Στην επανάσταση του 1866-69
Ίσως η κορυφαία έκφραση του πόθου των χριστιανών Κρητών γι’ απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό ήταν η επανάσταση των ετών 1866-69. Δύο αφορμές πυροδότησαν την έκρηξη αυτή: η επιβολή νέων επαχθών φόρων από την οθωμανική διοίκηση και το λεγόμενο «μοναστηριακό ζήτημα», που αφορούσε την αντίθεση του Γενικού Διοικητή Κρήτης Ισμαήλ Πασά στην απόδοση των μισών εσόδων από τους μοναστηριακούς φόρους προς ενίσχυση των σχολείων του νησιού.
Η επανάσταση κηρύχτηκε στις 21 Αυγούστου του 1866. Αμέσως σχηματίστηκαν ένοπλες ομάδες σε πολλές περιοχές της Κρήτης και κατά τη διάρκειά της δόθηκαν άγριες μάχες. Αποκορύφωμα αυτών ήταν το πασίγνωστο γεγονός της αυτοανατίναξης των πολιορκούμενων από τον οθωμανικό στρατό αγωνιστών στη Μονή Αρκαδίου στο Ρέθυμνο (Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου,Νοέμβριος 1866), όταν ο εχθρικός στρατός κατάφερε να εισβάλει στη Μονή. Η επανάσταση κατεστάλη τελικά το 1869, με μόνο κέρδος για το χριστιανικό πληθυσμό την καθιέρωση από την οθωμανική εξουσία του λεγόμενου Οργανικού Νόμου, ο οποίος παραχωρούσε ελάχιστες συγκριτικά μεταρρυθμίσεις (που σταδιακά καταστρατηγήθηκαν κι αυτές, οδηγώντας κατόπιν σε νέες εξεγέρσεις).
Στην επανάσταση αυτή βρέθηκε στην Κρήτη ως εθελοντής ο Γάλλος επαναστάτης (οπαδός του Μπλανκί και φίλα προσκείμενος στις αναρχικές ιδέες) Γκυστάβ Φλουράνς (1838-1871). Παρ’ ότι γιος Γάλλου βουλευτή κατά την περίοδο 1838-39 και μεγαλύτερος αδερφός του υπ. εξωτερικών της «Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας», ο Φλουράνς ενστερνίστηκε γρήγορα τις επαναστατικές σοσιαλιστικές ιδέες και το 1865, κυνηγημένος γι’ αυτές από τη γαλλική αστυνομία, ήρθε στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί πραγματοποιήθηκε στα 1866 ένα δυναμικό συλλαλητήριο συμπαράστασης στους Κρητικούς, που γρήγορα κατέληξε σε συγκρούσεις με την αστυνομία (η ελληνική μοναρχία δεν συμμεριζόταν τους πόθους των επαναστατών για ένωση, μη θέλοντας να μπλεχτεί ξανά, μετά το 1821, σε πόλεμο με την Οθωμ/κή αυτοκρατορία). Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν κι ο Φλουράνς, που μόλις αφέθηκε ελεύθερος, κατέβηκε στην Κρήτη κι εντάχθηκε αμέσως στους κύκλους των επαναστατών, τους οποίους ήδη είχαν συνδράμει κι άλλοι ευρωπαίοι σοσιαλιστές και αναρχικοί από διάφορες χώρες, μαζί με 100 περίπου Πατρινούς εθελοντές. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες, έγινε γνωστός και κέρδισε την εκτίμηση των ντόπιων, οπότε του δόθηκε ο βαθμός του λοχαγού και το καλοκαίρι του 1868 η Κρητική Εθνοσυνέλευση του χορήγησε τιμητική ιθαγένεια και τον όρισε πρέσβη της απέναντι στο βασίλειο της Ελλάδας. Με τηλεγραφήματά του, ο Φλουράνς ζήτησε από τη γαλλική κυβέρνηση την προάσπιση των δικαίων των Κρητικών κι έφυγε για την Αθήνα προκειμένου να συναντήσει το μονάρχη Γεώργιο τον Α’. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν τον δέχτηκε αλλά διέταξε και τη σύλληψή του. Μετά από πολλές (δια)δηλώσεις συμπαράστασης προς το πρόσωπό του από δημοκράτες και ριζοσπάστες, όπως ο βουλευτής Ρόκκος Χοϊδάς, αφέθηκε ελεύθερος, μετά από λίγο όμως συνελήφθη ξανά και μετά από αίτημα του Γάλλου πρέσβη απελάθηκε στη Μασσαλία.
Στη Γαλλία ο Φλουράνς συνέχισε ασυμβίβαστος τον αγώνα του υπέρ των προλετάριων και γενικότερα των καταπιεσμένων, με αποκορύφωμα την ενεργό συμμετοχή του στην περίφημη Κομμούνα του Παρισιού (Μάρτιος – Μάιος 1871). Σ’ αυτήν εξελέγη από το λαό μέλος της «Επαναστατικής Επιτροπής» και τοποθετήθηκε στρατηγός. Σκοτώθηκε σε μια μάχη ενάντια στην πιστή στις Βερσαλλίες χωροφυλακή, στις 3 Απριλίου του 1871, σε ηλικία 33 ετών.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ έγραψε στο ημερολόγιό του για τη θλίψη του απέναντι στο θάνατο του «κόκκινου ιππότη», ενώ νεκρολογία γι’ αυτόν έγραψε, παρ’ όλες τις διαφωνίες τους, κι ο Καρλ Μαρξ στη γερμανική εφημερίδα «Λαϊκό Κράτος». Κείμενα του Φλουράνς στα ελληνικά μετέφρασε ο επτανήσιος επαναστάτης σοσιαλιστής Παναγιώτης Πανάς (1832-1896).Τέλος, σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Μπούτσερ, ειδικό στο έργο του Ιουλίου Βερν, ο συγγραφέας σχεδίασε τον Κάπταιν Νέμο, ήρωα του γνωστού βιβλίου του «20 χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα», με βάση την προσωπικότητα του Φλουράνς.
Κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του Περ Λασαίζ στο Παρίσι.
Δυστυχώς δεν έχουμε περαιτέρω πληροφορίες για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους εθελοντές της επανάστασης του 1866. Εκτός από έναν: τον Ιταλό αναρχικό Αμιλκάρε Τσιπριάνι (1844-1918). Ο Τσιπριάνι συμμετείχε ενεργά στον αγώνα των Γκαριμπαλντινών ενάντια στην αυστριακή κυριαρχία επί της σημερινής Ιταλίας την περίοδο 1859-60. Για το λόγο αυτό κυνηγήθηκε από την αυστριακή αστυνομία και για να γλυτώσει διέφυγε στο εξωτερικό
(Ελλάδα-Αίγυπτο). Στην Ελλάδα, μαζί με άλλους ξένους αναρχικούς που είχαν συγκροτήσει τη λεγόμενη «δημοκρατική λέσχη», έλαβε μέρος το 1862 στην εξέγερση ενάντια στον Όθωνα, οπότε κυμάτισε για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο η κόκκινη σημαία της Διεθνούς, στο οδόφραγμα που έστησαν οι αναρχικοί του Τσιπριάνι στην περιοχή της Καπνικαρέας. Συνελήφθη και απελάθηκε, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην Αίγυπτο. Από ‘κει πέρασε στην Κρήτη το 1868, για να πολεμήσει μαζί με τους επαναστάτες ενάντια στους Οθωμανούς. Μετά την καταστολή της επανάστασης το 1869, έφυγε για το Λονδίνο.
Τον Τσιπριάνι θα τον συναντήσουμε ξανά, 30 χρόνια αργότερα, να αγωνίζεται και πάλι υπέρ των «αδυνάτων Ελλήνων».
Από την εφημερίδα ΑΠΑΤΡΙΣ του Ηρακλείου φύλλο 9 καλοκαίρι 2010
http://sadentrepese.blogspot.com/