Η πολιτική αντιπαράθεση είναι θεμέλιο της δημοκρατίας. Η διαφωνία, ακόμη και η σφοδρή, έχει θέση στον δημόσιο διάλογο, αρκεί να εκφράζεται με επιχειρήματα, θέσεις και πολιτικό λόγο. Είναι όμως άλλο πράγμα να υπερασπίζεσαι τις απόψεις σου με πάθος και τελείως άλλο να εισβάλλεις στα γραφεία ενός κοινοβουλευτικού κόμματος με το οποίο διαφωνείς και να επιτίθεσαι στα μέλη του.
Όταν τέτοιες πράξεις μένουν ουσιαστικά ατιμώρητες από τη Δικαιοσύνη, ανοίγει ο ασκός του Αιόλου για επικίνδυνες εξελίξεις.
Η πρόσφατη απόφαση του Πρωτοδικείου σχετικά με την οργανωμένη επίθεση φασιστοειδών στα γραφεία του ΚΚΕ ήταν σκανδαλώδης, καθώς στην πράξη ισοδυναμούσε με αθώωση. Δεν υπήρξε ουσιαστικά τιμωρία. Οι δράστες αφέθηκαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι, σχεδόν σαν να είχαν καταφέρει κάποιο «κατόρθωμα» άξιο επαίνου.
Γι’ αυτό λοιπόν και η εισαγγελική έφεση στην απόφαση του Πρωτοδικείου που επιστρέφει την κατηγορία της σύστασης εγκληματικής συμμορίας, η οποία είχε αρχικά απορριφθεί είναι ουσιαστικότητα και αναγκαία.
Γιατί, αν αποδεχτούμε ως «κανονικότητα» την εισβολή στα σπίτια ή στα γραφεία ανθρώπων με διαφορετικές απόψεις και τον ξυλοδαρμό τους, επειδή πιστεύουμε ότι κατέχουμε την απόλυτη αλήθεια, τότε —ειδικά στην Κρήτη— κινδυνεύουμε να μετατραπούμε σε ζούγκλα.
Και ας μην ωραιοποιούμε τα γεγονότα. Δεν πρόκειται για μια αντιπαράθεση στον δρόμο. Δεν πρόκειται για ακτιβισμό. Πρόκειται για οργανωμένη εισβολή και ξυλοδαρμό. Μια πραγματική εισβολή, σχεδιασμένη για να τρομοκρατήσει και να φιμώσει, όχι μόνο τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ αλλά όσους εκφράζουν διαφορετική άποψη.
Μία μικρή σημείωση για το τέλος. Σε όλο αυτό που έχουμε περιγράψει, η σιωπή των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας ηχεί εκκωφαντικά. Και η σκέψη ότι μπορεί να υποθάλπουν τέτοιες συμπεριφορές, προσπαθώντας να χαϊδέψουν το ακροδεξιό ακροατήριο, προκαλεί ευλόγως ανησυχία.
Έστω και τώρα, οφείλουν να μιλήσουν. Γιατί όταν η βία μένει αναπάντητη, δεν πλήττει μόνο τους στόχους της· υπονομεύει το ίδιο το θεμέλιο της δημοκρατίας.



