Γράφει ο Κανάκης Γερωνυμάκης
Το φθινόπωρο του 1935 όταν ανοίγανε τα σχολεία, ο δικός μας δάσκαλος, ο αείμνηστος. Γ. Μανταδάκης, αυτός ο άριστος εκπαιδευτικός και άριστος άνθρωπος, είχε καρδιακό πρόβλημα και του έδωσε η υπηρεσία του για τρεις μήνες αναρρωτική άδεια. Τα παιδιά από τρίτης τάξης και άνω πηγαίναμε με τα πόδια μας στο σχολείο των Κομητάδων. Τα παιδιά πρώτης και δευτέρας τάξης είχανε «αργία».
Εκείνο το φθινόπωρο ήτανε εξαιρετικά ευνοϊκές οι καιρικές συνθήκες. Η γη έβγαλε άφθονα χόρτα και οι κτηνοτρόφοι μένανε στο Ασφένδου στο θερινό μας χωριό μέχρι τα Χριστούγεννα. Τα οπωροφόρα δένδρα ανθήσανε σε όλο το χωριό και αυτό το φθινόπωρο ήτανε ανοιξιάτικο. Ο δάσκαλος, ένας εργένης συνταξιούχος αστυνομικός και ο καφετζής του χωριού εσταματήσανε στο Ασφένδου μέχρι τα Χριστούγεννα, όπου μαζί και με τους κτηνοτρόφους αποτελούσανε μια καφενειακή απαρτία.
Οι μαθητές των τεσσάρων μεγαλυτέρων τάξεων από τον Βουβά κάθε πρωί τα αγόρια με τις φαντές μας σάκες με ιμάντα τις κρεμούσαμε από τον λαιμό μας μα τα κοριτσάκια τις κρατούσανε από αυτάκια σαν βαλίτσες (και στις σάκες υπήρχε διάκριση τότε ανάμεσα στα φυντάνια των δύο φύλων). Εκρατούσαμε το φαγάκι μας, συνήθως όσπρια ή χορταρικά. Τότε τα πιο πολλά σπίτια είχανε ζευγάρι και βγάζαμε όσπρια δικής μας παραγωγής (φακή, φάβα, ψαρές). Πάντα βάζαμε και χαρούπια στις σάκες μας. Και πριν από τον πόλεμο ήτανε στις δόξες της η φτώχεια όπου γνωρίσαμε και τη θυγατέρα της που την λέγανε πείνα.
Στη δεκαετία του 1930 έπεσε διεθνώς οικονομική κρίση από το κράχ του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, μα στη χώρα μας είχαμε και επί μέρους τον απόηχο από την Μικρασιατική περιπέτεια και κατά συνέπεια το σιτηρέσιό μας υστερούσε ποιοτικά και ποσοτικά. Οι Κομητάδες όμως δεν βγάζανε χαρούπια και όταν τα δίναμε στους Κομητιανούς συμμαθητές μας ήτανε ευπρόσδεχτα. Μάλιστα μας τα ζητούσανε. Με τα Κομητιανάκια κάπου – κάπου τσακωνόμαστε, μα το τσάκωμα ήτανε για λίγες στιγμές ενώ φιλικοί δεσμοί που άρχισαν από τότε κρατήσανε εφ’ όρου ζωής.
Στις αρχές του σχολικού έτους έκανε καλοσύνες μα στη συνέχεια, δεν έκανε χιονιές, έκανε όμως συχνά ραγδαίες βροχές και συχνά μας βρήκανε στον δρόμο και ούτε μια ομπρέλα που είναι φτηνοδουλειά δεν είχαμε στα μίζερα εκείνα χρόνια. Κάποια φορά μας έπιασε μια βροχή ανάμειχτη με ψιλό χαλάζι. Η Όλγα μοναχοπαίδι και σε σχετικά οικονομημένο σπίτι, που τη μεγαλώνανε στα όπα – όπα, άρχισε και έκλαιγε. Ο Θόδωρος, που και άλλες φορές είχε βραχεί, όταν πήγαινε φαί στον μπαμπά του στα πρόβατα, ήτανε και συγγενάκι της Όλγας, έβγαλε το σακάκι του και το έδωσε της Όλγας και το φόρεσε έξω από το φορεματάκι της, ενώ αυτός έμεινε με το πουκαμισάκι. Ήμαστε παιδιά πάνω στη ζωηράδα μας και στην παιδική μας αφέλεια και συχνά στο διάστημα από το τέλος του πρωινού, μέχρι την αρχή του απογευματινού σχολείου, αδέσποτα εμείς στο ξένο χωριό, κάναμε και αταξάδες. Επηγαίναμε π.χ. και κλέβαμε πορτοκάλια από τη βρύση και άλλα ανάλογα. Κάποια φορά εκάναμε μια ομαδική αταξία. Ομαδικά ετιμωρηθήκαμε, όλα τα Βουβιανάκια.
Μετά τα Χριστούγεννα άνοιξε το σχολείο μας στον Βουβά, όμως επειδή συμπορευτήκαμε για κάποιο διάστημα τα δύο σχολεία, μας πήγε ο δάσκαλός μας κάποια φορά σαν εκδρομή για να επικοινωνήσομε με τους φίλους μας. Όμως μόνο εγώ και η Ελένη, που ζει και αυτή γρεδάκι στα Χανιά, είμαστε ακόμα στη ζωή από όλα τα Βουβιανάκια που πηγαίναμε στο Κομητιανό σχολείο το σχολικό έτος 1935-1936.