προϊόν τους με τους κατοίκους των Σφακίων, με την παράδοση και με την αυθεντικότητα της ζωής στα απομονωμένα και δυσπρόσιτα άγρια βουνά. Με αυτό τον τρόπο χρησιμοποιούν το πολιτισμικό κεφάλαιο αυτών των τόπων ως δικο τους, παρά τις αντιδρασεις που υπάρχουν ανά καιρούς από κατοίκους των Σφακίων.

Φωτογραφία της Νέλλης Σουγιουλτζόγλου από το 1939

Πορτραίτα ανθρώπων, όπως του Γιώργου Βαλύρη, ταυτίστηκαν με τα Σφακιά και μετατράπηκαν σε πρεσβευτές της εικόνας των Κρητικων σε όλο τον κόσμο, όμως ταυτοχρονα εξαιτίας της τεράστιας απηχησής τους, άσκησαν και μεγάλη επιρροή στην αισθητική των ιδιων των Σφακιανών, που αναγνώρισαν στη μορφή τους το ωραίο και το αυθεντικά Σφακιανό. Μάλιστα, όπως αναφέρει και ο συγγραφέας, η αποτύπωση κάποιου Σφακιανού σε φωτογραφια και η μετατροπη της εικόνας του σε καρτ-ποστάλ αποτελεί και μια αναγνώριση της αξίας του ως Σφακιανού, της λεβεντιάς που βρίσκεται και στην εξωτερικη εμφάνιση.

Ενδιαφέρον παρουσιαζει και η παρατήρηση οτι οι παραγωγοί φωτογραφιών για καρτ-ποστάλ προσπαθούν ακόμα και σήμερα να αναπαράγουν μοτίβα που παρουσιάζονται σε παλιότερες φωτογραφιες, συνδέοντας με αυτό τον τρόπο το παρελθόν με το παρόν αλλά και “παγώνοντας” την εικονα των κοινωνιών σε ένα συγκεκριμένο τύπο ο οποίος αναγνωρίζεται ως “αυθεντικός”.

Ακόμα και οι εικόνες της Νελλης παραπέμπουν σε προηγούμενες φωτογραφήσεις που ειχαν γίνει στις αρχες του 20ου αιώνα με Κρητικούς πολεμιστές, ή ακόμα και σε λιθογραφίες και γκραβουρες του 19ου αιώνα, λες και ο χρόνος έχει σταματήσει σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας.

Στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι εικόνες αποτυπώνουν πρότυπα αντρισμού με τη Σφακιανή γυναίκα να απουσιάζει. Οι γυναίκες πάντως συμμετέχουν στην ενισχυση αυτών των προτύπων αν και ταυτοχρονα αμφισβητούν συστηματικά τη ζωή στο χωριό παρά την έκφραση περηφάνειας για την καταγωγη τους από τα Σφακιά.

Όπως σημειωνει ο συγγραφέας, οι σύγχρονες Σφακιανές είναι οι κόρες γυναικών που συχνά εξέφραζαν την πικρία τους για το γεγονός ότι οι πατεραδες τους καθόριζαν τις ζωες τους απαγορεύοντάς τους από το να σπουδασουν και αναγκάζοντάς τες να παντρευτούν νεες. Τώρα, αυτές οι γυναικες έχουν πείσει τους αντρες τους για τα δικαιώματα των κορών τους στην ελευθερία της κίνησης, στην εκπαιδευση και στον έρωτα δίχως γονική συναίνεση.

Τα “μαύρα πουκάμισα” και οι προσδοκίες περί παράδοσης

Σημαντικές και οι επισημάνσεις σχετικά με τη σταδιακή καθιέρωση των μαύρων πουκάμισων.

Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, όσοι τα φορούν δηλώνουν οτι “αισθάνονται όμορφα” κι ότι με αυτό τον τρόπο “τιμούν την παράδοση τους” αν και η δημοφιλία των μαύρων πουκάμισων ειναι ένα σχετικά προσφατο φαινόμενο που εμφνίστηκε μετά τη δεκαετια του ’80.

Οπως σημειώνεται, πολλοί βρισκουν ευχαριστηση στο να φορούν μαύρα πουκάμισα γιατί νοιώθουν ότι έτσι ανήκουν σε μία ευρύτερη συλλογικότητα που προκαλεί τρόμο στους επισκέπτες. Επίσης όμως καθρεπτίζει κάτι βαθυτερο σε σχέση με την ταυότητα του Σφακιανού, μία γοητεία προς τη φιγούρα αυτού που πενθεί και με την αντοχή που αυτός/ή δείχνει στον πόνο και στην απώλεια.

Υπό ένα πρισμα θα μπορούσαμε να πουμε ότι η περήφανη αντοχή στον πόνο και την απώλεια μοιάζει με την επιβίωση υπό τις αντίξοες συνθήκες που έχει η διαβίωση σε ένα άγριο βουνό;

Πολλοί πάντως εκφραζουν την αντιρρησή τους, δηλωνοντας ότι αποτελεί παραβίαση του ήθους των προγόνων τους που περιόριζαν τη χρηση των μαύρων πουκάμισων μόνο σε στιγμές πένθους.  Θεωρουν ότι το να αφήνεις να μεγαλωνουν τα γένια (ακόμα ενα σύμβολο του θρήνου) και να φοράς μαύρα όταν δεν υπαρχει λόγος, αποτελούν λανθασμενες προσπάθειες να μοιάζουν σεβάσμιοι, όπως οι “καπετάνιοι”, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.

Το βέβαιο είναι ότι για τους Σφακιανούς, όπως είπε και ο Περικλής, κάτοικος των Σφακιων, όταν είδε τον συγγραφεα να χρησιμοποιει ασπρομαυρο φιλμ για να τραβά φωτογραφιες: “το μαύρο ειναι το φυσικό μας χρώμα”.

Αξία έχει και η αποτύπωση των προσδοκιών των επισκεπτών όσο και μερίδας των ντόπιων για το πώς θα πρέπει να συμπεριφέρονται οι ντόπιοι.

Η παράδοση που τυποποιείται και εμπορευματοποιείται καταστρέφει την αστική φαντασίωση ενος παραδοσιακού κόσμου που υπάρχει σε ένα διαφορετικό χρόνο και τόπο από αυτόν που προστάζει το εδώ και τώρα του μοντερνισμού. Η απομυθοποίηση που προκαλεί το αίτημα για χρηματική ανταλλαγή, του πολιτισμού ως προϊόν, αντιμετωπίζεται ως μία “προδοσία της πολιτισμικής κληρονομιάς”… Οπως σημειώνει ο συγγραφέας υπαρχει η προσδοκια “οι Σφακιανοί να περιορίζονται σε ένα κοσμο προκαπιταλιστικό μη νομισματικών ανταλλαγών, πέρα από τους υπολογισμούς και τον ανταγωνισμό”

Η πίεση και η προσδοκία των ξένων προς τους Σφακιανούς για να παραμείνουν παραδοσιακοί αποτυπωνεται και στο εξής περιστατικό που αναφέρει ο Καλαντζής στο βιβλίο του. Γάλλος τουρίστας εξέφρασε την απογοήτευση του όταν συνειδητοποιησε ότι οι Σφακιανοί πλεον δε φοράνε τα παραδοσιακά τους ρούχα και κατηγόρησε τον τουρισμό ότι έχει καταστρέψει το φιλοξενο ήθος που κυριαρχούσε στην περιοχή.

Σε αυτη την κατηγορία απάντησε ψαράς της περιοχης με τα εξής λόγια:

“Ναι, θα έπρεπε ακόμα να χρησιμοποιούμε κεριά αντί για ηλεκτρισμό για να σου αρέσει”.

Και αργότερα στο βιβλίο ο συγγραφέας τονίζει, με αφορμή επίσκεψη δημοσιογράφου από Αθήνα στα Σφακιά, την έκπληξη που ένοιωσε επειδή οι Σφακιανοί γνώριζαν τον Robert Pashley, έναν ταξιδευτή του 19ου αιώνα.

Γι’ αυτόν, η παράδοση για να είναι αυθεντική θα πρέπει να συνοδεύεται από την άγνοια αυτού που ζει σε μια αγροτική κοινωνία, και η κάθε παρεκτροπή θα πρεπει να τονίζεται ως ανάρμοστη, καθώς απειλεί την αποκλειστικότητα στη μοντέρνα γνώση που θα πρέπει να ανήκει στον αστό και οχι βεβαιως σε κάτοικους παραδοσιακών τόπων όπως τα Σφακιά. Σύμφωνα με τα όρια που θέτει ο αστός, μόνο ένας ανθρωπος που ζει μέσα στην αγνοια μπορεί να είναι αυθεντικά παραδοσιακός αφού η γνώση ταυτίζεται με τον μοντερνισμό και την εξέλιξη.

Διαβάζοντας το σχετικό απόσπασμα, σκέφτηκα ότι – υπό ένα τέτοιο πλέγμα σκέψεων – ο πολιτισμός αξίζει προστασίας μόνο εφόσον μπορεί να εκτεθεί ως αμετάβλητο μουσειακό υλικό, όπως προστασίας χρήζουν οι απομονωμένες φυλές στον Αμαζόνιο των οποίων η απομόνωση εγγυάται την αυθεντικότητα και την αμεταβλητότητά τους, ότι αποτελούν μία στατικότητα που επιμένει στους μοντέρνους καιρούς δίχως να αλλοιώνεται, που πρέπει να προστατευτεί ο πλούτος της από τον κίνδυνο που αποτελούν οι δυνάμεις του μοντερνισμού;

Ο Περικλής, κάτοικος της περιοχής, τονισε σχετικά με τις προσδοκίες για το πώς θα πρέπει να φέρονται για να θεωρούνται αυθεντικοι:

“Οπότε δεν πρέπει να παρακολουθούμε ταινίες, να χρησιμοποιούμε το ίντερνετ ή κινητά τηλέφωνα; Αυτό είναι που θέλουνε!” αν και “…αν δεν χρησιμοποιούσαμε τηλέφωνα θα υποστήριζαν ότι οι Σφακιανοί είναι πρωτογονοι και ζούνε στο Μεσαιωνα”.

Και ο Στέφανος προσθέτει:

“Αν αγκαλιάσουμε κάποια μοντέρνα στοιχεία θα μας κοροϊδέψουν ότι παρατήσαμε και διεφθείραμε την παράδοση, αν απέχουμε του μοντερνισμού θα μας κατηγοριοποιήσουν ως οπισθοδρομικούς”.

Το ενδιαφέρον εδώ είναι η διαρκής αίσθηση που αποτυπώνεται στους Σφακιανούς ότι οι πράξεις τους βρίσκονται υπο μία διαρκή παρακολούθηση και αξιολογηση από έναν εξωτερικο παράγοντα του οποίου η αποδοχή έχει αξία.

Το άγχος αυτό αποτυπώνεται και όταν αποφασίζουν να χρησιμοποιούν προϊοντα όπως αναψυχικτικά της Coca-Cola στις γιορτές τους, αφού ως προϊόντα αναγνωρίζονται ως έκφραση της κυριαρχίας ενός εκφυλιστικού μοντερνισμού κι ως εκ τούτου η συμβολική τους αξία θεωρείται ασύμβατη με την παραδοσιακή ταυτότητα του τόπου.

Ο τουρισμός που εκφυλίζει και η αναζήτηση της αυθεντικότητας

Και ο τουρισμός εκφυλίζει.

Μια από τις πιο αρνητικές συνέπειες του τουρισμού στην Κρητη είναι πως μετατρέπει τον πολιτισμό του νησιού σε προϊόν. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι Σφακιανοί θεωρούν ότι οι κάτοικοι που επιλέγουν να εκμεταλλεύονται την εικονα τους κυκλοφορώντας με παραδοσιακά ρούχα, ποζάρωντας για τουρίστες ζητώντας χρήματα ουσιαστικά εκπορνεύονται.

Υπο ένα παρόμοιο πρίσμα, οι ντόπιοι αμφισβητουν την αξια της εργασίας πολιτιστικών συλλόγων στις πόλεις επειδή θεωρούν οτι η “αναστηλωμένη” στείρα αναπαραγωγή της παραδοσης στερείται αυθεντικοτητας και άρα χανει την “ουσία”.

Άραγε, μήπως η εμπορική εκμετάλλευση της παραδοσης όπως και οι προσπάθειες διατήρησής της μέσω του έργου πολιτιστικών συλλόγων, είναι τόσο ενοχλητική επειδή αποτυπωνει την αίσθηση ενος πολιτισμού που υπάρχει πλέον ως κάτι νεκρό, το οποίο παρουσιάζεται ως θέαμα, σα ένα επιφανειακό προϊόν χωρίς ζωή κι ουσία, όχι σα κάτι το οποίο αποτελεί μέρος της καθημερινότητας των ανθρωπων, που εξελίσσεται και η οποία έχει μέλλον, οπως έχουν και οι κοινωνίες οι οποίες ζούνε παραδοσιακά;

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του συγγραφέα και στο ζήτημα της “βαρβαρότητας” αφού αν και αποτελεί μια κατηγορια εις βάρος των κατοίκων των ορεινών, εμπεριέχει ταυτόχρονα για πολλούς αστούς, ενθουσιασμο για ένα αφήγημα ενός ιθαγενισμού που παραμένει οπισθοδρομικός και γι’ αυτό αντιστέκεται στο σήμερα, επιβεβαιώνοντας έτσι τη δυνατότητα της παράδοσης και αυτών που την εκπροσωπούν να επιβιώνει και να αντιστέκεται παρά τους μοντέρνους καιρούς μας.

Μαλιστα, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η κατηγορια της βαρβαροτητας αποτελεί μία αναγνώριση αυτής της αυθεντικότητας που συνυπάρχει με την επιθυμία και των ντόπιων να προκαλούν δέος στους ξένους με τις συμπεριφορές τους, όπως με τη χρήση των όπλων ή με την υπερκατανάλωση αλκοολ και τους διαγωνισμούς αντοχής γύρω από την κατανάλωσή του μεταξύ τους αλλά και με τους επισκέπτες (ως μέθοδο διαχωρισμού των μαλθακων πεδινών από τους σκληρους βουνισιους). Όπως είπε και ένας νεαρός κάτοικος της περιοχής στον συγγραφέα “ειναι καλύτερα να σε φοβούνται παρά να είσαι σα το Τυμπάκι”, μία περιοχη του νησιού που οι Σφακιανοί θεωρούν ότι έχει αλλοιωθεί απο τον μοντερνισμό και τον τουρισμό.

Τέτοιες αντιλήψεις είναι κοινές με αρκετούς επισκέπτες.

Φωτογραφία του Μανώλη Νικολούδη (2000) από τον George Meis

Περιγράφει και ο Καλαντζής την επίσκεψη κατοίκου της Γλυφάδας στα Σφακιά όπου μιλώντας στο κινητό του και μετά από το κέρασμα ρακής είπε σε φίλο του ότι “εδώ, κάτω από τα Λευκά Όρη, αισθάνομαι άντρας, όχι οπως εμείς στη Γλυφάδα που έχουμε γίνει… δε θέλω καν να το πω (θηλυκοποιημένοι)”. Όταν οι ντόπιοι του προσφεραν άλλο ένα σφηνάκι ρακής, αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι “ας μην ξεχνάμε ότι εγώ είμαι από τη Γλυφάδα και δε μπορώ να το αντέξω όπως εσείς”.

Εδώ, η αποδοχή της ήττας από τον επισκέπτη, η αναγνώριση ότι δε μπορεί να ανταγωνιστεί τους ντόπιους στο πιοτό ή να θέσει τους δικούς του όρους στην κατανάλωση αλκοόλ, τον κάνει να δείχνει πιο ασήμαντος σε σχέση με αυτούς που κερνάνε.

Ο Καλαντζής σημειώνει ότι υπάρχει μια σεξουαλικοποίηση σε αυτές τις συναντήσεις οπου τα Σφακιά ταυτίζονται με την αρρενωπότητα και το αστικό τοπίο με την θυληκότητα και την ομοφυλοφιλία. Αυτές οι παραδοχές είναι πολλές φορές κοινές με τους επισκέπτες της περιοχής, που έτσι αναγνωρίζουν την αυθεντικότητα αυτού που βιώνουν.

Ένας νεαρός Αθηναίος που έφυγε από ένα καφενείο για να επιστρέψει στο ξενοδοχείο όπου διέμενε μετά από μια βραδιά μεγάλης κατανάλωσης αλκοόλ σχολίασε την χειραψία που είχε κατά τον αποχαιρετισμό του με τους Σφακιανούς:

“Τα χέρια μου είναι τόσο απαλά σε σύγκριση με τα δικά τους. Τα δικά τους είναι σα τανάλιες από τις δουλειές της ημέρας. Αισθάνομαι τόσο αδύναμος”.

Όπως και ο κάτοικος της Γλυφάδας που γνωστοποίησε στους ντόπιους το αίσθημα κατωτερότητας του, το ιδιο έπραξε και ο νεαρός από την Αθηνα.

Η πρόκληση φόβου, η αγριότητα κι η φιλοξενία

Η δυνατότητα να προκαλούν φόβο ταυτίζεται με το αίτημα για αυθεντικότητα γιατί μόνο το αυθεντικό προκαλεί φόβο (όχι το τουριστικό) ετσι ώστε κάποιοι ντόπιοι – σα σε μια θεατρική παρασταση οπου αυτοί αναλαμβάνουν το ρόλο του ηθοποιού και οι επισκέπτες του θεατή – να διασκεδάζουν και να αντλούν ευχαρίστηση από την εικόνα των επισκεπτών που “τρελαθήκανε από φοβο”, εκφράζοντας με προσποιητή ανησυχία και με μια κάποια περηφάνεια ότι αυτοί οι άνθρωποι “θα νομίζανε ότι είμαστε καννίβαλοι!”.

Τα παραδοσιακά γλέντια στα οποία υπάρχει αφθονία φαγητού και πιοτού μαζί με την ευγενικά πιεστική φιλοξενια των ντόπιων είναι στοιχεία που οι επισκέπτες αναγνωρίζουν ως στοιχεία ενος ανώτερου τρόπο ζωής σε σχέση με τον αστικό που περιγράφεται ως μολυσμένος και αποξενωτικος.

Σε ένα τέτοιο σκηνικό οι φιλοξενούμενοι νοιώθουν να απορροφούνται από τις χειρονομίες και τις λέξεις του οικοδεσπότη που έτσι έχει μία αίσθηση υπεροχής πάνω τους, ακόμα και αν οι φιλοξενούμενοι ειναι οικονομικά και πολιτικά ισχυροί άνθρωποι, μιας και τα χρήματά τους δεν έχουν αξία σε ένα τέτοιο τραπέζι όπου όλα υπάρχουν σε αφθονία και όλα είναι δωρεάν. Δεν είναι λοιπόν παράξενο γιατί οι Σφακιανοί δίνουν τέτοια αξια στη φιλοξενία. Η καλή φιλοξενία αντικατοπτρίζει θετικά στο στάτους της οικογένειας ενώ επιβεβαιώνει αντιλήψεις περί πολιτισμού και ηθικής ανωτερότητας.

Η ταυτόχρονη δυνατοτητα πρόκλησης φόβου αλλά και φιλοξενίας αποτυπωνει την επιθυμία του ντόπιου να ασκεί έλεγχο στα στερεότυπα που προβάλλονται πανω του καθώς και να βρίσκεται σε μια θέση να παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα με τις συμπεριφορές του στους θεατές / φιλοξενούμενους.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, οι Σφακιανοί αναγνωρίζουν ότι οι εικόνες μίας παραδοσιακής αγριότητας είναι αυτές που θέλουν να βλέπουν οι επισκέπτες, χρησιμοποιωντας αυτή την αγριότητα για να οριοθετούν και συμπεριφορές που επιτρέπονται και απαγορευονται, υπενθυμίζοντας έτσι διαρκως ότι ο κινδυνος παραμονεύει και είναι αληθινός αν δε γίνουν σεβαστα και ξεπεραστούν κάποια όρια. Ο κίνδυνος μετατρέπει την εμπειρία σε αυθεντική.

Όπως σημειώνει πάντως ο Καλαντζής, η παραγωγή φοβου στους επισκέπτες δεν είναι ασύνδετη από τις επιθυμίες των αστών (να αισθανθούν φόβο για να αναγνωρίσουν την εμπειρία τους ως αυθεντική), επειδή οι επιθυμίες των αστών έχουν συντελέσει στην διαμόρφωση αυτού του τύπου ιθαγενισμού.

Σε ένα αλλο περιστατικό ο συγγραφέας περιγράφει την εντύπωση και τον φόβο που προκαλούσαν σε επισκέπτες οι ιστορίες με οπλα που εξιστορουσε ένας ιδιοκτήτης εστιατορίου. Όταν μαλιστα εισήλθε στο κατάστημα ένας ντόπιος ντυμμένος με τα παραδοσιακά ρούχα, όλοι εκφράσανε τον ενθουσιασμό τους για την “ανακάλυψη ενός αυθεντικού Σφακιανού” και εξέφρασαν την επιθυμία να βγάλουν φωτογραφία μαζί του.

Όταν ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου επισήμανε οτι ένας νεαρός που δε φορούσε μπλούζα δε θα μπορούσε να φωτογραφηθεί με τον Κρητικό με τα παραδοσιακά ρούχα, ο επισκέπτης αναγνώρισε τον εαυτό του ως ανάξιο σε σχέση με τους Σφακιαανούς, λόγω και του ότι κυκλοφορούσε δίχως μπλούζα. Μάλιστα, αν και κάτοικος Αθήνας τόνισε την καταγωγή της οικογένειάς του από την Ήπειρο. Είναι συνήθες κάτοικοι των πόλεων να υποβαθμίζουν την αρνητικότητα που συνδέεται με το αστικό τοπίο με το να δημιουργούν σημεια επαφής και ταύτισης με τους ντοπιους με το να αναφέρουν την καταγωγή προγονων τους από την επαρχία.

Και σε άλλο σημείο του βιβλίου περιφράφεται η εντυπωση συγγραφέα άρθρου σε περιοδικο οταν “τόλμησε να αρνηθεί” να πιει ρακί με τους ντόπιους. Σημείωσε στο σχετικό κείμενο οτι “κι όμως, είμαι ακόμα ζωντανός” για να πει την ιστορία. Η επαφή με αυτο τον επικίνδυνο ιθαγενισμό δεν δημιουργεί μόνο μία ιδιαίτερη συγκίνηση, αλλά προσφέρει στους επισκέπτες και το πολιτισμικό κεφάλαιο του να έχουν επιβιώσει αυτής της επαφής, λαμβάνοντας έτσι κι αυτοί αξία.

Η παράδοση ως σπάνιος πόρος

H παράδοση είναι ένας σπάνιος πορος ο οποίος έχει μεγάλη αξία και πρέπει να διαφυλαχθεί. Χαρακτηριστική είναι και η ιστορία που περιγράφει ο συγγραφέας οπου δύο Σφακιανοί βρέθηκαν σε εστιατόριο στην ανατολική Κρήτη που στους τοίχους του είχε φωτογραφίες ενός συγχωριανού τους. Οι Σφακιανοί εξέφρασαν την επιθυμία να τις σχίσουν αφού θεωρούσαν ότι ο ιδιοκτήτης με αυτο τον τρόπο αντλούσε αξία ως τόπος αυθεντικά παραδοσιακός ενώ η ανατολική Κρήτη είναι μία περιοχή που δεν έχει μεγαλη σχέση με την παράδοση και ως εκ τούτου δε μπορεί να παράγει άντρες όπως στα Σφακιά.

Η παράδοση επίσης είναι ένας πόρος ο οποίος παράγεται μόνο υπό συγκεκριμενες συνθήκες και σε συγκεκριμένους τόπους. Οι πολιτισμικοί συλλόγοι που δημιουργήθηκαν και λειτουργούν εκτός Σφακίων αναγνωρίζονται ως μηχανισμοί που εκτοπίζουν τη συμβολική πρωτοκαθεδρία της περιοχής των Σφακιων, αναπαράγοντας λανθασμενα, ως σκηνοθετημένη πράξη, τα ριζίτικα μακριά από τις ορθές συνθήκες και πρακτικές. Οι γυναίκες των Σφακιων επίσης ασκούν κριτική στους πολιτισμικούς συλλόγους επειδή θεωρούν ότι πλέον προωθούν συμπεριφορές και εικόνες που παραπέμπουν σε “καπετανιλίκια”, που είναι συντηρητικά και μη αυθεντικά, μη αφήνωντας και χώρο ώστε οι γυναικες να έχουν κάποιο ουσιαστικό ρόλο.

Το πολιτισμικό κεφάλαιο της περιοχής που την διαχωρίζει από άλλες περιοχές της Ελλάδας και της Κρήτης αναγνωρίζεται και από επισκέπτες απο άλλες χώρες που επειδή επισκέπτονται την περιοχή, αισθανονται ότι λαμβάνουν μέρος της αξίας του που έτσι τους διαφοροποιεί από άλλους ξένους επισκέπτες, στο επίπεδο της ποιότητας και του αισθητικού κριτηρίου.

Μάλιστα, αναφέρονται υποτιμητικά σε αυτούς που αναζητούν τον ήλιο και τη θάλασσα στις βόρειες ακτές της Κρήτης αντί να ανακαλυπτουν τις αυθεντικές εμπειρίες που προσφέρει μια περιοχή όπως τα Σφακιά και εκφράζουν την χαρά τους ότι ένας άλλος τρόπος ζωής “διαφορετικός από την αποξενωμένη ζωή στην Ευρώπη” είναι εφικτός.

Τα Σφακιά αφού αναγνωριζονται ως μία πηγή αυθεντικής παράδοσης μετά συνδέονται με μια έκφραση αντίστασης σε μία σειρά ζητήματα, απο την οικολογία (ενάντια στις καταστροφικές συνέπειες της βιομηχανοποίησης) μέχρι τον εθνικισμό. Οι ίδιοι επισκέπτες με αφορμή την επίσκεψή τους στα Σφακιά τονίζουν και τις δικές τους καταγωγές από ιδιαίτερους τόπους με τις δικές τους παραδόσεις, αναζητώντας έτσι σημεία ταύτισης με τους ντόπιους.

Η επίσκεψη τουριστών στην περιοχή μερικές φορές ασκεί τέτοια επιρροή ώστε να εκφράζεται και στο σώμα, όπως στην περίπτωση ενός γκρουπ από τη Σουηδία όπου αποφάσισε να ενσωματώσει τους παραδοσιακούς Κρητικούς χορούς στα μαθήματα χορού στον τόπο τους. Μάλιστα, έστειλαν μια φωτογραφία τους ντυμμένοι με Κρητικά παραδοσιακά ρούχα σε ένα χιονισμένο τοπίο.

Ο ξενοδόχος από το Νέρο που έλαβε τη φωτογραφία ένοιωσε ευθυμία από αυτό που αναγνώρισε ως ασυμβατότητα των χαρακτηριστικών των προσώπων τους με την παραδοσιακή κρητική φορεσιά κρατώντας πάντως τη φωτογραφία τους δίπλα σε άλλες φωτογραφίες οικογενειών που του είχαν στείλει άλλοι τουρίστες.

Άλλοι ξένοι τουριστες λένε ότι οι Κρητικοί “δινουν και δίνουν” τονίζοντας έτσι ότι η φιλοξενία επιμένει παρά την τουριστική ανάπτυξη. Οι επισκέπτες τονίζουν και την “τιμιότητα” ως χαρακτηριστικό των κατοίκων.

Ο μοντερνισμος ως θηλυκοποίηση και παρακμή

Ο Καλαντζής κάνει αναφορά και στη μεγάλη εντύπωση που έκανε στους Σφακιανούς η αμφιλεγομενη έρευνα του Άρη Πουλιανού η οποία υποστηριξε ότι οι Σφακιανοι αποτελούν ενα ιδιαίτερο ανθρωπότυπο με Δωρική καταγωγή. Μάλιστα, στο έργο αυτό ενδυναμώνονται ήδη υπάρχουσες αντιλήψεις στην περιοχή περί διαφορών μεταξύ καλόσειρων και κακόσειρων σογιών, όπου τα καλόσειρα σογια ειχαν ψηλότερους, πιο ξανθούς και με ανοιχτόχρωμα μάτια απογόνους, λόγω ενδογαμίας.

Αυτές οι αντιλήψεις είναι αρκετά διαδεδομένες, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, με αυτούς που έχουν καταγωγή από καλόσειρα σόγια να θεωρούνται ότι είναι πιο φιλόξενοι ή ότι τραγουδούν καλύτερα. Πολλοί Σφακιανοί θεωρούν ότι καλόσειρα σόγια μπορεί να είναι και φτωχά, όμως για κάποιους Σφακιανούς, τέτοιες διαφοροποιήσεις έχουν ταξικά χαρακτηριστικά αφού οι απόγονοι κακοσειρων σογιων καταπιέζονταν από τα καλόσειρα σογια που νομιμοποιούσαν την εξουσία τους με αναφορές στην αριστοκρατική, ανώτερη καταγωγή τους.

Αυτές οι ευαισθησίες είναι και σήμερα ιδιαίτερα επίκαιρες αφού, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, οι Σφακιανοί έχουν ένα διαρκές άγχος για την απώλεια την καθαρότητας της ράτσας τους μέσω της αύξησης των γάμων με ανθρώπους έξω από την περιοχή τους. Τη συγκεκριμένη εξέλιξη την αναγνωριζουν ως άλλη μία αρνητική πτυχή του μοντερνισμού που διαφθείρει τον πολιτισμό τους.

Ενδιαφέρον έχει η διαπίστωση του Καλαντζή ότι η υλικότητα του μοντερνισμού (π.χ. φωτεινά χρωματα, κοντά παντελόνια) και το συνεπακολουθο ήθος συνδέονται με τις γυναίκες, που περιγράφονται ως υποστηρικτές του μοντερνισμου. Ο μοντερνισμος αντιμετωπιζεται ως θηλυκοποίηση, τη στιγμή που η παράδοση ταυτίζεται με την αρρενωπότητα. Οι γυναικες άλλωστε στα Σφακιά είναι πολύ πιο κριτικές σε σχέση με τους άντρες σε σχέση με τον ρόλο της παραδοσης ενώ τις τελευταίες δεκαετίες και με την ενθάρρυνση των μανάδων τους, πολλές γυναίκες φεύγουν από το χωριό για σπουδές ή εργασία στην πόλη, περιγράφοντας τη ζωή στο χωριο ως περιοριστική.

Η διεφθαρτική δύναμη του μοντερνισμού αποτυπώνεται και στον αρνητικό ρόλο που θεωρούν οι Σφακιανοι ότι έχουν παίξει οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Σύμφωνα με το αφήγημα, οι επιδοτήσεις έχουν κάνει τους βοσκούς τεμπέληδες και παχύσαρκους ενώ έχουν οδηγήσει σε μία μεγάλη αύξηση των ζώων με αποτέλεσμα τη καταστροφή του φυσικού τοπίου, των δέντρων και των βοτάνων της περιοχής.

Κάποιοι στα Σφακιά θεωρουν την κτηνοτροφία όπως συντελείται πλέον μια ανωμαλία, μία μη βιώσιμη πρακτική λαμβάνοντας υπόψη την χαμηλή παραγωγικοτητα και την εξάρτηση από τη γραφειοκρατία και από τους πόρους της Ευρωπης. Μάλιστα, κάποιοι αποκαλούν υποτιμητικά τους μοντέρνους βοσκούς “μισθωτούς” δίνοντας έτσι εμφαση στην εξάρτησή τους.

Η παρακμή που έχει επιφέρει ο μοντερνισμός αποτυπώνεται και σε μία σειρα άλλες κριτικές που ασκούνται από τους ίδιους τους Σφακιανούς και που αποτυπώνουν μια παρέκκλιση απο το αυθεντικά παραδοσιακό.

Τα όπλα πλέον υπάρχουν παντού και όσοι τα χρησιμοποιούν δείχνουν πλήρη ασέβεια στην ετικέτα του παρελθόντος όπου επιτρεπόταν η χρήση τους μόνο σε πολύ ειδικές περιστάσεις και σε γιορτές μόνο πολύ κοντινού μέλους της οικογένειας. Τα μαύρα ρούχα υπερχρησιμοποιουνται σε μια παράνομη προσπάθεια να παρουσιάζονται αυτοί που τα φορουν ως σεβάσμιοι και παραδοσιακοί. Οι γιορτές και τα πανηγύρια έχουν μετατραπεί σε μια ευκαιρία για υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ εν είδει διαγωνισμού αντοχής, οδηγώντας στη μέθη και την εξαφάνιση του τραγουδιού. Οι γάμοι έχουν μετατραπει σε εμπόριο, πραγματοποιούνται σε τεράστια κλαμπ, αντικαθιστώντας την κοινοτική γιορτή στα χωριά που είχε διάρκεια ημερών. Οι κανονες για το ριζίτικο καθως και την αργή κατανάλωση κρασιού, καθώς και οι συναντήσεις ανθρώπων από διαφορετικές γωνιές της Κρήτης, που αποτελούσαν χαρακτηριστικά γιορτών του παρελθόντος, έχουν εξαφανισθεί… ακόμα και τα σώματα των μοντέρνων κατοίκων των χωριων έχουν διεφθαρεί αφού έχουν γίνει παχύσαρκα σε σύγκριση με τα λεπτά, δυνατά κορμιά των βοσκών του παρελθόντος.

Το παρελθον ως “η αρχή”

Ένας Χανιώτης συγγραφέας κρίνοντας από έξω την κατάσταση είπε στον Καλαντζή ότι από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα “ζούμε την καρικατούρα της Κρήτης”. Παρομοίως και στα Σφακιά οι μοντέρνοι καιροί περιγράφονται ως αισθητικά φτωχοί σε σχέση με ένα παρελθόν που ήταν γεμάτο νόημα και εμπειρία. Η αίσθηση παρακμής και απώλειας αποτυπώνεται και στα λόγια του Αναστάσιου, αγρότη και βοσκού από την τη Νίσσο, ένα χωριό στο οποίο λίγοι κάτοικοι έχουν απομείνει, που περιγράφει το χωριό ως “ένα φάντασμα του προηγούμενου εαυτού του” εκφραζοντας τη νοσταλγία του για την εποχη “οπου οι άνθρωποι σμίγανε τα βράδια και βεγγερίζανε”. Όπως σημειώνει ο Καλαντζής, σε ένα πλαίσιο όπου ένα εξιδανικευμένο παρελθόν παίζει ένα τόσο κυρίαρχο ρόλο, η νοσταλγια είναι ένα κυρίαρχο σχήμα.

Η αίσθηση της κατωτερότητας του σημερινού Σφακιανού και της παρακμής σε σχέση με τους προγόνους και το παρελθόν του τόπου αποτυπώνεται και στις εντυπωσεις που αφήνουν οι παλιές φωτογραφίες. “Αυτοί ήταν πραγματικοί άντρες”, σχολίαζαν συχνά άντρες και γυναικες για να συμπληρώσει κάποιος “μη μας βγάζεις φωτογραφιες, θα λερώσουμε τη ράτσα… είμαστε απομεινάρια”. Ο Γρηγόρης εκφράζει την πεποίθηση οτι “οι άνθρωποι ήτονε τότες στην αρχή τους. Δεν είχαν άγχος, ούτε πολυτέλειες, μα είχανε την ευτυχία και την ανθρωπιά τους. Εδώ βλέπεις κανένα να είναι χαρούμενος;”

Και ο Πάνος λέει ότι “τα πάντα τότε ήταν στην αρχή τους”. Ο Καλαντζής σημειώνει ότι εδώ αποτυπώνεται μία “αίσθηση ανοιχτών δυνατότητων” που υπάρχουν όταν η ζωή κάποιου ανθρώπου είναι ακόμα στην αρχή της. Υπό το πρίσμα αυτό η νοσταλγια είναι η νοσταλγια της για τις δυνατότητες που πλέον δεν υπάρχουν, γιατί πλέον η αρχή έχει προ πολλού περάσει. Το παρελθόν είναι η αρχή, η ελπίδα για το μέλλον που δεν πραγματώθηκε στο σήμερα.

Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Edward S. Casey, η νοσταλγία έχει μια διφορούμενη δυναμική της μετάνοιας και της λαχτάρας, που αναζητεί μια επιστροφή στο σπίτι ως “το σημείο που αρχίζει ο εαυτός”. Το σπίτι είναι αυτό που αποκαλούν οι σφακιανοί “η αρχή”.

Ομως υπήρχε κι η φτώχια.

Οι παλιές φωτογραφίες δημιουργούν νοσταλγία γι’ αυτο το σημείο στο παρελθόν που είναι το “σπίτι” στο οποίο θέλουν να επιστρέψουν και δε μπορούν, που είναι “η αρχή”, αλλά οι ιδιοι Σφακιανοί βλέποντας τις ίδιες φωτογραφίες αστειεύονται για τα σχισμένα ρούχα και την φτώχια των προγόνων τους:

“Γιάε τα στιβανάκια τους! Για ε κάτι μπαλώματα!”, λέει ο Γρηγόρης που λίγο πιο πριν εξέφραζε τον θαυμασμό του για τους ανθρώπους εκείνης την εποχη για να προσθέσει ότι “δε μπορούσες να ζήσεις σε αυτή την εποχή”. Το ψωμί που κατασκεύζαν οι φούρνοι μπορεί να ήταν πιο νόστιμο και να μύριζε όλη η γειτονιά, όμως και οι φούρνοι συχνά γκρεμίζονταν καθώς έψηναν τα ψωμιά.

Πολλοί λένε ότι η Σφακιανή κουλτούρα του παρελθόντος ήταν το αποτέλεσμα της ανάγκης και της έλλειψης επιλογων, κι ως εκ τούτου η επιμονή των σύγχρονων Σφακιανών να παραμείνουν πιστοί στις παλιές αξιες, είναι περισσοτερο αξιοθαύμαστη αφού προκύπτει από επιλογή.

Χαρακτηριστικός και ο διάλογος που παραθέτει ο Καλαντζής μεταξύ ενός πολιτικού της περιοχής και ενός κατοίκου στον οποίο γίνεται αναφορά στην ελλειψη κοινωνικοποίησης των ανθρώπων εκεινης της εποχής και την αγραμματοσύνη για να συμφωνήσουν κι οι δυο ότι σήμερα οι άνθρωποι είναι πιο ελεύθεροι κι ότι στο παρελθόν οι Σφακιανοι ήταν περισσότερο καχύποπτοι και δίμουροι.

Επίσης, είναι συνήθες οι Σφακιανοί να στιγματίζουν τις υπερφυσικές αντιλήψεις του παρελθοντος ως “ηλίθιες δεισιδαιμονίες” και τις βεντέτες ως ένα “μεσαιωνικό έθιμο” και ένα σημάδι ανθρώπων που ζουν στο παρελθόν που δεν δίνουν την αξία που θα ‘πρεπε στον άνθρωπο και στη ζωή. Επίσης, σημειώνουν ότι η γεωγραφική απομόνωση δεν προστατεύει μόνο από την πρόσμιξη με αλλους πολιτισμούς αλλά ταυτόχρονα είναι προβληματική κι αποτελεί παραγοντα που συνεισφέρει στις γενετικές αρρώστιες λόγω των γάμων μεταξύ συγγενών. Όλα αυτά δείχνουν ότι πολλα μοντερνιστικά αφηγήματα αλλα και θεσμοί (όπως η συμμετοχή στο εκπαιδευτικο συστημα, το Εθνικό Συστημα Υγείς και άλλες παρομοιες πρωτοβουλίες που διαμορφωνουν ενα μοντέλο πολίτη) έχουν ασκήσει σημαντική επιρροη.

Ενω όμως υπάρχει μια γενική αποδοχή ότι οι βεντέτες λ.χ. είναι ένα βάρβαρο εθιμο, οι ίδιοι που το λένε επισημαίνουν ότι οι βεντέτες ήταν ταυτοχρονα και σημαδι της ακραίας αγάπης και αφοσίωσης στην οικογενεια. Ο Βασίλης, ένας Σφακιανός ο οποίος συνήθως επιχειρηματολογεί υπέρ της αυτοσυγκράτησης και του μοντερνισμού, λέει σε συγχωριανούς του που συζητούσαν για μια ορεινή περιοχή όπου οι άνθρωποι δε σκοτωθήκανε μεταξύ τους παρά τις πολλές συγκρούσεις που είχανε ότι “αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν την ψυχή να το κάνουν”.

Κάποιοι άλλοι γεροντοι ενώ παραδέχονται ότι το παρελθόν ήταν μια εποχή φτώχιας, λίγα δευτερόλεπτα μετά έδειχναν τα χωράφια που βρίσκονται υπό εγκατάλειψη και σημείωναν σκωπτικά “ότι τώρα ούλα διαλύσανε”, ένας συνήθες τρόπος για να σχολιάσουν την καταστροφή και τη φυγη του πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές.

Ο μοντερνισμός ως “αναγκαίο κακό”

Αν η φτώχια του παρελθόντος ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης των μέσων και της απομόνωσης, η σημερινή κατάσταση οφείλεται στις επιδοτησεις από την ΕΕ, τη μετανάστευση στις πόλεις και την εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής λόγω της πληθώρας εισαγόμενων προϊόντων. Όλα αυτά έχουν οδηγήσει στην ερήμωση.

Οι Σφακιανοί μπορεί πολλές φορές να συγκρίνουν το παρελθόν τους με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στον Τριτο Κόσμο (έλλειψη υποδομών, φτώχια), όμως εκφράζουν και μια συμπάθεια προς τον Τρίτο Κόσμο αφού, όπως είπε κάτοικος της περιοχής οι αγριοι Σφακιανοί στις φωτογραφίες της Νέλλης του θυμίζουν τους “φτωχούς Ταλιμπάν που τους πολεμούν οι Αμερικάνοι”.

Πολλοί Σφακιανοί αστειευόμενοι αποκαλούν τους εαυτούς τους “Ταλιμπάν”. Αυτό το παιχνίδι με την ταυτότητα αποκαλύπτει και μια περηφάνεια και την επιθυμία για την έκφραση μίας ιθαγενιστικής διαφωνίας ενάντια στην επίθεση του μοντερνισμού, όπως εκφράζεται μέσω της εισβολή Δυτικών χωρων, όπως οι ΗΠΑ, σε άλλες χώρες.

Οι Σφακιανοί περιγράφουν τον μοντερνισμό ως “αναγκαιο κακο” το οποιο παρά τις υποσχέσεις για προοδο και φυγή από τη φτώχια, οδηγεί σε μία απώλεια νοήματος και μετάλλαξη των σφαιρών που οι άνθρωποι δίνουν τη μεγαλυτερη σημασια. Το τσιμέντο μπορεί να είναι πιο φτηνό απο το να φτιάχνεις ένα σπίτι με πέτρα, και έτσι να βελτιώνονται οι συνθήκες διαβίωσης για πολλούς, όμως είναι ένα υλικό που ταιριάζει με το αστικό τοπίο, που εισβάλλει στο χωριό και στην πορεία κάτι χάνεται απο την ίδια την ταυτότητα του τόπου.

Παρόμοιες αντιλήψεις κυριαρχούν και στους επισκέπτες της περιοχής. Χαρακτηριστική και η επισήμανση δύο Αθηναίων μεσήλικων επισκεπτών στον συγγραφέα ότι νοιώθουν αηδία με τα κουτιά (τσιμεντένια κτίρια) της Κρητης. Για να συνεχίσουν τονίζοντας ότι “αν δεν ήταν το τοπίο και η τρέλα των Κρητικών, το νησί δε θα άξιζε τίποτα”.

Ο μυστικισμός των Σφακίων με το βλέμμα των ξένων

Το τοπίο αποκτά ένα σχεδόν μυστικιστικό χαρακτήρα, όπως φαίνεται και στα σημειώματα που αφήνουν ξένοι περιπατητές στην κορυφή ενός βουνού στα Σφακιά. Δινοντας έμφαση στην σιωπή και στην ακανθώδη βλάστηση, εκφράζεται μια λαχτάρα για μοναξιά και επαφή με στοιχεία μιας αρχαίας εποχής. Έτσι, τα άγρια βουνά ξεπροβάλλουν ως το αντίπαλο δέος σε μια Ευρώπη εκμοντερνισμένοι και βαθιά αστική και μετατρέπονται σε σημεία προσκυνήματος. Το τοπίο των Σφακίων αναγνωρίζεται ως η αληθινή εικόνα πίσω από το προσωπείο της εμπορικης και τουριστικής ακτογραμμής της Κρήτης, η πραγματική Κρήτη, όπου οι άνθρωποι “βρίσκονται πιο κοντά στη φύση”, όπως είπε ένας Αυστραλός επισκεπτης του τοπου στον συγγραφέα. Τα στοιχεία του τοπίου αποτυπώνονται στα πρόσωπα των κατοίκων των Σφακιων. Όπως λέει η Sue, μια καθηγήτρια σε πανεπιστήμιο του Λονδίνου “τα χαραγμένα – όπως τα βράχια – πρόσωπα των ντόπιων καθρεπτιζουν την αγριότητα του τοπίου, αλλά έχουν συγχρόνως μια τρομερή ηρεμία, μια σχεδόν μελαγχολία”.

Σε ένα παρόμοιο μοτίβο, η Heather, μια μεσήλικη επισκεπτρια από την Αγγλία , αποδίδει στους Σφακιανούς μια ανώτερη, σχεδόν μυστικιστική γνώση.  Η Heather συνέδεσε την ανάρρωση της από μια σοβαρή αρρώστια με τη θεραπευτική ικανότητα του Σφακιανού τοπίου (αναφέρει τις μυρωδιές του θυμαριού και του φασκόμηλου, τον ήλιο, την θάλασσα, τον αέρα και τη γη) καθώς και με την κατανόηση των Σφακιανών της κατάστασης στην οποία βρισκοταν “επειδή έχουν υποφέρει και γνωρίζουν τι ειναι πόνος”. Το γεγονός οτι οι ντόπιοι καταλαβαίνουν και εκφράζουν τη θλίψη τους (που εκφράζεται μέσω της επιλογής να φοράνε μαύρα ρούχα και να αφήνουν γένια) δημιουργεί ένα πεδίο για τον θαυμασμό τους από τους επισκέπτες για τον “ανθρωπισμό” τους, που στην περίπτωση αυτή μεταφράζεται ως ικανότητα να κατανοούν το εύθραυστο της ανθρώπινης ύπαρξης, σημειώνει ο Καλαντζής.

Πάντως, δεν έλειπε και η κριτικη, όπως σε σχέση με τις συμπεριφορες κυρίως νεότερων ντόπιων που “προβάλλουν έναν πιο επιθετικό ματσοϊσμό σε σχέση με την γλυκιά αρχοντιά των μεγαλύτερων”.

Στο βιβλίο του Καλαντζή αποτυπώνεται με πολλες λεπτομερειες η πολυπλοκότητα της σχέσης των ντόπιων με τους τουρίστες στην οποια παντως κυρίαρχο ρολο παιζει η ανισορροπία ισχύς αφου ο ντόπιος εξαρτάται από τον επισκεπτη τόσο οικονομικα όσο και στην ικανότητά να αξιολογηθεί. Πάντως, όπως σημειωνει ο συγγραφεας, ο τουρισμος εμπλουτιζει το υπερκριτικο Σφακιανό περιβάλλον όπου οι άνθρωποι απορρίπτουν τον καθένα και τα πάντα ως μολυσμένα από τον μοντερνισμο. Αντιθέτως, μέσω του τουρισμου ανοιγονται νέες δυνατότητες για την αντίληψη του εαυτου ως παραδοσιακό.

Και δεν είναι μόνο οι Σφακιανοί που μαθαίνουν από την επαφη με τους τουρίστες αλλα και οι επισκέπτες διαμορφωνουν δικές τους ιδέες για τον τόπο μέσω της επαφής με τους ντόπιους. Εντύπωση σίγουρα προκαλεί ότι πολλοι επισκέπτες ασπαζονται την ανησυχία των Σφακιανών σχετικά με τη γεωγραφική τους απομόνωση, την αντίσταση και την παραδοση. Επισης, πολλοί επισκέπτες συμφωνουν ότι στα Σφακια μπορείς ακόμα να έχεις μια αυθεντική σχέση τόσο με τους ανθρωπους όσο και με τη φυση σε αντίθεση με την ζωή στην εκμοντερνισμένη Ευρωπη που βασιζεται στην αποξενωση. Η συμμαχία που διαμορφωνεται μεταξύ “τακτικών” επισκεπτων των Σφακιων με τους ντόπιους ενδυναμώνει μια πολιτισμική κριτική στο Δυτικό τρόπο ζωής.

Για τους ντόπιους πάντως, οι “ξενοι” περιγράφονται ως ήσυχοι και ευγενικοί, άνθρωποι που έχουν γνώσεις για την τοπική ιστορια αλλά που, πάραυτα, ξοδεύουν λίγα στα εστιατόρια και συνήθως δεν έχουν καλό γούστο (όπως οταν προσθέτουν κέτσαπ στα γεύματά τους). Βεβαίως, η εσωστρέφεια και οι χαμηλοί τόνοι αναγνωρίζονται και ως σημάδια τσιγγουνιάς και αδυναμίας. Γενικά, η παρουσία τουριστων ενδυναμώνει ιδεες μιας τοπικής ηθικης ανωτεροτηττας. Οι ντόπιοι ερμηνεύουν το ενδιαφέρον των τουριστών στην περιοχή στην έλλειψη σχέσεων με νόημα και φιλοξενιας στους τόπους τους.

Θετικές και αρνητικές επιπτώσεις του τουρισμού

Ο τουρισμος είναι μια πραγματικότητα που αλλοιώνει τις Σφακιανές ηθικές αξίες θέτωντας στο προσκήνιο το εμπόριο και τα καταναλωτικά αγαθά, που πολλοι αναγνωρίζουν ως καταστροφικά κοινωνικά όμως υπό ένα αλλο πρισμα αναγνωρίζεται οτι ο τουρισμος επιτρέπει στους ντόπιους να επιβιώνουν και αποτρέπει από τη μετανάστευση. Άραγε, υπό το ίδιο πρίσμα δεν είδαμε και στο αστικό τοπίο την ανάπτυξη του airbnb, ως ένα τρόπο αύξησης του εισοδήματος σε καιρούς οικονομικής ανέχειας; Η μεγάλη άνθηση του φαινομενου δεν δημιούργησε νέου τύπου προβλήματα;

Ο τουρισμος, συνολικά, αναγνωρίζεται ως η πιο μολυσματική δύναμη του μοντερνισμού αφού χαρακτηριζεται από την εισβολη ισχυρών οικονομικά παραγόντων από το εμβληματικό κέντρο της προοδου (τη Δυση) που υπό την οπτική γωνία των Σφακιανών, αναγκάζουν τους ντόπιους να προσαρμοστούν στις ανάγκες τους “(ξε)πουλώντας” τον πολιτισμό τους, μετατρεποντάς τον σε εμπόρευμα.

Μπορεί λοιπόν αρκετοί να τονίζουν ότι ο τουρισμός είναι ένα “αναγκαίο κακο”, ο μόνος τρόπος “να ταϊσουμε τα παιδιά μας”, όμως η άποψη ότι ο τουρισμός είναι πολιτισμικά καταστρεπτικός είναι μια κοινή πεποίθηση όλων των Σφακιανών. Μάλιστα, οι άνθρωποι των ορεινών βουνών διατηρούν έντονα τη ρητορική περί πολιτισμικής καταστροφης σε σχέση με τους κατοίκους της πεδιαδας που κερδοσκοπούν στη βάση του τουρισμου, καθώς παρουσιάζουν τη σχετική φτώχια τους ως ένα παραγοντα που τους επιτρέπει να διατηρούν μια πιο αυθεντικη Σφακιανή ταυτοτητα. Καποιοι, λ.χ. Αζιλακιώτες μιλανε για το χωριο Νίσσος ως “παρασιτικο χωριό” επειδη εξαρταται οικονομικα από την επιθυμια των τουριστων να επισκεπτουν συγκεκριμενο αξιοθεατο που βρισκεται στην περιοχή. Πολλοι περιγραφουν τη σχέση μεταξύ ντόπιων και επισκεπτων, όταν οριζεται στο τουριστικό πλαίσιο, ως δουλικότητα αφού αναγκάζονται να “ζητιανευουν για πελάτες” και “σερβίρουν πίτσες”, μια δήλωση που υποδηλώνει τόσο την εξάρτηση όσο και την πολιτισμική εκπόρνευση (η πίτσα ειναι ένα φαγητό που δεν έχει καμία σχεση με την τοπική κουζίνα το οποίο σερβίρεται επειδή αρέσει στους τουρίστες).

Για αρκετές γυναίκες όμως στα Σφακιά, ο τουρισμός αποτελεί μια δύναμη προοδευτική που τις απελευθερώνει από παλιές αντιλήψεις. Η κορη ενός πλούσιου ιδιοκτήτη σε χωριό της περιοχής είπε οτι ο τουρισμός “‘ανοιξε τα μάτια των ντόπιων γυναικών σε άλλους τρόπους ζωής και τις έκανε να καταλαβουν ότι ο γαμος δεν είναι ο μοναδικός σκοπός της ζωής, ώστε να μην στεναχωρήσεις τον πατέρα σου, καταλήγοντας να ξοδευεις όλη σου τη ζωή στο σπίτι”.

Πολλές μάλιστα γυναίκες εργάζονται σε τουριστικές επιχειρησεις. Η συγκεκριμένη πρακτική δε θεωρείται προβληματική όταν αυτές οι επιχειρησεις είναι οικογενειακές. Τα όρια επαναδιαπραγματεύονται όπως στην περίπτωση μίας γυναίκας που κρατά με τη σκληρή εργασια της λειτουργικό ένα εστιατόριο, που αντικατοπτρίζεται και στη συμμετοχή της, μαζί με αλλες δυναμικές γυναίκες της περιοχές, στο ανδρικο έθιμο των πυροβολισμών σε γιορτές ή στις σφαγές των προβάτων. Η ενεργή συμμετοχη αυτών των γυνικών σε τουριστικές επιχειρησεις και μάλιστα με επιτυχία διευκολύνει την όλο πιο εμφανή και κεντρική παρουσία τους σε μια σειρά κοινωνικών δράσεων.

Σε αντίθεση με τους τουρίστες που δε γνωρίζουν τα βουνά και “βρίσκουν το ζάλο τους με GPS” οι ντόπιοι έχουν μια βαθια γνώση των τόπων, τόσο βαθιά ώστε στην πραγματικότητα το σώμα να μετατρεπεται σε προέκταση του τοπίου. Δε θελουν να βλέπουν τα βουνά από αποσταση, θέλουν να ζούν μέσα στα βουνά.

Η αντιθεση μεταξύ τουριστων και σφακιανών αποτυπωνεται και στον ρουχισμό αλλά και στις συμπεριφορές. Από τη μία πλευρα τα μαύρα πουκαμισα των Σφακιανών, τα στρατιωτικα παντελονια καθως, τα μούσια και τα μετρημενα λόγια και από την άλλη τα πολύχρωμα μπλουζακια, τα κοντά παντελονια και τα σανδάλια των τουριστών με τις φιλικές χειρονομίες και τις φλυαρες κουβέντες, αποτυπώνουν τη διαφορά μεταξύ παράδοσης και μοντερνισμού που για τους Σφακιανούς ταυτίζεται με την θηλυκοποιηση.

Gentrification και η προδοσία της πώλησης γης στους “ξένους” 

Η πώληση παλιών σπιτιων απο ντοπιους σε τουρίστες που θέλουν να τα μετατρέψουν σε εξοχικες κατοικίες αντιμετωπιζονται  απο τους Σφακιανους ως προδοσία. Το χωριό απο ζωντανός οργανισμος μολυνεται απο τις δυναμεις του μοντερνισμου που το μετατρεπουν σε τοπο ξεκούρασης Ευρωπαίων συνταξιούχων.

Χαρακτηριστική είναι και η συζήρηση που είχε ο συγγραφέας με κατοικο του Περαχωριου όπου του είπε ότι θα προτιμούσε να δει το χωριό του ερειπωμένο παρά να πωληθεί στους ξενους (δηλαδή, οποιονδήποτε δεν είναι κάτοικος του Περαχωρίου).

Ο Σήφης, εργάτης στην ανακαίνιση σπιτιού που αγοράστηκε από ένα ζευγάρι Ολλανδών σημείωσε ότι στους τοίχους του σπιτιου βρήκε τρύπες από σφαίρες, οι οποίες θεωρεί ότι βρισκονται εκεί από την περίοδο που οι πρόγονοί του πολέμησαν εναντι στους Οθωμανούς. Με πίκρια και απογοήρευση παρατήρησε ότι αν και οι προγονοι αυτού που πώλησε το σπίτι πολέμησαν ενάντια στους κατακτητές, οι απόγονοί τους πώλησαν την οικογενειακή περιουσία για να αγορασουν ένα καινουργιο αμάξι η για να πιουν τα χρήματα σε διαγωνισμους με αλκόολ στα πανηγύρια. Οι Σφακιανοί αναγνωρίζουν όλα αυτά ως άλλο ένα συμπτωμα τις έκπτωσης των μοντέρνων καιρών.

Η αντίθεση του σημερα με το παρελθόν είναι εντονη και αξιακή με τους αγοραστες να ταυτιζονται με κατακτητές και τους ντόπιους που πουλάνε με προδότες και ασημαντους σε συγκριση με τους προγόνους τους που προάσπισαν τη γη και την περιουσια τους με τα όπλα.

Για τους Σφακιανους η πώληση γης στους “ξενους” παραβιάζει ηθικους κανονες σύμφωνα με τους οποίους η γη ανήκει στις οικογενειες στις οποίες ιστορικά άνηκε.

Κατ’ ένα τρόπο η τρομοκράτηση των τουριστών και η παραγωγη αισθητικου θορύβου με γκράφιτι ενάντια στους Γερμανούς που κατέγραψε ο συγγραφέας αποτελούν μια προσπάθεια αντίστασης των ντόπιων ενάντια στο φαινομενο ενός “εξευγενισμου” (gentrification) και μιας πολιτισμικης κυριαρχίας που παρατηρείται σε τόσες και τοσες περιοχες του κοσμου αλλοιώνοντας το τοπίο και εξωθώντας τους κατοικους αυτών των περιοχών έξω από τους τόπους όπου ζουν.

Κάποιες σκέψεις με αφορμή την ανάγνωση του βιβλίου

Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Καλαντζή δεν αφορά μόνο τους Σφακιανούς αλλά όλη την Κρήτη και την ταυτότητα των Κρητικών. Μέσα από την εθνογραφία του κατανοούμε σε βάθος τις ιδιαιτερότητας της ζωής στα Σφακιά και τον ιδιαίτερο ρολο που παίζει η παράδοση για όλους τους Κρητικούς, αλλά και για τους επισκέπτες του νησιού απο άλλες περιοχές της Ελλαδας και του κόσμου που συντελούν μέσω και της παραγωγής υλικού όπως οι φωτογραφίες στη διαμορφωση προτύπων σε σχέση με το τι είναι αυθεντικά παραδοσιακό. Ταυτόχρονα, το βιβλίο φανερώνει προβληματικές και δημιουργεί πεδία θετικής παρέμβασης.

Οι Σφακιανοί αισθάνονται την ευθύνη της διαφύλαξης της παράδοσης, όχι μόνο για τα Σφακιά αλλά για ολη την Κρήτη και τους Κρητικούς. Αισθάνονται το βάρος της απαίτησης για να παραμείνουν παραδοσιακοί απο εξωγενείς παράγοντες, απόΈλληνες και ξένους. Αναγνωριζουν το πολιτισμικό κεφάλαιο που παράγεται και την αξία που έχει η παράδοση.

Και είναι γεγονός ότι όταν κάποιος μαθαίνει ότι συνομιλεί με έναν Κρητικό, η εικόνα που έρχεται στο μυαλό του δεν είναι ενός ανθρώπου της πόλης, αλλά η εικόνα των Σφακιανών κι άλλων κατοίκων χωριών στα βουνά της Κρήτης. Το κεφάλαιο που παράγουν και διαφυλασσουν αντανακλά σε όλη την Κρήτη και τους Κρητικούς, στις εταιρείες που χρησιμοποιούν εικόνες της παράδοσης για να δωσουν αξία στα προϊόντα τους, στην ιδια τη βιομηχανία του τουρισμού που εμπλουτίζει το προϊόν στη βάση της πολιτισμικής διαφοροποίησης και της αυθεντικότητας της εμπειρίας που προσφερουν που προσφέρουν τόποι όπως τα Σφακιά. Ως εκ τούτου, ο αγώνας των Σφακιανών και το άγχος για να παραμείνουν πιστοί σε παραδοσιακές αξίες αντικατοπτριζει σε ολη την Κρήτη και την Ελλάδα.

Το βάρος της ευθύνης  δεν είναι μόνο προς το παρόν αλλά και προς το παρελθόν της περιοχής, στο οποίο έχουν στραμμένο το βλεμμα τους οι Σφακιανοί. Το παρελθόν αναγνωρίζεται ως ο τόπος της αυθεντικότητας σε αντίθεση με το παρόν όπου ο μοντερνισμός της εποχής ταυτίζεται με τη θηλυκοποιηση και την πολιτισμική ισοπέδωση.

Οι Σφακιανοί όμως δεν έχουν στραμμενο το βλέμμα τους αόριστα προς το παρελθόν αλλά προς μία συγκεκριμένη περίοδο του παρελθόντος, ένα ιδιαίτερο στιγμιότυπο της ιστορίας του τόπου το οποίο αναγνωρίζουν και ως “η αρχη”. Η αρχή είναι το σημείο αυτό στην ιστορία που οι αγώνες των προγόνων τους καθιέρωσαν τα Σφακιά ως τόπο ξεχωριστής σημασίας για όλους τους Κρητικούς. Προσπαθούν να διατηρήσουν την κληρονομιά που άφησαν οι πρόγονοί τους, να μεταλαμπαδεύσουν τις αξίες τους και να σταθούν αντάξιοι της ιστορίας τους.

Όμως φαίνεται ότι, όπως σημειώνει και στον επίλογό του ο συγγραφέας:

“Είναι σα τα χιονισμένα βουνά να λειτουργούν ως μεταφορικά ψυγεία προστατεύοντας έναν κόσμο που κινδυνεύει να εξαφανιστει”.

Μπορεί η παράδοση να μην έχει πεθάνει όμως οι προσπάθειες διατήρησής της υποννοούν ότι είναι εύθραυστη. Και ίσως είναι καιρός το βλέμμα να στραφεί και προς το μέλλον. Γιατί, αν η παράδοση είναι η αναγνώριση της αξίας της διατήρησης στοιχείων από ένα ιδιαίτερο στιγμιότυπο της ιστορίας ενός τόπου, η προσμονή για την επιστροφή σε ένα “σπίτι”, αυτή η επιστροφή ποτέ δε μπορεί να επιτευχθεί. Η ιστορία δε σταματά. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αξία από το να προσπερνάς τους πρόγονούς σου γράφοντας τη δική σου ξεχωριστή ιστορία στη βάση των συνθηκών της εποχής που ζεις, ώστε να αποτελέσει παράδειγμα για αυτούς που θα ακολουθήσουν.

Τα μισοκτισμένα σπίτια και η έλλειψη προοπτικής που εξωθεί κυρίως γυναίκες αλλά και άντρες να επιλέγουν να αφήσουν την περιοχή αποδεικνύει ότι για να έχει μέλλον ο τόπος δεν αρκεί από μονη της η διαφύλαξη των παραδόσεων, όσο σημαντική κι αν είναι. Καθώς φεύγουν οι νεοι, ακολουθεί και η πώληση σπιτιών σε ξένους που αναγνωρίζεται από τους ντόπιους ως προδοσία προς την ιστορία. Όμως, η ερήμωση του τόπου και η έλλειψη προοπτικής πάντα προηγείται.

Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Καλαντζή αποτυπώνοντας ουσιαστικά τον πλούτο της ζωης στα Σφακιά και τη σημασία της παράδοσης ως αξία με πραγματικό και συμβολικό αντίκτυπο, μπορεί να αποτελέσει ένα εργαλείο για την ιχνηλάτηση των μονοπατιών για τις αλλαγές που είναι αναγκαιες ώστε οι τοποι της παράδοσης να γίνουν και τόποι με προοπτική και ελπιδοφορο μέλλον, πρώτα και κύρια για τους ίδιους τους κατοίκους αυτών των τόπων – αντρες και γυναίκες – αλλά και για την Κρήτη. Μπορούν αυτοί οι τόποι να αποτελέσουν ένα νέο πρότυπο. Το μέλλον άλλωστε μπορεί να βασίζεται σε αξίες που έχουν κυρίαρχη θέση στη Σφακιανή κοινωνία, όπως ο σεβασμός κι η αγάπη για το φυσικό περιβάλλον, η αντιθεση προς τον εκφυλισμό της ακραίας εμπορευματοποίησης, η αυτάρκεια, η φιλοξενία.

Χρειάζεται όραμα, όπως το βλέμμα του ανθρώπου που ξανοίγει πάνω στις κορφές των άγριων βουνων της Κρήτης. Χρειάζεται να κάνουμε μια νέα “αρχή” για να βλέπουν αυτοί που θα έρθουν στο μέλλον.

Το βιβλίο «Tradition in the Frame: Photography, Power and Imagination in Sfakia, Crete” κυκλοφόρησε στα αγγλικά στις 8 Σεπτεμβρίου του 2019, μέσω της σειράς βιβλίων “New Anthropologies of Europe” από τις εκδόσεις Indiana University Press. Μπορείτε να το προμηθευθείτε σε κεντρικά βιβλιοπωλεία των Αθηνών.

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ