Του Γιάννη Αγγελάκη
H γοργή κατανόηση είναι απλώς το σημάδι της αθλιότητας αυτού που κατανοείς. Αυτές οι άθλιες, οι βιαστικές ιδέες κατανοούνται αστραπιαία. Έχουν το τεκμήριο της κοινής λογικής, ενός πλαισίου κυρίαρχου που οριοθετεί την εξήγηση που μπορεί να δοθεί. Μετά, φαίνονται μεγαλοφυείς και μέγιστες αυτές οι ιδέες, επειδή απλούστατα τόσο απουσιάζει απ’ αυτές η ανεξαρτησία του πνεύματος. Είναι κοινές ιδέες που εξηγούν. Γι’ αυτό και γίνονται κατανοητές.
Λίγα λόγια για τη δημοσιογραφία με αφορμή την κρίση στο πιο παραδοσιακό μέσο στο οποίο εργάζονται δημοσιογράφοι, την εφημερίδα αλλά και το έγκλημα στα Τέμπη.
Οι εφημερίδες στην Ελλάδα ποτέ δεν ήταν πραγματικά ανεξάρτητες. Πάντα ήταν προσδεμένες σε κόμματα, όμως υπήρχαν καιροί όπου η σχετική οικονομική τους ανεξαρτησία, επέτρεπε στους δημοσιογράφους που εργάζονταν να παράγουν υλικό ποιοτικό αλλά και κριτικό προς την εξουσία, πολιτική και οικονομική. Οι καιροί έχουν αλλάξει. Και δεν αλλάξανε απλά. Οι κυβερνήσεις συντέλεσαν με τρόπο κομβικό ώστε να αλλάξουν οι καιροί.
Αρχικά, άλλαξαν οι νόμοι. Κόπηκαν οι ατέλειες, ανέβηκαν τα κόστη των πρώτων υλών, ανέβηκαν οι φόροι. Μία εφημερίδα για να βγει είχε πολύ μεγαλύτερο κοστος και πολύ μικρότερο περιθώριο κέρδους. Κι έτσι, έγινε δυσκολότερο να επιβιώνει μόνο με τα κέρδη από τις πωλήσεις των φύλλων και μεγάλωσε η εξάρτηση από τη διαφήμιση. Πλέον, το κόστος της δημοσίευσης συγκεκριμένων ειδήσεων που ήταν δυσάρεστες για οικονομικά συμφέροντα, έγινε πολύ μεγαλύτερο.
Η αύξηση των εξαρτήσεων οδήγησε σε έναν περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης. Περιορίστηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε ελεύθερες φωνές δεν έβρισκαν πλέον χώρο να εκφραστούν. Μαζί με την απώλεια της πολυφωνίας ήρθε η απώλεια της αξιοπιστίας.
Η επιρροή των εφημερίδων συρρικνώθηκε.
Η καθίζηση στις πωλήσεις φύλλων αλλά και τα πολλά λουκέτα των τελευταίων ετών σε ιστορικά φύλλα αποτυπώνει αυτή την πραγματικότητα.
Μέσα σε μία δεκαετία σταμάτησαν να κυκλοφορούν 69 εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας. Σήμερα κυκλοφορούν μόλις 55 τίτλοι. Συνολικά στην επικράτεια κυκλοφορούν σήμερα 285 εφημερίδες, οι οποίες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, άλλες σε πιο έντονο βαθμό και άλλες σε μικρότερο. Η εικόνα ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπει σε βιώσιμη κατάσταση. Αντίθετα, μήνα με τον μήνα η κατάσταση γίνεται πιο δραματική.
Μηδαμινή είναι η απήχηση των ημερήσιων πολιτικών εφημερίδων, που φαίνεται ότι απασχολούν πλέον μόνον τους “επαγγελματίες” της πολιτικής, τον κομματικό μικρόκοσμο και τα ραδιοτηλεοπτικά κανάλια, τα οποία αγωνίζονται κάθε μέρα να βρουν ή να κατασκευάσουν θέματα.
Το αναγνωστικό κοινό έχει συρρικνωθεί απελπιστικά και οι συνολικές πωλήσεις φύλλων μειώθηκαν περίπου 75% στη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας. Στην ίδια μοίρα με τις πολιτικές βρίσκονται και οι αθλητικές εφημερίδες, που άντεξαν περισσότερο τα προηγούμενα χρόνια.
Οπως δείχνουν τα στοιχεία του πρακτορείου διανομής “Αργος” (που ανήκει στον όμιλο Μαρινάκη), τον Ιανουάριο του 2023 οι συνολικές πωλήσεις των ημερήσιων πολιτικών εφημερίδων -χωρίς τις εκδόσεις του Σαββατοκύριακου – ήταν περίπου 25.000 φύλλα κατά μέσο όρο ημερησίως. Στο νούμερο αυτό δεν περιλαμβάνονται οι πωλήσεις της “Καθημερινής” – η οποία δεν επιτρέπει τη δημοσίευση στοιχείων για την κυκλοφορία της – και της “Απογευματινής” που ξαναβγήκε στα περίπτερα από τις 23 Ιανουαρίου.
Τα “Νέα” που είναι η πρώτη σε πωλήσεις ημερήσια εφημερίδα, είχαν τον Ιανουάριο μέση ημερήσια κυκλοφορία κάτω απο 10.000 φύλλα. Πούλησαν συγκεκριμένα μόλις 9.231. Στη δεύτερη θέση η “Εφημερίδα των Συντακτών”, με πωλήσεις 4.813 φύλλων ημερησίως. Ακολούθησαν ο “Ελεύθερος Τύπος” με 4.227 φύλλα, η “Star Press” με 2.240, ο “Ριζοσπάστης” με 1.487, η “Ελεύθερη Ωρα” με 1.372 και η “Αυγή” με 822.
Η κρίση αντανακλάται και στη δραματική συρρίκνωση του δικτύου πώλησης εφημερίδων και περιοδικών από τα 15.000 και πλέον σημεία πώλησης σε όλη τη χώρα μέχρι πριν από δέκα χρόνια σε λιγότερα από το 1/3 σήμερα.
Τώρα, οι πολίτες ενημερώνονται όλο και παραπάνω μέσω του διαδικτύου.
Μέσω του διαδικτύου, ναι μεν το κόστος της ενημέρωσης συρρικνώθηκε, με τις νέες τεχνολογίες να δημιουργούν εργαλεία για την εύκολη και μαζική παραγωγή ειδήσεων σε χαμηλό κόστος, όμως ταυτόχρονα γιγαντώθηκε ο ανταγωνισμός τη στιγμή όπου τα έσοδα παραμένουν περιορισμένα και η εξάρτηση από τη διαφήμιση για την επιβίωση βάθυνε.
Διαφήμιση όμως που καταλήγει σε όλο και λιγότερα χέρια. Σε ελάχιστα χέρια…
Το 70% των χρημάτων που κινούνται ψηφιακά για διαφήμιση παγκοσμίως καταλήγει στην Google και στη Facebook δημιουργώντας ασφυκτικές συνθήκες για την επιβίωση της πλειοψηφίας των μέσων ενημέρωσης.
Καταλήγει εκεί “αξιοκρατικά”, αφού οι εταιρείες αυτές συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον ενός τεράστιο αριθμού χρηστών. Συγκεντρώνουν τους χρήστες και από το υλικό που παράγουν τα μέσα ενημέρωσης τα οποία δεν έχουν άλλη επιλογή από το να το διακινούν μέσα από τις πλατφόρμες που ελέγχουν οι τεχνολογικοί κολοσσοί. Οι όροι της διακίνησης του προϊόντος της ενημέρωσης δεν ορίζεται από τα μέσα ενημέρωσης ή κάποιο ρυθμιστικό πλαίσιο αλλά από τους γίγαντες της τεχνολογίας. Όλα αυτά τη στιγμή που το μερίδιο της διαφήμισης που κινείται ψηφιακά συνεχώς μεγαλώνει. Αντιστροφή αυτής της τάσης δε διαφαίνεται στον ορίζοντα. Αντιθέτως, οι τάσεις ευνοούν μία περαιτέρω συγκέντρωση χρημάτων και εξουσίας.
Μέσα στο πλαίσιο αυτής της πραγματικότητας, το Facebook έκλεισε συμφωνίες πολλών εκατομμυρίων δολαρίων με επιλεγμένους εκδότες, η Apple παρουσίασε το Apple News+, το οποίο με 9,99 δολάρια ανά μήνα παρέχει πρόσβαση σε άρθρα από εκατοντάδες περιοδικά, ανάμεσά τους τα Vogue, GQ και Sports Illustrated ενώ η Alphabet Inc., μητρική της Google, έχει κλείσει συμφωνίες «με επιλεγμένους εκδότες ανά το κόσμο για την αδειοδότηση ειδησεογραφικού περιεχομένου».
Πρόκειται για μία εμβάθυνση της εξάρτησης για την ενημέρωσή μας αλλά και για τη λειτουργία των μέσων ενημέρωσης από τους τεχνολογικούς κολοσσούς.
Όσο περνάνε τα χρόνια, η οικονομική επιβίωση πολλών μέσων ενημέρωσης θα εξαρτάται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό από την επιτυχία τους να ενταχθούν σε τέτοιου είδους πλατφόρμες. Όσα όμως από τα μέσα ενημέρωσης αποτυγχάνουν να ενταχθούν ή όσα επιλέγουν μια αυτόνομη πορεία, σύντομα θα βρεθούν μπροστά σε ένα ολοκληρωτικό αδιέξοδο αφού οι δυνατότητες οικονομικής τους επιβίωσης θα έχουν συρρικνωθεί.
Αν δε ληφθούν μέτρα, ο έλεγχος της ενημέρωσης από τους τεχνολογικούς κολοσσούς θα είναι σχεδόν απόλυτος.
Οι εξελίξεις αυτές δεν αφορούν μόνο τα μέσα ενημέρωσης, αφορούν την ίδια τη δημοκρατική λειτουργία.
Ζώντας μέσα σε “θαλάμους που ακούμε μόνο την ηχώ μας”
Οι επιπτώσεις στην ενημέρωση δεν πηγάζουν μόνο από την οικονομική τους εξάρτηση.
Στη νέα πραγματικότητα που διαμόρφωσε η ψηφιακή εποχή, η ενημέρωση πρέπει να είναι 24 ώρες το 24ώρο. Και στα πλαίσια μίας λειτουργίας που βασίζεται στην οικονομία της προσοχής, δηλαδη στο να ξοδεύει ο «χρήστης» (όχι ο πολίτης) όσο περισσότερο χρονο γινεται στις πλατφόρμες που αποτελουν τa social media, τα ΜΜΕ τον ταϊζουν διαρκώς με εύπεπτο υλικό που του «αρέσει», δηλαδή, υλικό που συμφωνεί με αυτά που ήδη πιστεύει.
Οι πλατφόρμες όπως το facebook, αναπαράγουν και επιβραβεύουν τις όποιες απόψεις ήδη έχουν οι χρήστες. Το αποτέλεσμα αυτού είναι να δημιουργούνται στεγανά όπου η ένταση διαρκώς αυξάνεται.
Όταν το 68% των πολιτών ενημερωνεται πλέον μέσω των social media, και τα μέσα ενημέρωσης εξαρτώνται για την οικονομική τους επιβίωση από την κίνηση του υλικού που αναπαράγεται μέσα από αυτές τις πλατφόρμες, αυτό μετατρέπεται σε ουσιαστικό πρόβλημα για τη δημοκρατία.
Οι πολίτες καταλήγουν να καταναλώνουν ολο και παραπάνω ένα υλικό με το οποίο ήδη συμφωνούν.
Ο περιγραφικός όρος αυτού του φαινομένου είναι “echo chambers”, δηλαδή, θάλαμοι στους οποίους ακούμε μόνο την ηχώ μας.
Συνηθίζουμε να ακούμε μονο την ηχώ μας, να μιλάμε με ανθρώπους που μόνο συμφωνούμε, να απορρίπτουμε την άλλη θέση επειδή απλά δεν είναι η δική μας. Υποστηριζουμε αυτό στο οποίο ανήκουμε, διχως αναγκαστικά να ερευνούμε κατά πόσο είναι ορθό. Δεν υπάρχει κάποια ελευθερία βούλησης εδώ. Είναι μία πραγματικότητα η οποία είναι κατασκευασμένη, προκύπτει λόγω της ίδιας της αρχιτεκτονικής πλατφόρμων όπως το facebook, επειδή έτσι αυξάνεται η δημοφιλία, και η δημοφιλία είναι στο επίκεντρο της αποτελεσματικής λειτουργίας της οικονομίας της προσοχής.
Τα μέσα ενημέρωσης προσαρμοζονται. Παράγουν υλικό σύμφωνα με τις ανάγκες ενός ομογενειοποιημένου κοινού με στόχο να κερδίσουν όσο μεγαλύτερο μερίδιο από την προσοχή τους, όσα παραπάνω “like”.
Το αποτέλεσμα είναι να υπερισχύουν οι πολωμένες θέσεις και να μην υπάρχει κάποιος κοινός τόπος όπου θα μπορούσε να υπάρξει σύνθεση απόψεων, στοιχείο αναγκαίο για τη δημοκρατική λειτουργία.
Όταν η ενημέρωση είναι πρώτα και κύρια διασκέδαση
Σε αυτό το έδαφος ανθίζει ένα νέο είδος ενημέρωσης. Είναι μία ενημέρωση που πρώτα και κύρια οφείλει να είναι διασκεδαστική. Ο περιγραφικός όρος που χρησιμοποιείται; “Ιnfotainment”.
Ο σημερινός χρήστης (και όχι πια αναγνώστης), αν και ξοδεύει πολύ μεγάλο χρόνο στα κοινωνικά δίκτυα και ενημερώνεται διαρκώς μέσω αυτών καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες πληροφοριών, αισθάνεται διαρκώς ότι “δεν έχει χρόνο” για να ενημερωθεί.
Δεν αντιλαμβάνεται συνειδητά ότι αποτελεί κυρίαρχο γρανάζι της λειτουργίας της οικονομίας της προσοχής, όμως αντιλαμβάνεται την αξία του χρόνου του, ότι ο χρόνος του είναι χρόνος τον οποίο επιλέγει να δώσει κάπου και όχι κάπου αλλού, δίνοντας έτσι σε αυτό που επελέγει μια αξία. Σε μία εποχή όπου υπάρχει ένας ωκεανός πληροφορίας που διακινείται, το κάθε δευτερόλεπτο του περιορισμένου χρόνου του χρήστη είναι πολύτιμο.
Για να κρατηθεί η προσοχή του η ενημέρωση μεταμορφώνεται. Γίνεται πιο άμεση, εύπεπτη και διασκεδαστική.
Τα θέματα που μοιράζονται πιο συχνά σε παγκόσμια κλίμακα είναι είτε “λίστες” είτε άρθρα που απαντούν στο “γιατί” κάποιων ζητημάτων, όπως “οι 10 μεγαλύτεροι στρατηγοί της ιστορίας” ή “γιατί το λεμόνι κάνει καλό στην υγεία και πώς να το καταναλώνετε”.
Είναι τέτοια η δημοφιλία τέτοιων αρθρών ώστε το λεξικό της Οξφόρδης προσέθεσε τη λέξη “listicle” στην τελευταία του έκδοση.
Listicle σημαίνει, “ένα κείμενο (άρθρο) που παρουσιάζεται σε μορφή λίστας”. Όμως, οι συγκεκριμένες μορφές άρθρων δεν είναι απλά εύπεπτες μορφές κειμένων προς μαζική κατανάλωση αλλά φανερώνουν και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό για τον αναγνώστη.
Ο αναγνώστης δε θέλει να εμβαθύνει, δεν έχει το χρόνο να εμβαθύνει, το θεωρεί περιττό. Θέλει την πληροφορία που θα μπορεί να σκανάρει εύκολα και με ακρίβεια. Ή, θέλει μία εξήγηση σύντομη για ένα θέμα που τον απασχολεί ή φαντάζει ενδιαφέρον, την οποία και θα καταναλώσει ως μία μορφή διασκέδασης. Μία πληροφορία που θα μπορεί εύκολα μετά να μοιραστεί και να εισπράξει και αυτός το δικό του μερίδιο προσοχής που του αντιστοιχεί.
Αν αυτό το οποίο μοιράζεται είναι εντυπωσιακό, ή, επιβεβαιώνει ήδη διαμορφωμένες πεποιθήσεις που έχει αυτός ή μία ομάδα ανθρώπων στην οποία ανήκει, τότε ακόμα καλύτερα.
Όταν η είδηση εξαπλώνεται όπως ένας ιός
Η πρωτοκαθεδρία αυτού του είδους ενημέρωσης σχετίζεται εν μέρει και με την έκρηξη της δημοφιλίας των κοινωνικών μέσων των οποίων η λειτουργία βασίζεται και στον κυρίαρχο ρόλο που έχει η δυνατότητα της μετάδοσης μιας πληροφορίας με μεγάλη ταχύτητα, αυτό που ονομάζεται “virality” μίας ανάρτησης.
To viral είναι ουσιαστικά η διακίνηση μίας πληροφορίας, όπως εξαπλώνεται ένας ιός.
Όπως και σε έναν κανονικό ιό, για να μπορέσει να εξαπλωθεί μια πληροφορία απαιτούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις: ένα ευνοϊκό περιβάλλον κι ένας ξενιστής στον οποίο θα πολλαπλασιαστεί και από τον οποίο μετά θα μεταφερθεί σε άλλα σώματα. Επίσης, όπως και σε πολλούς ιούς, εμφανίζεται αρχικά ως ένα είδους Δούρρειου Ίππου, ξεκινά ακίνδυνα για να εξαπλωθεί μετά γρήγορα, διαδίδοντας πληροφορίες που μπορεί να είναι τοξικές και επικίνδυνες, αν και όχι αναγκαία.
To virality μιας δημοσίευσης δεν ορίζεται από το πόσο τεκμηριωμένη είναι αυτή η δημοσίευση, αλλά από το πόσο κάνει “κλικ” στον αναγνώστη, πόσο τον ωθεί να πατήσει like και να κάνει share, αφού αυτό είναι που κινεί την οικονομία της προσοχής.
Όταν αναφερόμαστε σε ειδήσεις, κατ’ ένα τρόπο, πέραν της μορφής και της παρουσίασής της, ο αναγνώστης κάνει like και share και σε αυτό που εκφράζει τα αισθητικά και πολιτικά του κριτήρια, πολλές φορές ανεξαρτήτως επαρκούς τεκμηρίωσης. Τα social media, πέρα από εργαλεία για τη διακίνηση της πληροφορίας, είναι πρώτα και κυρίαρχα μέσα έκφρασης της ταυτότητας του κάθε ατόμου. Αυτό που μοιράζεται ο χρήστης αποτυπώνει ένα κομμάτι αυτού που πιστεύει ότι είναι.
Όσα παραπάνω like παίρνει ένα άρθρο που εκφράζει πιστεύω που είναι θεμελιώδη στην ταυτότητα του χρήστη, τόσο πιο πολύ επιβεβαιώνονται οι κυρίαρχες πεποιθήσεις και ανεβαίνει η αυτοεκτίμηση του ατόμου.
Οι πλαστές ειδήσεις μαζεύουν πολλά shares και likes. Όχι επειδή τεκμηριώνονται ή επειδή είναι ενημερωτικές αλλά επειδή είναι εντυπωσιακές. Κτίζουν σε διαδεδομένους μύθους και αυξάνουν πολύ την πιθανότητα να συγκεντρώσουν μεγάλο αριθμό likes και υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να γίνουν viral.
Το viral, κατά ένα τρόπο, είναι η αλήθεια που αποτυπώνεται στον αριθμό των likes. Η αμφισβήτηση της αλήθειας του αριθμού που αποτυπώνει την αποδοχή και τον όγκο διαμοιρασμού της, είναι πολλές φορές μία πολύ δύσκολη υπόθεση. Είναι δύσκολη γιατί πολλοί που διαμοιράζονται μια πλαστή είδηση δέχονται κάθε επίθεση σε αυτή ως μία επίθεση στον εαυτό τους. Επίσης είναι δύσκολη γιατί η αλήθεια γίνεται πολύ πιο δύσκολα viral από ένα ψέμα. Το ψεύτικο αν είναι αληθοφανές, είναι πάντα πιο εντυπωσιακό.
“Ξέρεις, οι άνθρωποι διαβάζουν απλά τον τίτλο και δεν τους νοιάζει να διαβάσουν το περιεχόμενο πριν μοιραστούν ένα άρθρο” είπε στο BBC o ιδιοκτήτης του Southend News Network ο οποίος κατόρθωσε να εκτοξεύσει την αναγνωσιμότητά της ιστοσελίδας του δημοσιεύοντας πλαστές ειδήσεις.
To viral είναι συνθήκη επιβίωσης για τα μέσα ενημέρωσης.
“Οικονομικά ασύμφορη” η κριτική δημοσιογραφία
Κάποιοι πάντως θεωρούν ότι μεγαλύτερο πρόβλημα από τις ψεύτικες πληροφορίες είναι ο όγκος των πληροφοριών.
Ο φιλόσοφος και ιστορικός Γιουβάλ Χαράρι υποστηρίζει ότι όταν κατακλειόμαστε από τεράστιες ποσότητες πληροφορίας, ακόμα και αν όλες είναι αληθινές και ακριβείς, το πρόβλημα παραμένει. Το πρόβλημα είναι η αδυναμία μας να συνθέσουμε από όλες αυτές τις πληροφορίες που συνεχώς βομβαρδιζόμαστε μία συνεκτική εικόνα της πραγματικότητας με νόημα.
“Αυτό που απουσιάζει δεν είναι μόνο η δυνατότητα να ξεχωρίζουμε την αλήθεια από το ψέμα αλλά η δυνατότητα να βλέπουμε τη Μεγάλη Εικόνα”, υποστηρίζει. Το συγκεκριμένο πρόβλημα αναμένεται να γιγαντωθεί άμεσα μέσω της δυνατότητας αυτοματοποίησης παραγωγής κάθε μορφής υλικού που δίνουν τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης όπως το chatgpt, το stable diffusion κ.ο.κ. που θα οδηγήσουν σε μία τεράστια αύξηση του όγκου της πληροφορίας ενώ θα δυσχεραίνουν ακόμη παραπάνω τη δυνατότητά μας να ξεχωρίζουμε το αληθινό από το τεχνητό.
Ο ρόλος του κριτικού αναλυτή και ερευνητή των γεγονότων που σήμερα φαντάζει αναγκαίος όσο ποτέ άλλοτε και θα μπορούσε ο δημοσιογράφος να κληθεί να παίξει αυτό τον ρόλο, έχει ατονήσει γιατί η έρευνα έχει κόστος και θέλει χρόνο, όταν χρήμα δεν υπάρχει και ο χρόνος την εποχή του διαδικτύου δεν περισσεύει.
Ο ρόλος του δημοσιογράφου έχει μεταμορφωθεί. Η δημοσιογραφία που δε διστάζει να θέσει ερωτήματα απαιτώντας απαντήσεις, μπαίνει στο περιθώριο. Είναι “οικονομικά άσύμφορη”.
Πλέον, ο κανόνας είναι μέσα ενημέρωσης εξαρτημένα στο επίπεδο της λειτουργίας. Μέσα ενημέρωσης, δηλαδή, “οικονομικά” ως προς την κριτική ικανότητα που έχουν.
Η οικονομική λειτουργία επικράτησε της δημοσιογραφικής με τον ίδιο τρόπο που στα Τέμπη η οικονομική λειτουργία επικράτησε της ασφάλειας των μετακινήσεων.
Βεβαίως, υπάρχει και η περίπτωση όπου μέσα ενημέρωσης ελέγχονται από ισχυρούς επιχειρηματίες. Όταν αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, πολλές φορές καταλήγει και εκεί η διαφήμιση. Όμως η ενημέρωση που παράγεται αντικατοπτρίζει τον έλεγχο που ασκείται πάνω στην παραγωγή της.
Υπάρχουν και μέσα που προσπαθούν να παρακάμψουν αυτά τα διλήμματα βασιζόμενα στις ψηφιακές συνδρομές. Αλλά σε πόσα μέσα μπορούν να γραφτούν συνδρομητές οι πολίτες; Και μετά, η συνδρομή δημιουργεί μία άλλου είδους εξάρτηση, από αναγνώστες που απαιτούν η είδηση που διαβάζουν να τους “αρέσει”. Όμως η δημοσιογράφία δεν είναι να γράφεις αυτό που αρέσει στον αναγνώστη σου γιατί εξαρτάται η οικονομική επιβίωσή σου από τη συνδρομή του, αλλά να γράφεις αυτό που είναι αληθινό και πολλές φορές και ενάντια σε αυτό που θα μπορούσε να αρέσει.
Είναι έτσι φτιαγμένο το παιχνίδι ώστε να διασφαλίζεται ότι η ενημέρωση θα είναι πάντα ελεγχόμενη. Και βεβαίως αυτό είναι ένα πρόβλημα που έχει σοβαρές συνέπειες. Γιατί όταν οι πολίτες δε μπορούν να εμπιστευθούν τα μέσα ενημέρωσης παρά μόνο αυτά τα οποία καθρεπτίζουν τις ήδη διαμορφωμένες απόψεις τους, τότε μπορούν να πέσουν πιο εύκολα θύματα λογής λογής απατεώνων της ενημέρωσης και της πολιτικής. Κι όταν η ενημέρωση που παρέχουν τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι της ποιότητας που πρέπει, τότε και ο πολίτης δε μπορεί να λάβει σωστές αποφάσεις στη βάση μίας σωστής ενημέρωσης. Και αυτό έχει συνέπειες για το σύνολο της κοινωνίας μας.
Οι λάθος αποφάσεις, οι αποφάσεις που λαμβάνονται με λάθος κριτήρια στη βάση λάθος πληροφοριών, ή πληροφοριών για τις οποίες έχουμε ελάχιστα μέσα να συνθέσουμε για να σχηματίσουμε μια “μεγάλη εικόνα”, έχουν κόστος. Το κόστος το πληρώνουμε όλοι συλλογικά.
Το ζήτημα λοιπόν είναι βαθύ και ουσιαστικό και ξεφεύγει από εύκολους λαϊκισμούς που ακούγονται ανά καιρούς και διαμορφωμένες απόψεις που επαναλαμβάνονται στη μορφή μίας εύπεπτης συνθηματολογίας.
Δημοσιογράφος, ένα είδος προς εξαφάνιση
O δημοσιογράφος σε όλο αυτό το σύστημα που έχει δομηθεί (και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα), είναι από τους τελευταίους τροχούς της αμάξης. Γίνεται όμως ο αποδέκτης όλης της οργής.
Στην πραγματικότητα, οι δημοσιογράφοι είναι ένα είδος προς εξαφάνιση.
Όλο και παραπάνω η δουλειά του δημοσιογράφου περιορίζεται είτε στην εργασία του ως μέλος τιμ δημοσίων σχέσεων σε γραφεία τύπου είτε στο επαναγράψιμο δελτίων τύπου που παράγονται από αυτά τα γραφεία τύπου. Όμως και σε αυτή τη δουλειά με την άνοδο των τεχνολογιών της τεχνητής νοημοσύνης αντικαθιστάται από πιο αποτελεσματικούς και πιο γρήγορους αλγόριθμους. Όλο και παραπάνω καλείται απλά να συμπληρώνει κενά. Μετατρέπεται σε μετατροπέα κειμένων. Η φωνή των δημοσιογράφων σβήνει.
Οι συνθήκες εργασίας για την πλειοψηφία αυτών που ακόμα εργάζονται χειροτερεύουν. Οι ώρες εργασίας αυξάνονται, οι μισθοί και τα εργασιακά δικαιώματα καταρρέουν, οι εξαρτήσεις γιγαντώνονται. Συνεπακόλουθα η όποια έννοια δεοντολογίας πετιέται στον κάλαθο των αχρήστων.
Οι δημοσιογράφοι είναι πρώτα και κύρια εργαζόμενοι που εργάζονται υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες σε ένα εργασιακό περιβάλλον εξαιρετικά ρευστό, μεταβαλλόμενο και εξαιρετικά ανταγωνιστικό, με απουσία ασφαλιστικών δικλείδων, δίχως όμως ποτέ να αναγνωρίζονται οι συνθήκες αυτές ως ελαφρυντικό για την ποιότητα της δουλειάς τους από τους πολίτες και κυρίως από λαϊκιστές πολιτικούς, σε αντίθεση με άλλους κλάδους όπου οι πολίτες συμπαρατάσσονται με τους εργαζόμενους.
Είναι τόσο τρελό να γίνονται οι δημοσιογράφοι συνολικά ο στόχος της οργής των πολιτών όσο θα ήταν τρελό να κατηγορούν οι πολίτες συλλήβδην όλο τον ιατρικό κλάδο επειδή κάποιοι γιατροί παίρνουν φακελάκια. Όπως θα ήταν τρελό να κατηγορούμε τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό για την κατάντια του συστήματος υγείας. Αυτό ακριβώς όμως γίνεται με την κατάντια του συστήματος ενημέρωσης. Είναι εύκολο και βολικό να είναι ο στόχος ο δημοσιογράφος. Έτσι κάποιοι κρύβουν τη γύμνια τους. Έτσι κρύβονται οι πραγματικοί ένοχοι.
Η απλή αλήθεια είναι ότι όλοι οι δημοσιογράφοι δεν είναι ίδιοι.
Η πλειοψηφία των δημοσιογράφων στα πλαίσια της πραγματικότητας που περιγράφουμε, πολλές φορές συμβιβάζεται, υποχωρεί, όμως δίνει και αγώνες στα όρια που είναι διαμορφωμένα από το σύστημα στο οποίο καλείται να λειτουργεί. Προσπαθεί εντός ορίων και προσωπικών αντοχών να κάνει σωστά τη δουλειά του και να προσφέρει πραγματική ενημέρωση στη βάση των ικανοτήτων του και των προσωπικών αντιλήψεών του παρά τα δομικά προβλήματα με τα οποία βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος. Προβλήματα τα οποία δεν δημιουργεί ο ίδιος, ούτε επιθυμεί την ύπαρξή τους, όμως μαθαίνει να λειτουργεί εντός του πλαισίου που αυτά διαμορφώνουν. Κάποιες φορές αποδεχόμενος – κακώς – το αναπόδραστό του.
Η αλήθεια είναι ότι η πολιτική τάξη ποτέ δεν κοίταξε να μεταρρυθμίσει με τέτοιο τρόπο τον χώρο των ΜΜΕ ώστε να διασφαλίζει την ανεξαρτησία των δημοσιογράφων γιατί πάντα επιθυμούσε δημοσιογράφους ελεγχόμενους, με περιορισμούς στην έκφρασή τους. Επιθυμούσε να συνδιαλλέγεται με μεγαλοδημοσιογράφους ενταγμένους σε ένα σύστημα που θα στηρίζει την αναπαραγωγή μίας κατάσταση σήψης. Αυτή η κατάσταση δεν άλλαξε ούτε με κυβέρνηση Αριστεράς. Δεν άνθισε η ελευθερία έκφρασης ή η πολυφωνία επί κυβέρνησης Αριστεράς, η Αριστερά θέλησε να δημιουργήσει τα δικά της ελεγχόμενα ΜΜΕ.
Ποιος θέλει πραγματικά ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης;
Δεν είναι όλα ρόδινα, δεν είναι όμως κι όλα άσπρο ή μαύρο. Υπάρχει ένας τεράστιος ενδιάμεσος χώρος που είναι και η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που εργάζονται στα μέσα ενημέρωσης.
Δε μπορούν μόνοι τους να αλλάξουν την πραγματικότητα. Όχι όταν δεν υπήρξε ποτέ πραγματικά πολιτική βούληση για να αλλάξει αυτή η πραγματικότητα.
Γιατί εδώ είναι η ουσία που δεν αγγίζει κανείς:
Το ζήτημα δεν είναι οι δημοσιογράφοι που είναι “λαμόγια” – αυτοί είναι ένας πολύ εύκολος και βολικός στόχος – αλλά ένα ολόκληρο σύστημα που θέλει να έχει μπροστάρηδες δημοσιογράφους που είναι “λαμόγια” και στο οποίο συμμετέχουν τα πολιτικά κόμματα που κυβερνούν τη χώρα και επιχειρηματίες. Ακόμα και αυτά τα κόμματα που εκφράζονται ενάντια στη σήψη και διαφθορά ομίλων ΜΜΕ και δημοσιογράφων, βολεύονται κατ’ ένα τρόπο να έχουν απέναντί τους τέτοιους δημοσιογράφους.
Όμως, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, το ζήτημα ποτέ δεν ήταν τα λαμόγια οι δημοσιογράφοι, είναι η ίδια η ανάγκη για “οικονομική” λειτουργία των μέσων στα πλαίσια μίας “ελεύθερης” αγορά της οικονομίας, τώρα και της οικονομίας της προσοχής, οι όροι της οποίας διαμορφώθηκαν από αποφάσεις που λαμβάνουν πολιτικοί στην Ελλάδα αλλά και λόγω εξελίξεων τεχνολογικά, πολιτικά, και οικονομικά διεθνώς.
Είναι μία παγκόσμια πραγματικότητα που ευνοεί την συγκέντρωση εξουσίας σε όλο και λιγότερα χέρια.
Το ζήτημα είναι ποιος θα αλλάξει το πλαίσιο έτσι ώστε να διαμορφωθούν οι συνθήκες όχι της “αξιοκρατίας” αλλά της ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης;
Ποιος θέλει σε αυτό τον κόσμο που ζούμε πραγματικά ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης που έχουν τη δική τους φωνή;
Γιατί η αξιοκρατία από μόνη της δεν εγγυάται αναγκαστικά την ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης, μόνο ότι αυτός που είναι “καλύτερος” θα λαμβάνει τα περισσότερα. Όμως, με ποια κριτήρια ορίζεται το καλύτερο και πώς διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των μέσων όταν το καλύτερο μπορεί να επιτυγχάνεται επειδή υπάρχουν κεφάλαια τα οποία εγγυώνται ότι η λειτουργία θα είναι καλύτερη;
Πέρα από την αξιοκρατία, υπάρχει πολύ μεγαλύτερη ανάγκη για πλουραλισμό και πραγματική πολυφωνία. Υπάρχει ακόμα πιο μεγάλη ανάγκη για κοινούς χώρους όπου μπορούμε να συθέσουμε αλήθειες ανεξαρτήτως των διαφορών στις οπτικές μας.
Και το μεγαλύτερο ζητούμενο είναι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των μέσων.
Η κυνική αλήθεια είναι ότι πολλοί φωνάζουν για την ανάγκη ανεξαρτησίας των μέσων ενημέρωσης αλλά ουδείς την θέλει πραγματικά. Αυτό που θέλουν όλοι – πολιτικοί όλων των κομμάτων και χώρων και οι επιχειρηματίες – είναι να ελέγχουν την ενημέρωση.
Η ανεξάρτητη ενημέρωση, οπωσδήποτε, είναι ενοχλητική… Η ευρεία αποδοχή της δεν μπορεί να είναι το κριτήριο για το τι είναι αληθινό. Πολλές φορές η αλήθεια μπορεί να είναι ενοχλητική προς όλους. Η αλήθεια είναι πολλές φορές δυσάρεστη. Η αλήθεια δε γίνεται εξίσου συχνά viral. Δεν είναι αναγκαστικά εντυπωσιακή. Πολλές φορές είναι δυσάρεστη προς όλους.
Η αλήθεια είναι ότι το να ασκείς σωστά τη δημοσιογραφία είναι πολλές φορές μια πρακτική μη οικονομικά συμφέρουσα γιατί η δημοσίευση κάποιων ειδήσεων έχει πραγματικό κόστος. Σήμερα, όλο και παραπάνω, αυτό το κόστος είναι δυσβάστακτο.
Σήμερα, το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη δημοκρατία είναι η ίδια η οικονομική λειτουργία η οποία μοιάζει αδύνατο να μεταρρυθμιστεί.
Τα Τέμπη της δημοσιογραφίας τα ζούμε εδώ και πολλά χρόνια, όμως όλοι κάνουν ότι δεν τα βλέπουν.
Ατυχήματα έχουν συμβεί πολλά, όμως επαναλαμβάνονται διαρκώς τα ίδια λάθη.
Το κόστος όμως το πληρώνει όλη η κοινωνία, γιατί όλοι είμαστε επιβάτες στο τρένο της ενημέρωσης.
Εξαρτάται η δημοκρατία μας από το πόσο καλή ενημέρωση έχουμε. Δίχως αυτή, τίθεται σε κίνδυνο η ίδια η επιβίωσή μας.