Της Μαρίας Δεδούση
Σήμερα το όριο είναι στα 67. Αν σε λίγα χρόνια βρεθούν τρόποι να ζούμε ως τα 150, το όριο μπορεί να πάει στα 132. Υπερβολή αυτό, ίσως και όχι. Πιθανώς ένας δικηγόρος μπορεί να γίνει νομικός σύμβουλος όσο έχει σώας τα φρένας. Αλλά ο βιομηχανικός εργάτης ή ο υπάλληλος στο σουπερμάρκετ κάνουν σωματικά επίπονη εργασία και κανείς δεν θα τους κρατήσει σε δουλειά στα 75 τους
Εάν περιμένετε να διαβάσετε σε αυτό το κείμενο πληροφορίες ή προβλέψεις για το επόμενο όριο συνταξιοδότησης, μην περιμένετε. Είναι εξίσου ασφαλές να κάνεις τέτοιες προβλέψεις, όσο και το να προσπαθείς να υπολογίσεις με ακρίβεια τους αριθμούς στην κλήρωση του Τζόκερ. Σήμερα που μιλάμε, το όριο είναι στα 67.
Αν σε λίγα χρόνια βρεθούν τρόποι να ζούμε ως τα 150, το όριο μπορεί να πάει στα 132. Ναι, είναι υπερβολή αυτό, ή ίσως και όχι, αλλά γενικά δίνει το νόημα. Και οι Γάλλοι, εξάλλου, θεωρούσαν αυτονόητο ότι θα κάθονται στα 62, αλλά ο Μακρόν είχε άλλη άποψη. Διάβαζα ένα άρθρο στον Economist, του οποίου το γενικό νόημα είναι ότι δεν πρέπει να βγαίνουμε στη σύνταξη, διότι πέραν του ότι δεν είναι οικονομικά επωφελές, δεν μας κάνει και καλό.
Το γεγονός, βέβαια, ότι ο Economist χρησιμοποιεί ως παραδείγματα ανθρώπων που δεν σταμάτησαν ποτέ να εργάζονται τον Τζόρτζιο Αρμάνι και τον Γουόρεν Μπάφετ, είναι λίγο περιοριστικό, για να το θέσω ευγενικά. Κυρίως επειδή ο κύριος Αρμάνι και ο κύριος Μπάφετ (89 και 93 ετών αντίστοιχα) είναι πάμπλουτοι και αφεντικά του εαυτού τους. Αμα θέλουν δουλεύουν, άμα θέλουν κάθονται.
Η πραγματικότητα των περισσοτέρων εξ ημών διαφέρει πολύ από τη δική τους. Οπως και από την πραγματικότητα των άλλων ανθρώπων στους οποίους αναφέρεται το άρθρο, CEO σε εταιρείες, σούπερ επιτυχημένοι δικηγόροι και γιατροί, όλοι αυτοί μαζί είναι ένα απειροελάχιστο ποσοστό του γενικού πληθυσμού. Και κατά κανόνα συνεχίζουν να είναι περιζήτητοι μετά την ηλικία συνταξιοδότησής τους, λόγω της πείρας, των γνώσεών τους και των γνωριμιών τους. Και για διάφορους άλλους λόγους.
Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όπου το ένα τρίτο των ανθρώπων δήλωσε σε πρόσφατη δημοσκόπηση ότι πιθανώς δεν θα σταματήσει να εργάζεται ποτέ, κυρίως για οικονομικούς λόγους, την προεδρία της χώρας διεκδικούν φέτος δύο άνθρωποι που θα έπρεπε να έχουν πάρει σύνταξη εδώ και περίπου δύο δεκαετίες. Ο Τζο Μπάιντεν και ο Ντόναλντ Τραμπ δεν συνεχίζουν να εργάζονται επειδή χρειάζονται τα χρήματα, αλλά επειδή «τους χρειάζονται» οι άλλοι. Ή έτσι νομίζουν (οι άλλοι).
Ας αφήσουμε τις ΗΠΑ, όμως, για να έρθουμε στα δικά μας. Αρχικά, δεν είναι εφικτό για όλους να μη σταματήσουν να εργάζονται όταν φτάσουν στην ηλικία συνταξιοδότησης. Υπάρχουν πολλών ειδών δουλειές. Πιθανώς ο δικηγόρος μπορεί να κάνει τον νομικό σύμβουλο όσο έχει σώας τα φρένας, ο βιομηχανικός εργάτης, όμως, ή ο άνθρωπος που φορτώνει ράφια στο σουπερμάρκετ, αφενός κάνουν σωματικά επίπονες δουλειές, αφετέρου κανείς δεν θα τους κρατήσει στα 75 τους σε δουλειά.
Ηδη ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων αντιμετωπίζει «ηλικιακό ρατσισμό» στην αγορά εργασίας, καθώς προτιμώνται οι νέοι και πιο χαμηλόμισθοι, από ανθρώπους με πείρα και απαιτήσεις. Κατά δεύτερον, ας δούμε τι σημαίνει «παίρνω σύνταξη» στην Ελλάδα τού σήμερα.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία (Ιανουάριος 2023) του υπουργείου Εργασίας (ΗΔΙΚΑ/ΗΛΙΟΣ), είναι η χώρα με το χαμηλότερο μέσο όρο συντάξεων στην Ευρωζώνη (η μέση κύρια σύνταξη ανέρχεται στα 753,14 ευρώ μεικτά/703,30 ευρώ καθαρά), ενώ περίπου οι μισοί συνταξιούχοι λαμβάνουν σύνταξη κάτω των 700 ευρώ (658 ευρώ καθαρά).
Πώς ζεις στην ακριβότερη χώρα της Ευρώπης με 658 ή και λιγότερα ευρώ τον μήνα;
Πώς ζεις ακόμη και με 1.000 ευρώ το μήνα, ιδιαίτερα εάν δεν έχεις δικό σου σπίτι;
Δεν ζεις, είναι δεδομένο αυτό. Περιμένεις βοήθεια από τα παιδιά σου, που με τη σειρά τους περιμένουν βοήθεια από σένα. Κι όλοι μαζί δεν περιμένετε βοήθεια από πουθενά.
Ξέρω πολλούς ανθρώπους, ακόμη και στο δικό μου επάγγελμα, το οποίο θεωρητικά δεν έχει ημερομηνία λήξης, που είναι και κάτω των 60 κι όμως κυριολεκτικά ζουν για τη μέρα που θα πάρουν σύνταξη. Ονειρεύονται «ζωάρα» σε ένα παραθαλάσσιο σπίτι, με πολλά βιβλία, αναμμένο τζάκι (και θέρμανση φυσικά) τους χειμώνες, ταξίδια, μπάρμπεκιου με τους φίλους τους και χουχούλιασμα με τον/η σύντροφό τους (ασχέτως που πολλοί δεν έχουν) κάτω από τη ζεστή κουβέρτα.
Ο βασικός λόγος που τους συμβαίνει αυτό δεν είναι ότι έχουν ξεκουτιάνει και πιστεύουν ότι όλα αυτά γίνονται με 1.200 ευρώ στην καλύτερη, που θα πάρουν τον μήνα.
Ο βασικός λόγος είναι ότι έχουν κουραστεί με διάφορες όχι πολύ καλές συνθήκες εργασίας, με τη σταδιακή απαξίωση της εργασίας τα τελευταία χρόνια και με το γεγονός ότι δεν παίρνουν καμία απόλαυση από αυτήν.
Η αλήθεια είναι ότι λίγοι άνθρωποι απολαμβάνουν τη δουλειά τους. Λίγοι άνθρωποι ξυπνούν το πρωί και δεν βλέπουν την ώρα να πάνε να χωθούν σε ένα οκτάωρο (δεκάωρο, δωδεκάωρο). Δεν είναι όλες οι δουλειές δημιουργικές, δεν είναι όλες οι δουλειές ικανοποιητικά αμειβόμενες, δεν είναι όλες οι δουλειές ευέλικτες. Ελάχιστες είναι, για την ακρίβεια. Συνεπώς, ο μέσος Ελληνας, στα 55-60 του, έχει κατά κανόνα δύο δρόμους: Να ονειρεύεται ότι θα λιώσει σε όλη τη ζωή του σε ένα κακοπληρωμένο οκτάωρο ή να ονειρεύεται ότι θα είναι εξίσου κακοπληρωμένος, αλλά τουλάχιστον θα κάθεται.
Εάν ανήκεις στους τυχερούς που αγαπούν τη δουλειά τους και πέραν της υλικής αμοιβής λαμβάνουν και ηθική ή άλλη ικανοποίηση από αυτήν, προφανώς και δεν έχεις λόγο να την παρατήσεις για να βγεις στη σύνταξη. Είναι ωραίο για έναν άνθρωπο να αισθάνεται παραγωγικός και χρήσιμος. Παρατείνει και τη «νεότητα».
Ο συγγραφέας του άρθρου στον Economist λέει ότι ονειρεύεται στα 70 του να συνεχίσει να αρθρογραφεί. Τον καταλαβαίνω απόλυτα. Αισθάνομαι ακριβώς το ίδιο. Δεν μπορώ να με φανταστώ «συνταξιούχο» με καμία από τις έννοιες της λέξης. Εχω συναίσθηση, όμως, ότι ανήκω στους ελάχιστους και πάρα πολύ τυχερούς. Και ενσυναίσθηση προς εκείνους που δεν είναι. Και έχουν κάθε δικαίωμα να θέλουν να βγουν στη σύνταξη και να ζήσουν τα τελευταία τους χρόνια με αυτήν αξιοπρεπώς.