Γράφει ο Ιωάννης Κουρουτάκης
28 του μάη του 1453. Ημέρα Δευτέρα. Μια μέρα πριν το τέλος. Μια μέρα πριν ο Μωάμεθ ο Β’ επιτεθεί στην χιλιόχρονη Κωνσταντινούπολη και την αλώσει.
Τρομερή δραστηριότητα στο τουρκικό στρατόπεδο. Φωνές, φωτιές, βλαστήμιες, κατάρες, τρεχάματα, γυμνάσματα, ετοιμασίες, τυμπανοκρουσίες. Όλα έτοιμα για την μεγάλη επίθεση.
Από νωρίς οι ουλεμάδες χτυπούσαν τα τύμπανα. Οι δερβίσηδες προσεύχονταν και εμψύχωναν τους τρομερούς γενίτσαρους, ενώ ο Σουλτάνος υπόσχονταν στον τεράστιο στρατό του τριήμερη λεηλασία. Το τέλος πλησίαζε.
Τραγικά μόνος ο τελευταίος Βυζαντινός Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – Δραγάσης – Δράκος. Βοήθεια καμία. Ο πάπας αρνείται να στείλει βοήθεια. Θέλει τα πρωτεία. Τα πρωτοτόκια που λένε.
* * *
Η Αγιά –Σοφιά, η μεγάλη εκκλησιά, το καύχημα της Ρωμιοσύνης – Χριστιανοσύνης είναι κατάμεστη από κόσμο. Σε λίγο έρχεται και ο Κωνσταντίνος μαζί με τον πρωτοσύμβουλο και πρωθυπουργό του – το πατέρα της αγαπημένης του Άννας – άρχοντα Νοταρά. Είναι ντυμένος απλά, σαν τον τελευταίο στρατιώτη. Είναι χλωμός, κατάχλωμος. Το τέλος πλησιάζει.
Με βήμα αποφασιστικό προχωρεί και καταλαμβάνει την θέση του στον αυτοκρατορικό θρόνο. Αρχίζει η λειτουργία. Η τελευταία… λειτουργία. Ακούγεται η λυγμική – θρηνητική φωνή του Πατριαρχεύοντος «Σώσον Κύριε τον λαόν σου». Τα πλήθη ξεσπούν σε λυγμούς. Χιλιάδες χέρια υψώνονται ικετευτικά προς την Θεοτόκο «Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι…». Τρομερές σκηνές ξετυλίγονται. Ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει την τραγικότητα των στιγμών. Ο Κωνσταντίνος γονατίζει και ζητά συγχώρεση από το ανώνυμο πλήθος…
* * *
29 Μάη 1453. Ξημερώματα.
Οι μπορμπάδες του προσκυνημένου Ούγγρου Ουρβανού αρχίζουν αν σφυροκοπούν ανελέητα τα μισογκρεμισμένα τείχη. Ο Κωνσταντίνος μαζί με τον αρχιστράτηγο Ιωάννη Ιουστινιάνη μάχονται στην Πύλη του Ρωμανού. 7.500 χιλιάδες οι υπερασπιστές εναντίον 150.000-200.000 Οθωμανών. Άνιση μάχη. Δύο λυσσαλέες επιθέσεις των Οσμανλήδων αποκρούονται. Ακολουθεί η τρίτη και τελευταία. Οι Ιουστινιάνης πέφτει, ανοίγει η κερκόπορτα. Η πόλις εάλω!
Οι βρυκόλακες ξεσκίζουν τις σάρκες του ελληνισμού… και δάκρυσαν οι εικόνες.
* * *
Τα διάβαζε όλα αυτά ο Παπά-Νουφράκης, τα διάβαζε τα ξαναδιάβαζε και ύψωνε τις γροθιές του ανταρεμένος. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του και έλεγε στους άλλους αδελφούς του παπάδες. «Δεν το βαστώ αυτό μωρέ παιδιά, ακούς εκεί η … τελευταία λειτουργία!»…
* * *
Γενάρης του 1919
Τα πλοία που μετέφεραν στη Ρωσία δύο ελληνικές μεραρχίες να πολεμήσουν τους Μπολσεβίκους πέρασαν από την Πόλη. Μεταξύ των στρατιωτών και ο στρατιωτικός ιερέας Παπά-Νουφράκης που βγήκε στη στεριά μαζί με λίγους Έλληνες Αξιωματικούς να πάνε να προσκυνήσουν στην Αγία του Θεού Σοφία.
Δεν βάδιζε, πετούσε ο παπάς. Ακούς εκεί μονολογούσε. Ακούς εκεί η τελευταία λειτουργία. Τώρα θα δεις. Μπήκαν στην Μεγάλη εκκλησία. Με αστραπιαία κίνηση φόρεσε το πετραχήλι και με στεντόρια φωνή αρχίζει να ψάλλει τη Υπερμάχω. Ξαφνιάζονται οι πάντες. Οι Τούρκοι τα ‘χουν χαμένα. Μα ο Παπά-Νουφράκης συνεχίζει: «Ευλογητός ο Θεός…».
Φρενιάζουν από το κακό τους οι Τούρκοι. Διαμαρτύρονται, απειλούν. Δημιουργείται διπλωματικό επεισόδιο. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος καλείται να δώσει εξηγήσεις. Δεν γνωρίζομε πως «μπάλωσε» το πράγμα ο Βενιζέλος, γνωρίζομαι όμως την τελευταία πράξη. Το κλείσιμο της αυλαίας που έγινε στο γραφείο του Έλληνα πρωθυπουργού στην Αθήνα.
Βενιζέλος: Ίντα ‘καμες μωρέ;
Παπάς: Ό,τι έκαμα, το καμα. Και πάλι αν μπορέσω θα το ξανακάμω. Ακούς ‘κει η τελευταία λειτουργία.
Βενιζέλος: Δηλαδή δεν βάζεις μυαλό μωρέ θεριό;
Παπάς: Όντες θα βάλει ο Αρχηγός μ ου, θα βάλω κι εγώ.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του ο Παπά-Νουφράκης. Πετιέται απ’ τη θέση του ο Βενιζέλος, πιάνει τον παπά, δίνει του μια και τον στριφογυρίζει σαν σβούρα, και τον αρπάζει στην αγκαλιά του…
«Αν είχα μωρέ άλλους δέκα σαν και σένα θα την έπαιρνα σίγουρα την Πόλη». Λέει του και τον καταφιλεί.