Του Ιωάννη Κουρουτάκη
29 του Μάη του 1453. Ημέρα Τρίτη. Καταραμένη για τον Ελληνισμό μέρα. Η βασιλεύουσα πόλις, η Κωνσταντινούπολις, η θρυλική βασίλισσα, η βασίλισσα των βασιλισσών, έπεφτε, μαζί της και ο τελευταίος των Ελλήνων αυτοκρατόρων ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – Δραγάσης.
Η Πόλις ΕΑΛΩ!
Ο Μωάμεθ ο Β’ ο πορθητής, ο κύριος της Οικουμένης, καβάλα στο χρυσοστολισμένο αραβικό του άλογο, έμπαινε θριαμβευτής και τροπαιούχος στη χιλιόχρονη πόλη των ονείρων του. Από μικρό παιδί ονειρεύοταν τούτη τη μέρα. Η πόλη που επί 10 αιώνες άντεξε σ’ όλες τις επιδρομές τόσων και τόσων βαρβάρων, κείτονταν στα πόδια του σκλάβα.
Σπηρούνισε το άλογό του, προχώρησε κατά την Αγιά Σοφιά. Έπρεπε να ολοκληρώσει τον θρίαμβό του, να ταπεινωθεί ο Θεός των Χριστιανών. Οι δρόμοι γεμάτοι πτώματα, χιλιάδες πτώματα. Το άλογό του στην κυριολεξία πατούσε επί πτωμάτων. Έφτασε. Έκλεισε τα μάτια του από ηδονή.
Μπήκε στην ξακουσμένη εκκλησιά… και δάκρυσαν οι εικόνες
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες οι απόγονοι του Ερτογλού και του Οθμάν – Σουλτανική αδεία – εγκληματούσαν, σκύλευαν και κομμάτιαζαν τις σάρκες του Ελληνισμού. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες η ανθρωπότητα έκρυβε το πρόσωπό της από ντροπή και φρίκη. Την τέταρτη μέρα ο Σουλτάνος διέταξε να σταματήσουν οι σφαγές και να τον τώρα που με την έπαρση της αλαζονείας στο πρόσωπό του περιτριγυρισμένος από τους πασάδες του, βγήκε να σεριανίσει την Βασιλεύουσα και να καμαρώσει ολοκληρωμένο το έργο του. έπλεε σε πελάγη ευτυχίας ο πολυχρονεμένος Πατισάχ και αντάμοιβε πλουσιοπάροχα αυτούς που πρώτοι μπήκαν στην πόλη. Από την πρώτη στιγμή ο Σουλτάνος διέταξε να βρουν το νεκρό του Αυτοκράτορα. Τον βρήκε και διέταξε να θαφτεί με τιμές.
Ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – Δραγάσης παραήταν παλικάρι. Εμάχετο στην πρώτη γραμμή, στην πύλη του Ρωμανού δίπλα στον σιδερόφραχτο Γενοβέζο ιππότη Ιωάννη Ιουστινιάνη που ήταν και η ψυχή της άμυνας. Όλα πήγαιναν καλά. Παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις των Τούρκων οι Βυζαντινοί άντεχαν. Δυό φορές αποκρούστηκαν οι ορδές του Σουλτάνου ο οποίος ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση (το είχε υποσχεθεί άλλωστε), ότι σε περίπτωση αποτυχίας θα έλυνε την πολιορκία και θα έφευγε.
Την ώρα λοιπόν εκείνη που ο Κωνσταντίνος ετοιμαζόταν να φωνάξει: Κουράγιο Αδέλφια Νενικίκαμεν, την ώρα εκείνη μια μολυβένια σφαίρα περνά από τη χαραμάδα που ο θώρακας έχει κάτω από τις μασχάλες, την μπήγει στο στήθος, τη βγάζει από την ωμοπλάτη και ο Αρχιστράτηγος Ιουστινιάνης που την στιγμή εκείνη είχε σηκώσει το χέρι του να ξεκάνει έναν γενίτσαρο, σωριάζεται αιμόφυρτος στα τείχη.
Σπεύδει αμέσως ο Κωνσταντίνος κοντά του, του δίνει θάρρος και καλεί τον προσωπικό του γιατρό να τον γιατρέψει. Εκείνος όμως αρνείται να δεχθεί την βοήθεια. Θέλει να φύγει. Ο Κωνσταντίνος με δάκρυα στα μάτια του υπενθυμίζει το χρέος του. Εκείνος θέλει να πάει στο καράβι του να τον γιατρέψει ο γιατρός του. Φεύγει λοιπόν ο Ιουστινιάνης και παίρνει μαζί του και τους γενοβέζους του.
Αδειάζει η πύλη του Ρωμανού από στρατιώτες πεπειραμένους ικανούς να ανταπεξέλθουν στην κρισιμότητα του αγώνα.
Ο Μωάμεθ παρατηρερί, βλέπει αφύλαχτη την πύλη και οξυδερκής ως είναι αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία. Διατάζει λοιπόν γενική επίθεση του στρατού του κατά της απροστάτευτης πύλης…
Μένει μόνος ο Κωνσταντίνος. Μένουν αφύλαχτα τα τείχη. Μένει μόνος ο θρύλος της Ρωμιοσύνης. Αυτός και ολίγοι βυζαντινοί στρατιώτες. Στρέφεται προς αυτούς και προς την σωματοφυλακή του που άλλοτε αριθμούσε εκατοντάδες τώρα αλίμονο μόνο λίγοι, μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού.
Λέει απλά, ήρεμα, γαλήνια. Τα αθάνατα λόγια. «Εμπρός παιδιά, πάμε να πεθάνουμε!».
Πετάει από πάνω του τον αυτοκρατορικό μανδύα. Μένει με την ποκαμίσα και το σπαθί και ορμάει πάνω στα σουλτανικά φουσάτα επιζητώντας τον θάνατο παρά την αιχμαλωσία και την ατίμωση. Μόνος τα βάζει με όλους. Σαν παλαβός ανεβοκατεβάζει αριστερά και δεξιά το σπαθί του ανοίγοντας δρόμο. Δεινός ξιφομάχος ο Κωνσταντίνος μεγαλουργεί. Και τότε έρχεται σε βοήθεια του αυτοκράτορα ότι απέμεινε από τη θρυλική σωματοφυλακή του. Η τελευταία Εξάδα! Κρατείστε ονόματα: Θεόφιλος Παλαιολόγος, Φραγκίσμος Τολεδάνος, Ματθαίος Σγουρομάλλης, Ιωάννης Δαλμάτης, Δημήτριος Κατακουζηνός και ο Αρχοντας Βρανάς.
Με αλαλαγμούς περιστοιχίζουν τον αυτοκράτορά τους. Τον κυκλώνουν, τον βάζουν στη μέση, τον προστατεύουν. Εμπρός φωνάζουν, να σωθεί το ιερό πρόσωπο του αυτοκράτορα. Δέκα η ώρα το πρωί. Εκεί στην πύλη του Ρωμανού η τελευταία Εξάδα θαυματουργεί. Δίνει μαθήματα παλικαριάς. Κάνει θαύματα αντρειοσύνης. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, παράλογο, οι έξι τελευταίοι σωματοφύλακες απωθούν τους τρομερούς γενίτσαρους.
Ο Δον Φραγκίσκος Τολέδος σαν παλαβός σκίζει με τα δόντια του τους γενίτσαρους, όσους δεν προλαβαίνει να κόψει με το σπαθί του. Ο Δαλμάτης με τον Σγουρομάλλη και τον ασύγκριτο Κατακουζηνό ξεκάνουν όσους τολμούν να πλησιάσουν τον Κωνσταντίνο. Ο Θεόφιλος Παλαιολόγος με τον Άρχοντα Βρανά προστατεύουν από τα νώτα τον Αυτοκράτορα. Ως πότε όμως! Είναι άνιση η μάχη.
Οι Τούρκοι είναι αναρίθμητοι και συνεχώς προστίθενται και άλλοι. Ως πότε!
Με μια ξαφνική κίνηση ο Κωνσταντίνος διασπά τον προστατευτικό κλοιό της σωματοφυλακής του και ρίχνεται μπροστά. Δεν αντέχει να δει τον χαμό της. Θέλει να πεθάνει πρώτος.
Οι έξι όμως αετοί αντιλαμβάνονται τις προθέσεις του και τρέχουν να σώσουν τον βασιλιά τους.
Έξι απροσκύνητοι τρέχουν να προστατέψουν τον στερνό απροσκύνητο. Έξι κοφτερά σπαθιά που δεν αστειεύονται τοποθετούνται πάλι σαν ασπίδα γύρω του.
Έξι πύρινες αγγελικές ρομφαίες ξανασχηματίζουν προστατευτικό κλοιό ολόγυρά του.
Ήταν έξι, και ο Κωνσταντίνος επτά.
Έμειναν έξι… πέντε… τέσσερεις.. τρεις… δύο… ένας… κανένας. Έπεσαν όλοι. Ο ένας πάνω στον άλλο. Και όλοι μαζί πάνω στον αυτοκράτορα.
Τον προστάτευαν ζωντανό. Τώρα τον προστατεύουν πεθαμένο. Έπεσαν όλοι. Στην πύλη του Ρωμανού. Κοντά στην καταραμένη κερκόπορτα.
Η θρυλική τελευταία εξάδα κι ο αυτοκράτορας