Του Σήφη Φανουράκη, αρχιτέκτονα – μηχανικού
Η συλλογική μνήμη συμμετέχει στο μετασχηματισμό του χώρου, μέσα από την οικονομική και πολιτική δράση του κοινωνικού συνόλου.
Η δε σχέση ανάμεσα στον τόπο και τους πολίτες του, πραγματώνεται καθώς, η αρχιτεκτονική, το τοπίο και τα γεγονότα χαράζονται στη μνήμη και καινούργια γεγονότα συμβαίνουν. Έτσι, οι μεγάλες ιδέες διατρέχουν την ιστορία των πόλεων, αλλά και τη διαμορφώνουν.
Εξάλλου, η ένωση του παρελθόντος με το μέλλον βρίσκεται στην ίδια την ιδέα της πόλης, που την διατρέχει ,όπως η μνήμη διατρέχει τη ζωή ενός ανθρώπου και πάντα δίνει μορφή στην πραγματικότητα και αποκτάει τη μορφή της από αυτήν.
Αυτή η ένωση αποτελεί το σταθερό χαρακτηριστικό των αστικών τοπόσημων μιας πόλης, των μνημείων της, καθώς και της ιστορικής γέννησής της.
Η πόλη του Ηρακλείου εμφανίζεται ως «πόλη παλίμψηστη», δηλαδή : Το ένα στρώμα της πολιτισμού εγγράφεται στον ίδιο χώρο που υπήρχε άλλο προγενέστερο. Κάθε «στρώση» αποτελεί υπόβαθρο και μπορεί να επιδράσει στην επόμενη στρώση.
Έτσι, πάνω στο Μινωικό Ηράκλειο, εγγράφεται ο Βυζαντινός και Αραβικός πολιτισμός, όπου στην συνέχεια οι Βενετοί εγκαθιστούν τον δικό τους πολιτισμό, πάνω στον οποίο θα αφήσουν τα ίχνη τους οι Τούρκοι.
Όλα αυτά τα πολιτισμικά ίχνη επιβίωσαν στο πέρασμα του χρόνου χωρίς να αλλοιωθούν τα βασικά τους χαρακτηριστικά της πόλης : ο αστικός ιστός και τα μνημεία.
Εξάλλου, μια πόλη θεωρείται «παλίμψηστη» όταν διαφορετικές ομάδες εγγράφουν τα δικά τους διακριτά «ίχνη», όπου : εποχές και πολιτισμοί διαλέγονται με μια αρμονία και συμβιώνουν , παρουσιάζοντας απεριόριστες χρονικές αποχρώσεις.
Η πόλη του Ηρακλείου ως «παλίμψηστη», τρέφεται από τον μύθο των κραταιών κτισμάτων : τα τείχη και την τάφρο που δεν προστατεύουν τίποτα πια , τους ναούς που υπηρέτησαν διαδοχικά πολλές και διαφορετικές θρησκείες και δόγματα. Μια πόλη που τρέφει το μύθο και τρέφεται από αυτόν, στον λαβύρινθο του χρόνου. Μια πόλη που μόνο μέσα από τις «απουσίες» και τις καταστροφές μπορείς να ανασυνθέσεις τις εικόνες της. Μια πόλη που αντιστέκεται στο χρόνο και που οι κάτοικοί της, θα πρέπει να ανακαλύψουν ξανά απαλλαγμένοι από την καθημερινότητα. Μια πόλη που ενστερνίζεται το «κάθε τι» μέσα στα τείχη της.
Αυτή η πόλη στις προηγούμενες δεκαετίες κυριάρχησε ως πόλη-θέαμα και έχει μετατραπεί ήδη σε χωρικό φορέα πολλαπλών συστημάτων και δικτύων επικοινωνίας.
Σε αυτήν την εξέλιξη ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζουν οι χώροι εκείνοι, που παραδοσιακά συγκέντρωναν τη λαϊκή προτίμηση, μέσω της κοινωνικής εμπειρίας ή συλλογικής αισθητικής διακύβευσης. Μεταξύ αυτών των χώρων ιδιαίτερη συμβολή έχουν, τα μνημεία.
Άλλωστε, η νέα διάρθρωση του αστικού ιστού, που αντικαθιστά τα παλιά τοπόσημα (πλατείες, δημόσιοι χώροι, μνημεία) και άλλους «δημοφιλείς» λαϊκούς χώρους, με φευγαλέα στιγμιότυπα, οφείλεται σε ένα βαθμό στην εξέλιξη του ίδιου του κοινωνικού ρόλου, και του ιστορικού φορτίου του μνημείου.
Το μνημείο, εξ ορισμού, είναι «δημοφιλής» χώρος, και ένας τόπος συλλογικής έκφρασης της μνήμης. Αποτελεί το πρωτογενές πολιτιστικό σχήμα μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η μετάδοση, επικέντρωση, διαλογή, προσαρμογή και ιεράρχηση της συλλογικής μνήμης.
Για παράδειγμα, η έμφαση στη μοναδικότητα των τειχών, της κρήνης Μοροζίνη, ή και ολόκληρου του αστικού ιστού της πόλης παρακινεί κάποιον να ταξιδέψει στο Ηράκλειο για να τα δει. Έτσι, όλες οι πόλεις προσπαθούν να τονίσουν τις «μοναδικότητές» τους και αυτό αφορά και την μοναδικότητα των πολιτιστικών παραδόσεων η οποία στις μέρες μας, είναι στην ουσία ένας τρόπος εμπορευματοποίησης ολόκληρων περιοχών.
Ωστόσο, η πραγματική ένταση δημιουργείται, όταν οι εμπορευματοποιημένες αυτές περιοχές (το εμπορικό κέντρο του Ηρακλείου), καταλήγουν να έχουν πολυκαταστήματα ή καταστήματα hi-tech, στον αντίποδα των πραγμάτων που είναι πραγματικά μοναδικά από άποψη πολιτιστικού ύφους. Κατά συνέπεια εύλογα αναρωτιέται κανείς, γιατί να έρθει σε αυτή την πόλη ; Σε μια πόλη όπου : η ποιότητα της αστικής ζωής έχει γίνει εμπόρευμα, όπου ο καταναλωτισμός, ο τουρισμός και ο «πολιτισμός», έγιναν μείζονες όψεις της αστικής πολιτικής οικονομίας και του οικονομικού lifestyle.
Σε μια πόλη όπου πολλαπλασιάζονται τα καταστήματα ταχυφαγίας, οι boutique κουλτούρας και τα καφέ, με την «ειρήνευση μέσω του cappuccino». Ακόμα και η ασυνάρτητη και μονότονη ανάπτυξη των προαστιακών περιοχών της, χαρακτηρίζεται από ένα κίνημα «νέας πολεοδομίας», που προάγει την boutique lifestyle και πολυκαταστήματα, σαν αναπτυξιακό προϊόν που θα εκπληρώσει τα αστικά όνειρα της υπεράσπισης των αξιών της ιδιοκτησίας, που λειτουργεί ως κυρίαρχο πολιτικό ενδιαφέρον.
Τώρα και χρόνια το «δικαίωμα» στην πόλη του Ηρακλείου έχει περάσει στα χέρια ιδιωτικών και ημι-ιδιωτικών συμφερόντων, που αναμορφώνουν την πόλη σύμφωνα με τις επιθυμίες τους : με αναπλάσεις (πλακοστρώσεις), με τραπαζόδρομους, που ανατρέπουν την υπάρχουσα αξία γης και ταυτόχρονα «τέρπουν» το βλέμμα του τουρίστα.
Σε αυτή την πόλη, πως θα ενθαρρυνθεί η πολιτική συμμετοχή, σε ένα αστικό σύμπαν αποτελούμενο από απομονωμένα προάστια, περιτοιχισμένες κοινότητες, ιδιωτικοποιημένους χώρους, επιτηρούμενα μεγάλα εμπορικά κέντρα και αθρόες ρυμοτομήσεις και κατεδαφίσεις κτηρίων ;
Έτσι, η ιδέα της «δημόσιας σφαίρας» σαν ένα πεδίο πολιτικής συζήτησης και συμμετοχής και συνεπώς σαν θεμέλιο μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης, έχει υποθηκευτεί από τις οικονομικές δυνάμεις. Και βέβαια, το αρχέτυπο του φυσικού χώρου εντός του οποίου ενδεχομένως υλοποιείται το δημοκρατικό ιδεώδες έχει καταστραφεί.
Άλλωστε, η καθημερινή ζωή στην πόλη, τα προάστια, η μονοτονία των μεγάλων εμπορικών κέντρων, η μεγαλοπρέπεια συγκεκριμένων μορφών της αστικής αρχιτεκτονικής, οι επαίτες στα πεζοδρόμια ή η γαλήνη και η ομορφιά ενός αστικού πάρκου – ασφαλώς και επηρεάζει την σκέψη και την πολιτική δράση σε αυτή την πόλη που, έχει μεταβληθεί σε «ομοιογενή» μέρη ενός μοναδικού επιπέδου οικονομικών υπηρεσιών και η ίδια «είναι» το σύστημα συσσώρευσης οικονομικών δραστηριοτήτων στο έδαφος.
Ωστόσο, οι ίδιες οι κοινωνικές εξελίξεις θα πρέπει να επαναφέρουν στο πραγματικό πεδίο τον αστικό χώρο : ως πυκνωτή κοινωνικής εμπειρίας και ως το υλικό υπόστρωμα της κοινωνικής και ταξικής πάλης και της συλλογικής μνήμης.