Του Νίκου Τζάρα
Aποδεχόμενη σειρά αντικοινωνικών μέτρων (ΦΠΑ στο 24%, μείωση του αφορολόγητου, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, ιδιωτικοποιήσεις,άρση προστασία των υπεχρεωμένων νοικοκυριών), ώστε να κλείσει η πρώτη αξιολόγηση, η κυβέρνηση βεβαιώνει ό,τι ήταν εμφανές ήδη από το καλοκαίρι του 2015: ότι η μόνη «κόκκινη γραμμή» της μετά την αποδοχή του τρίτου Μνημονίου (είτε «τακτικά» είτε στρατηγικά…), είναι η παραμονή της πάση θυσία στην εξουσία. Είναι γι’ αυτό που ελάχιστοι παίρνουν πια στα σοβαρά τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί «σκληρής διαπραγμάτευσης» πολύ περισσότερο που η τελευταία διαπραγμάτευση εμπεριέχει ρυθμίσεις πρόνοιες που παραπέμπουν σε 4ο μνημόνιο.
Η επιμονή των κυβερνώντων να απολυτοποιούν τις διαφορές μεταξύ των «θεσμών» (οι απαιτήσεις των οποίων αποδεικνύονται στο τέλος της μέρας συμπληρωματικές), η ρητορική της «σταθερότητας» στο εσωτερικό (που όχι τυχαία κάτι θυμίζει…), όπως και τα ανοίγματα προς την από Κεντροαριστερά, μαρτυρούν την χωρίς όρια ευελιξία της κυβέρνησης.
Ο επικοινωνιακός ηρωισμός για τη δήθεν περήφανη διαπραγμάτευση έχει ένα διπλό στόχο. Αφενός, να αυξηθεί συμβολικά η απόσταση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από τη ΝΔ του Μητσοτάκη, ενώ με πραγματικούς όρους, η απόσταση αυτή μειώνεται απογοητευτικά· αφετέρου, να πειστεί η ελληνική κοινωνία ότι η διολίσθηση στη βαρβαρότητα ήταν, για μια ακόμα φορά, η καλύτερη δυνατή επιλογή ελλείψει άλλης. Είναι περιττό να το πούμε: πρόκειται ακριβώς για τη συνταγή που ενισχύει τη ΝΔ, επιτρέποντας την ίδια στιγμή στην Ακροδεξιά να ξανασηκώνει κεφάλι.
Από την οικονομία ως το προσφυγικό και την καταστολή, η «δεύτερη φορά Αριστερά» μιλά ως Αντιδεξιά – καθημερινά, ωστόσο, πολιτεύεται στα ίχνη των αντιπάλων της. Στη συνθήκη αυτή, η αντίσταση στο δρόμο είναι αυτό που επείγει πραγματικά. Η Γαλλία θυμίζει ότι είναι καιρός να ξαναγανακτήσουμε.