«Η αποκλιμάκωση της επιδημίας στη Θεσσαλονίκη είναι πάρα πολύ αργή εξαιτίας του γεγονότος ότι το λεγόμενο lockdown, ο εγκλεισμός επιβλήθηκε αρκετά αργά, όταν είχε ήδη υπάρξει μεγάλη διασπορά του ιού στην πόλη», είναι η εκτίμηση του καθηγητή Πνευμονολογίαςτου ΑΠΘ και Διευθυντή της Κλινικής Αναπνευστικής Ανεπάρκειας στον Νοσοκομείο Παπανικολάου, Γιάννη Κιουμή.
«Μια εκλαϊκευμένη άποψη για το lockdown είναι ότι στην πραγματικότητα κλεινόμαστε στα σπίτια μας με την υπόθεση ότι αφήνουμε τον κορονοϊό από έξω. Αν αργήσει να εφαρμοστεί το lockdown, όταν κλείνουμε την εξώπορτα του σπιτιού ο κορονοϊός είναι ήδη πολύ πιθανό ότι βρίσκεται μέσα στα δωμάτια, που σημαίνει ότι έχει αρχίσει ένας επιδημικός κύκλος μέσα στην ίδια την οικογένεια. Αυτό αποτυπώνεται και στα κρούσματα και φυσικά και στα λύματα», δήλωσε ο κ. Κιουμής στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Όταν εφαρμόστηκαν τα περιοριστικά μέτρα ο ιός υπήρχε ήδη σε πάρα πολλά σπίτια, είχε περάσει σε ένα επιδημικό κύμα, που βλέπαμε στην κλινική πράξη να προσβάλλονται μέλη της ίδιας οικογένειας. Έτσι και στα λύματα το ιικό φορτίο αναμένεται να μειωθεί, όταν θα έχει εξαντλήσει τον κύκλο του μέσα στις οικογένειες», εξήγησε ο καθηγητής.
Πρόσθεσε, δε, ότι «μια δεύτερη εξήγηση – όχι εναλλακτική, αλλά που προστίθεται στην προηγούμενη – είναι ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός ασυμπτωματικών ασθενών στην κοινότητα, σε ποσοστό που δεν το γνωρίζουμε», καθώς «υπάρχουν διεθνείς μελέτες ότι μπορεί να είναι από 3 έως 10 φορές μεγαλύτερος ο πραγματικός αριθμός των φορέων από αυτούς που έχουν διαγνωστεί», συνεπώς «δεν είναι δυνατό να το γνωρίζει κανείς αυτό και γι’ αυτό πρέπει οι δειγματοληψίες που γίνονται για τη διάγνωση του κορονοϊού να είναι σωστά στρωματοποιημένες, να υπάρχει αντιπροσωπευτικό δείγμα από όλες τις κοινωνικές ομάδες, τις χωρικές περιοχές, τις επαγγελματικές δραστηριότητες», διότι «αν το δείγμα είναι όσοι προσέρχονται στα νοσοκομεία και τα ιδιωτικά εργαστήρια για έλεγχο, δεν είναι αντιπροσωπευτικό».