Η φορολογική ακτινογραφία της Ελλάδας για το 2024 (εισοδήματα 2023) αποτυπώνει ένα τοπίο έντονων αντιθέσεων, όπου η μεσαία τάξη πιέζεται ασφυκτικά ανάμεσα σε τεκμήρια, δάνεια και ηλεκτρονικές αποδείξεις, ενώ την ίδια στιγμή ένα σημαντικό –αλλά σαφώς μικρότερο– ποσοστό φορολογούμενων συνεχίζει να καταγράφει εισοδήματα και περιουσιακά στοιχεία που δείχνουν υψηλό βιοτικό επίπεδο και ισχυρή οικονομική αντοχή. Η βάση των στοιχείων, που προκύπτει από 6,7 εκατομμύρια φορολογικές δηλώσεις, προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να παρατηρηθεί όχι μόνο η κατανομή του πλούτου, αλλά και οι προτεραιότητες και η καθημερινότητα των ελληνικών νοικοκυριών.
Περίπου ένα στα τρία νοικοκυριά δηλώνει ιδιόκτητη κύρια κατοικία (2.335.187 δηλώσεις), γεγονός που διατηρεί ζωντανή την παραδοσιακή ελληνική «κουλτούρα ιδιοκτησίας», παρότι το φορολογικό βάρος των ακινήτων έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Αντιθέτως, σχεδόν 1,84 εκατομμύρια νοικοκυριά δηλώνουν ότι διαμένουν σε μισθωμένο ή παραχωρημένο ακίνητο, κάτι που συνδέεται τόσο με τις μετακινήσεις εντός των πόλεων όσο και με τη στήριξη από την οικογενειακή περιουσία. Η εικόνα των κατοικιών αποτυπώνει τις πρώτες ρωγμές μιας αγοράς που δεν είναι πια προσιτή σε όλους.
Περισσότεροι από 1 εκατομμύριο φορολογούμενοι δήλωσαν έσοδα από ενοίκια συνολικού ύψους 4,69 δισ. ευρώ. Το μέσο εισόδημα αγγίζει τα 4.300 ευρώ ετησίως, καθιστώντας τα ακίνητα βασικό πυλώνα παθητικού εισοδήματος. Αν όμως αυτό είναι η «μεσαία» κατηγορία, πιο ψηλά υπάρχει άλλη εικόνα: 1.672 φορολογούμενοι δήλωσαν 20,34 εκατ. ευρώ από ακίνητα του εξωτερικού, με μέση απόδοση σχεδόν 12.000 ευρώ ανά άτομο – σχεδόν τριπλάσια σε σχέση με την εγχώρια αγορά. Η παρουσία του πλούτου εκτός Ελλάδας επιβεβαιώνεται και από τις 21.277 δηλώσεις καταθέσεων στο εξωτερικό (207,75 εκατ. ευρώ), αλλά και από 83.216 ΑΦΜ που δήλωσαν περιουσία σε άλλες χώρες. Πρόκειται για ένα κεφάλαιο που κινείται με τους δικούς του κανόνες – και φορολογείται, αν φορολογείται, με βάση τη διασπορά και την ευελιξία.
Στον αντίποδα, 1,65 εκατομμύρια φορολογούμενοι κατέβαλαν 6,24 δισ. ευρώ σε δόσεις στεγαστικών ή καταναλωτικών δανείων – κατά μέσο όρο 3.700 ευρώ το χρόνο, ένα ποσό που επηρεάζει δραματικά την αγοραστική δύναμη και τη φορολογική τους εικόνα. Ειδικά για τη μεσαία τάξη, οι δανειακές υποχρεώσεις σε συνδυασμό με τα τεκμήρια διαβίωσης συνθέτουν έναν καθημερινό αγώνα για «να βγαίνουν τα κουκιά».
Σε αντίθεση με τα παραπάνω, ένα άλλο κομμάτι της κοινωνίας φαίνεται να κινείται σε διαφορετικό ρυθμό. 131.000 οικογένειες πλήρωσαν συνολικά 601,6 εκατομμύρια ευρώ για ιδιωτική εκπαίδευση – με μέση δαπάνη σχεδόν 4.600 ευρώ ανά περίπτωση. Περισσότεροι από 2.500 φορολογούμενοι δήλωσαν 34,6 εκατομμύρια ευρώ για υπηρεσίες οικιακής βοήθειας, ιδιωτικής διδασκαλίας και προσωπικών οδηγών – μέσος όρος άνω των 13.000 ευρώ ανά άτομο. Και όλα αυτά τη στιγμή που ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται γύρω από τις ελλείψεις στα σχολεία και το υψηλό κόστος ζωής.
Η εικόνα ολοκληρώνεται με την αναφορά στα σκάφη και τις πισίνες: 96.886 πολίτες δηλώνουν στην κατοχή τους σκάφη αναψυχής, ενώ 18.322 διαθέτουν εξωτερική πισίνα – και 377 εσωτερική, δηλαδή θερμαινόμενη. Πρόκειται για lifestyle επιλογές που σπάνια συζητούνται δημόσια, αλλά καταγράφονται με ακρίβεια στη φορολογική βάση – ενδεικτικές όχι μόνο του πλούτου, αλλά και της απόστασης από την πραγματικότητα της πλειονότητας.
Από την άλλη πλευρά, η κατακόρυφη αύξηση στις ηλεκτρονικές συναλλαγές (59,47 δισ. ευρώ από 7,5 εκατ. ΑΦΜ) δείχνει και μια μεταβολή στην καθημερινή φορολογική συμπεριφορά, αποτέλεσμα τόσο της τεχνολογίας όσο και της πίεσης για συμμόρφωση. Όμως ούτε οι αποδείξεις, ούτε τα POS, ούτε η αύξηση των δηλωθέντων εσόδων μπορούν να κρύψουν το θεμελιώδες ερώτημα: πόσο δίκαιο είναι το σύστημα και ποιος τελικά πληρώνει περισσότερο απ’ όσο του αναλογεί;
Η απάντηση, δυστυχώς, δεν κρύβεται στα νούμερα. Αλλά τα νούμερα λένε μια ιστορία: μιας κοινωνίας που χωρίζεται σε αυτούς που προσπαθούν να επιβιώσουν ανάμεσα σε φόρους και υποχρεώσεις, και σε εκείνους που συνεχίζουν να «πατάνε γκάζι», ακόμα και σε μια οικονομία υπό πίεση.



