Προσωρινά κρατούμενος κρίθηκε ο 62χρονος άνδρας που οδηγήθηκε το πρωί της Πέμπτης στο Δικαστικό Μέγαρο Ηρακλείου, προκειμένου να απολογηθεί για τον άγριο ξυλοδαρμό της 56χρονης συζύγου του, Ελένης, το περασμένο Σάββατο.
Όσα καταγγέλλει η γυναίκα, η οποία νοσηλεύεται στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο, μαρτυρούν την τραγική συμβίωση με τον σύζυγό της και ρίχνουν επιτέλους φως στα 35 χρόνια ενδοοικογενειακής βίας – αρχικά ψυχολογικής και κατόπιν και σωματική – που έχει βιώσει.
Σύμφωνα με τον συνήγορο υπεράσπισής του, κ. Αντώνη Δαμανάκη, ο 62χρονος εμμένει στα όσα ισχυρίστηκε και προανακριτικά. Παράλληλα, ο κ. Δαμανάκης έκανε λόγο για διπολική προσωπικότητα, με ψυχολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα. Να σημειωθεί ότι από την πλευρά του κατηγορούμενου ζητήθηκε η διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης.
Όπως έγραψε το Cretalive, η Ελένη, σοκαρισμένη μεν αλλά και ανακουφισμένη που μιλά για τα όσα έχει υποστεί από τον 62χρονο, περιγράφει πως μέχρι τα παιδιά να γίνουν 12 και 15 ετών, η καθημερινότητά της περιείχε ψυχολογική βία, απειλή, φόβο και τρόμο. Στην πορεία ήρθε και η σωματική βία, την οποία εξανάγκαζε τα παιδιά να αντικρίζουν.
Αρχικά οι ξυλοδαρμοί σημειώνονταν 1 με 2 φορές το μήνα, αλλά με τον καιρό πλήθαιναν και ήταν όλο και πιο σοβαροί, τόσο σε διάρκεια όσο και σε ένταση χτυπημάτων. “Μάτωναν τα μάτια μου, μάτωναν τα χείλη μου, είχα καρούμπαλα στο μέτωπο”
Αναφερόμενη στην επίμαχη ημέρα, η 56χρονη σημείωσε πως ο 62χρονος είχε αρχίσει να φωνάζει χωρίς λόγο, για εργασίες του σπιτιού και αποκαλώντας την ανίκανη.
Πάνω στο παραλήρημα που καταμαρτυρά η Ελένη, πως είχε πάθει ο 62χρονος, άρχισε να τη χτυπάει ανά διαστήματα με τα χέρια, με αποτέλεσμα να πρηστούν και τα δύο της μάτια, με μπουνιές στο στόμα της έσπασε δόντια και της άνοιξε τα χείλη, της έσπασε ένα σκουπόξυλο στην πλάτη, ενώ σέρνοντάς την από τα μαλλιά της χτυπούσε το κεφάλι στον τοίχο… Αυτά και “πολλά άλλα που δε θυμάμαι”, προφανώς από τα χτυπήματα και τη βία.
Γύρω στις 07.30 το πρωί, κατέθεσε η 56χρονη, ο βασανιστής της … σταμάτησε να ασχολείται μαζί της, κι εκείνη “εξαντλημένη, απογοητευμένη, νιώθοντας ότι δεν μπορώ άλλο να ζω αυτό το μαρτύριο, πήρα 50 χάπια για τον ύπνο, με σκοπό αφενός να κοιμηθώ, κι αφετέρου με τη σκέψη ότι η χρήση αυτών των χαπιών θα με ηρεμούσε για πάντα”.