Oι τρεις αρχές που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος ώστε να ασκήσει γόνιμη κριτική στα αφεντικά της ευρωζώνης. Του Γιάννη Βαρουφάκη
Η γενίκευση είναι το πρώτο βήμα προς τον ρατσισμό. Στον καιρό της Κρίσης, όλες οι φράσεις που ξεκινούν με ένα «Οι Γερμανοί πιστεύουν ότι…» ή «Οι Έλληνες συνηθίζουν να…» είναι η αρχή ενός απότομου κατήφορου που οδηγεί, τελικά, στη μισαλλοδοξία αλλά και σε κακής ποιότητας αναλύσεις. Το γεγονός ότι σε κάθε κοινωνία εξελίσσονται κοινωνικές συμβάσεις κι εθιμικές συμπεριφορές που μπορεί να θεωρήσει κανείς δείγμα του «εθνικού χαρακτήρα» δεν αναιρεί το ότι οι λαοί μας χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη «ποικιλία» στο εσωτερικό τους σε σχέση με τις μεταξύ τους διαφορές. Το ότι έστω και λίγοι Γερμανοί πολέμησαν τον ναζισμό και άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Άουσβιτς καθιστά ανυπόστατη τη θεωρία ότι υπάρχει κάτι ενδογενές στη γερμανική «φύση» που την κάνει επιρρεπή στον ναζισμό. Αντίστοιχα, η αναμφισβήτητη διαφθορά και φοροδιαφυγή στην Ελλάδα δεν νομιμοποιεί κανέναν να αναφέρεται, γενικά, στους διεφθαρμένους, φοροφυγάδες Έλληνες.
Δεν περιμένω να συμφωνήσετε μαζί μου ότι η γενίκευση αποτελεί προπομπό του ρατσισμού. Αυτό που θέλω να σας μεταφέρω είναι τις τρεις αρχές που κρίνω ότι πρέπει να διέπουν κάποιον ή κάποια που θέλει να ασκήσει κριτική στη Γερμανία (ή και σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας), όταν πιστεύει ότι οι γενικεύσεις αποτελούν την απαρχή μιας τεράστιας παρεξήγησης από την οποία μόνο οι μισάνθρωποι μπορεί να ωφεληθούν. Ακολουθούν αυτές οι τρεις αρχές που θέλω να προτείνω:
Αρχή πρώτη – ανάλυση: απορρίπτοντας την ιδέα μιας μονολιθικής γερμανίας. Ένα παράδειγμα: συχνά λέμε, τουλάχιστον κάποιοι εξ ημών, ότι η Γερμανία ωφελήθηκε τα μέγιστα από τη δημιουργία του ευρώ. Όμως, με το που καταθέτουμε αυτή την άποψη, είναι σημαντικό και απαραίτητο να την αποδομήσουμε (χωρίς να την αναιρέσουμε), προσθέτοντας ότι εκατομμύρια εργαζόμενοι στη Γερμανία όχι μόνο δεν ωφελήθηκαν από τη δημιουργία της ευρωζώνης αλλά και είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να καταρρέει, τις συνθήκες εργασίας τους να υποβιβάζονται και τα δημοκρατικά τους δικαιώματα να ψαλιδίζονται. Μόνο μέσα από αυτό το πρίσμα, που καταδεικνύει τις μεγάλες αντιθέσεις στο εσωτερικό της Γερμανίας, μπορούμε να κατανοήσουμε τη δυσαρέσκεια πολλών Γερμανών εργαζομένων για την Ευρωπαϊκή Περιφέρεια. Στη φάση της «ανάλυσης» της «Γερμανικής Στάσης» απέναντι στην Κρίση, δεν επιτρέπεται να μη λάβουμε υπόψη μας τη βίαιη σύγκρουση μεταξύ των συμφερόντων του γερμανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και της γερμανικής βιομηχανίας, ή των μικρομεσαίων εξαγωγικών γερμανικών επιχειρήσεων (οι οποίες δεν διαθέτουν παραγωγικές μονάδες πέραν της ευρωζώνης) και των γερμανικών μεγαθηρίων που έχουν ήδη μεταφέρει μονάδες παραγωγής σε χώρες όπου δεν θα ισχύσει το νέο μάρκο στην περίπτωση της διάλυσης της ευρωζώνης.
Αρχή δεύτερη – σύνθεση: ερμηνεύονταςτη «γερμανική στάση» στη βάση ενός εξελιγμένου λειτουργικού επιχειρήματος. Τα λειτουργικά επιχειρήματα τείνουν να εξηγούν μια «οντότητα», αναφερόμενα στη λειτουργία της. Π.χ. οι βιολόγοι εξηγούν την ύπαρξη του στομάχου στη βάση επιχειρημάτων για την πεπτική λειτουργία του. Πριν από την ανακάλυψη του DNA, οι βιολόγοι υπέθεταν ότι η εξέλιξη του στομάχου οφείλεται στη μεγαλύτερη σχετική εξελικτική αξία (δηλαδή, δυνατότητα αναπαραγωγής) που προσδίδει σε κάποιο είδος η εξέλιξη πεπτικού συστήματος μετά στομάχου. Και όταν ανακαλύφθηκε το DNA, τότε το εν λόγω λειτουργικό επιχείρημα μετετράπη σε προωθημένο λειτουργικό επιχείρημα.
Το πρόβλημα, βέβαια, με τα λειτουργικά επιχειρήματα είναι ότι δίνουν το δικαίωμα σε θεωρητικούς-τσαρλατάνους να «ντύνουν» τις ανοησίες τους με λογιών-λογιών σοβαροφανή λειτουργικά επιχειρήματα. Π.χ. η ανόητη θεωρία πως η είσοδος της Ελλάδας στην ευρωζώνη εξηγείται από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Διεθνούς Μασονίας. Ή η εξίσου γελοία «θεωρία» ότι η δημιουργία του EFSF (Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας) εξηγείται από την αρωγή που προσφέρει στη Γερμανία να ποδηγετήσει την Ευρώπη. Αν το σκεφτείτε, δεν έχει υπάρξει θεωρία συνωμοσίας που να μη βασίζεται σε κάποιο λειτουργικό επιχείρημα. Η λύση, βέβαια, δεν είναι η απόρριψη των λειτουργικών επιχειρημάτων αλλά η επίμονη αναζήτηση εξελιγμένων και ραφιναρισμένων λειτουργικών επιχειρημάτων.
Εξελιγμένος λειτουργισμός. Οι λειτουργικές εξηγήσεις φαντάζουν κάπως αντι-επιστημονικές, καθώς εξηγούν μια «οντότητα» στη βάση όχι της διαδικασίας γένεσής της αλλά στη βάση της λειτουργίας της. Για να είναι επιστημονική και όχι συνωμοσιακή μια τέτοια εξήγηση, είναι απαραίτητο να περιέχει πέντε βήματα:
1. Να πείθουμε ότι το Χ προκαλεί το Υ.
2. Να δείξουμε ότι το Υ πρέπει να ωφελεί κάποιον δρώντα, τον Ζ.
3. Να πείσουμε ότι ο Ζ δεν προσπάθησε να προκαλέσει το Υ είτε άμεσα είτε έμμεσα.
4. Να εξηγήσουμε τον τρόπο με τον οποίο η σχέση αιτίου-αιτιατού μεταξύ των Χ και Υ ήταν και αυτή πέραν των προθέσεων του Ζ.
5. Να καταδείξουμε πως το Υ «συντηρεί» το Χ μέσω του δρώντα Ζ.
Παράδειγμα 1: Υ = ο μακρύς λαιμός της καμηλοπάρδαλης, Χ = το DNA της καμηλοπάρδαλης, Z = το είδος της καμηλοπάρδαλης
Παράδειγμα 2: Υ = η ιεραρχία στις προνεωτεριστικές κοινωνίες, Χ = άνισες ανταλλαγές δώρων και παροχών, Ζ = οι ηγεμόνες Ας δούμε πώς ένα τέτοιου είδους εξελιγμένο λειτουργικό επιχείρημα μπορεί ν’ αποτελέσει τη βάση για μια δίκαιη κι επιστημονικά άρτια κριτική της «Γερμανικής Στάσης» απέναντι στην Κρίση, χωρίς όμως γενικεύσεις και θεωρίες συνωμοσίας.
Πριν καιρό είχα ισχυριστεί ότι η τοξική δόμηση του EFSF δεν μπορεί να κατανοηθεί, εάν δεν συλλάβουμε πρώτα το μέγεθος των ζημιών και του κινδύνου πτώχευσης των γερμανικών τραπεζών. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η εξής κατανομή ρόλων στο «σχέδιο» των παραπάνω πέντε σημείων: Χ = οι αποφάσεις των Ευρωπαίων ηγετών, Υ = η τοξική δομή του EFSF και Ζ = οι Γερμανοί τραπεζίτες.
Μπορεί να μην είμαι σίγουρος ότι η ανάλυσή μου περί EFSF, Γερμανών τραπεζιτών και Ευρωπαίων πολιτικών στη βάση των 5 σημείων πιο πάνω είναι η σωστή. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι αυτού του είδους η «αρχιτεκτονική» κριτικής ανάλυσης είναι καθόλα συμβατή με την απέχθειά μου για γενικεύσεις και θεωρίες συνωμοσίας.
Αρχή τρίτη – συνεχής αυτο-αμφισβήτηση τηςκριτικής μας στάσης απέναντι στις πολιτικές μιας χώρας, όπως η Γερμανία. Κάθε καλόπιστη κριτική «άλλων», και ιδίως μιας χώρας (ή τουλάχιστον της κυβέρνησής της), πρέπει να βασίζεται στη συνεχή αυτο-αμφισβήτηση.
Διαφορετικά, είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στη γενίκευση και στον ρατσισμό. Π.χ. το επιχείρημα που κι εγώ έχω χρησιμοποιήσει στο παρελθόν ότι από το 1994 έως το 2007 η Γερμανία υπέσκαπτε τη συνοχή της ευρωζώνης, κρατώντας τον πληθωρισμό (τιμών και μισθών) συστηματικά κάτω από το συμφωνηθέν επίπεδο του 2% και βελτιώνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών προϊόντων εις βάρος των υπόλοιπων χωρών (ιδίως της Γαλλίας) που δεν προσπαθούσαν (στην περίοδο των παχιών αγελάδων) να κερδίσουν εις βάρος των εταίρων τους. Μια επανεξέταση του επιχειρήματος αυτού δείχνει ότι κάπου πάσχει: αγνοεί ότι η γερμανική οικονομία παράγει αγαθά που η Περιφέρεια απλώς δεν παράγει. Άρα, η όλη συζήτηση περί ανταγωνιστικότητας είναι εκτός τόπου και χρόνου.
Το μόνο που συνέβη πριν από το ξέσπασμα της Κρίσης είναι ότι η γερμανική βιομηχανία βελτίωσε την κερδοφορία της, ενώ οι επιχειρήσεις της Περιφέρειας την είδαν να μειώνεται. Και όταν χτύπησε η Κρίση, η γερμανική βιομηχανία είχε αποθέματα, ενώ η της Περιφέρειας ήταν προ του χείλους του γκρεμού.
Συμπέρασμα. Η γερμανική κυβέρνηση εδώ και δύο χρόνια λαμβάνει αποφάσεις που έχουν φέρει την ευρωζώνη ένα χιλιοστό από το βάραθρο. Το ερώτημα που θέτω σήμερα είναι απλό: Υπάρχει περιθώριο ν’ ασκήσει κάποιος κριτική στη Γερμανία χωρίς να πέσει στην παγίδα της γενίκευσης; Χωρίς να χρησιμοποιεί προτάσεις που ξεκινούν με ένα «Οι Γερμανοί πιστεύουν το τάδε και πράττουν το δείνα…»; Άνευ θεωριών που να εμπεριέχουν κάποια σενάρια συνωμοσίας; Νομίζω ότι η απάντηση είναι καταφατική, εφόσον τηρούνται οι τρεις αρχές που παρέθεσα. Η αρχή της μη γενίκευσης, των εξελιγμένων λειτουργικών εξηγήσεων και, τέλος, της αυτο-κριτικής του κρίνοντα τη Γερμανία.