Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
Πέρασαν οι Απόκριες, η Τσικνοπέμπτη δίχως τσικνίσματα και η Καθαρή Δευτέρα (Καθαρά Δευτέρα, Καθαροδευτέρα) έρχεται δίχως μεγάλη προοπτική για χαρταετό. Όμως στις ακτές της πόλης οι γλάροι πετούν σε σχηματισμούς, αγριοπερίστερα και κουρούνες κάνουν μικρές στάσεις στα κλαδιά των δέντρων, σπουργίτια σεργιανίζουν ανενόχλητα και πραγματοποιούν σύντομες, αλλά δυναμικές εφορμήσεις στον ανοιχτό ορίζοντα.
Τα κύματα τραγουδούν. “Ο φλοίσβος επιτάσσει σιωπή”, θα έλεγε ο κυρ Αλέξανδρος. Ξεβράζουν βότσαλα, θραύσματα πηλού, κομμάτια σίδερου, ρίζες καλαμιών, πλαστικά παιχνίδια, φέρνουν τον απόηχο στιγμών ζωής που επιστρατεύουν μια διάθεση για ονειροπόληση (“πότε, πού άραγε?”), απιθώνουν τα απομεινάρια εκείνων των στιγμών σαν μικρά τάματα πάνω στην άμμο. Ο θαλασσινός αγέρας, η ερημιά, η απεραντοσύνη, ξυπνούν μνήμες. Φωνές αντηχούν, ίσκιοι αργοσαλεύουν πάνω στα νερά.
Η Ζεφυρούλα, με πρόσφατη την πίκρα μεγάλης απώλειας στην οικογένειά της, επισκέφθηκε την Ελπινίκη, που είχε χάσει τη μητέρα της. Κρατούσε μαζί της φρεσκομαγειρεμμένη φάβα και φράουλες, που ανάμεσά τους είχε τοποθετήσει ένα κόκκινο, ευωδιαστό τριαντάφυλλο από τον κήπο της. Έλεγε, δακρυσμένη: “Θυμάμαι που μου έλεγε η θεία, αυτές τις μέρες, τη συνταγή για την ταραμοσαλάτα. Με συμβούλευε να προσθέτω και λίγο κρύο νερό στο τέλος…”.
Στο μακρόσυρτο απόηχο του Ψυχοσάββατου, οι μνήμες αργοσαλεύουν ανήσυχες. Η επίγεια πραγματικότητα ανασύρει στιγμές που αναβιώνουν την απώλεια, αλλά και ανασυνθέτουν παρήγορες, αναστάσιμες σκέψεις. Ωστόσο, δυο μέρες αργότερα, η Περσεφόνη προσπάθησε να αποσπάσει τη Ζεφυρούλα από τις μελαγχολικές σκέψεις:
-Σου εύχομαι, Ζεφυρούλα, του χρόνου να είσαι γερή και χαρούμενη, να μας ανιστορείς τις παλιές Απόκριες!
-Σκέφτομαι πώς ήμασταν… Σκέφτομαι που, την Κυριακή πριν την Καθαρά Δευτέρα ετοιμάζαμε την ταραμοσαλάτα, τα ντολμαδάκια, και το πρωί της Δευτέρας ψήναμε τη φασολάδα και φορτώναμε το αυτοκίνητο και πηγαίναμε στο χωριό. Μαζευόμασταν όλοι οι συγγενείς και φίλοι, περνούσαμε ωραία, γελούσαμε… Εγώ ντυνόμουν μασκαράς για να γελώ και για να γελούν οι άλλοι. Δεν με ενδιέφερε να ντυθώ με ωραία στολή και να φαίνομαι όμορφη. Θυμάμαι που ντυνόμουν Κρητικός, με τα σαλβάρια, τα στιβάνια, το σαρίκι, την κατσούνα. Θυμάμαι, άλλη φορά, που είχα ντυθεί Κανταρόγιαννος. Το τι γέλια κάναμε, δεν λέγεται!
Ο Κανταρόγιαννος ήταν, όπως εξήγησε η Ζεφυρούλα, ένας σχετικά νέος σε ηλικία κοντοχωριανός, ο οποίος επισκεπτόταν τακτικά, με το γαϊδουράκι του, το παραθαλάσσιο χωριό του Ακρωτηρίου. Φορούσε πάντοτε μαύρο κοστούμι, άσπρο πουκάμισο, μαύρο καπέλο, μαύρα γιαλιά και είχε ένα κόκκινο γαρύφαλλο στο πέτο. Συνήθιζε να ρεμβάζει ατενίζοντας την πολυάνθρωπη καλοκαιρινή παραλία, ακουμπώντας το ένα πόδι του πάνω σε μια πέτρα που υπήρχε εκεί κοντά.
Αλλά οι μεταμφιέσεις της Ζεφυρούλας δεν σταματούσαν εδώ, όπως δεν σταματούσαν και οι επιτυχημένες μιμήσεις που έκανε.
-Θυμάμαι, μια φορά, ήμουν μικρή ακόμα, παρίστανα ένα χωριανό, ο οποίος είχε κατσίκες. Οι κατσίκες με την πρώτη ευκαιρία πήγαιναν προς τα αμπέλια του γείτονα. Οι δυο συνοράτορες, λοιπόν, όλο τσακωμένοι ήταν. Μια φορά που είχαν πάλι βγει οι κατσίκες έξω από το φράγμα, άκουσα εκείνο το χωριανό να φωνάζει, με πολλή φούρκα, στους γιους του: “-Αμέτε, μπρε, να κουτελώσετε τσ’ αίγες, μη φάνε των κερατάδων τω γειτόνων τ’ αμπέλια!”. Αυτό, λοιπόν, το μιμήθηκα μια μέρα που ήμασταν με θειάδες και μπαρμπάδες στ’ αλώνι. Τα γέλια που κάνανε, δε λέγονται!. Ένας θείος μου έπεσε χάμω, μέσα στο αλώνι, και γελούσε…
Οι αναπολήσεις, αυτές τις μέρες που τόσο υστερεί η επικοινωνία, δίνουν και παίρνουν. Η Αντιόπη είχε κάποιες φωτογραφίες ηλικίας 40 χρόνων, τότε που είχε ντύσει μασκαράδες τις δυο κόρες της -η μικρότερη μόλις 11 μηνών. Τις έντυσε “Ζουλού”, με στολές που είχε φτιάξει η ίδια, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς. Φόρεσαν σκούρες μπλούζες και καλσόν, φούστες και τραχηλιές από άχυρο και η μητέρα τους μουτζούρωσε, με καψαλισμένο φελλό, χέρια και πρόσωπα. Έτσι επισκέφτηκαν, το πρωί της Καθαράς Δευτέρας, συγγενικά σπίτια. Πραγματικά, ήταν πολύ επιτυχημένη ιδέα, όπως αφηγείται η Αντιόπη και όπως δείχνουν οι φωτογραφίες.
Η Αριάδνη θυμήθηκε κάποιες φορές, τέτοιο καιρό, που το νερό έτυχε να σωθεί βράδυ. Θυμάται που, νήπιο ακόμα, συντρόφευε τη μητέρα της για να γεμίσουν τη στάμνα από την πηγή, που βρισκόταν μέσα στα χωράφια τους. Η μάνα φαίνεται πως φοβόταν και η ίδια να περπατά έξω τη νύχτα και ένιωθε την παρουσία της μικρής κόρης της ως ένα στήριγμα. Για να ξεπερνά και το δικό της φόβο, της μιλούσε για το φεγγαράκι, που φωτίζει τον ουρανό για να βλέπουν οι άνθρωποι πού πηγαίνουν τη νύχτα. Μια νύχτα που είχε πανσέληνο, η μικρή Αριάδνη παρατηρούσε το φεγγάρι στον ουρανό, που της φάνηκε σαν ένα πρόσωπο με ψυχή. Παρατήρησε πως, όπου και να προχωρούσαν, το φεγγάρι ήταν πάντα κοντά τους. Ρώτησε τη μητέρα της: “Μαμά, το φεγγαράκι μας ακολουθεί?”. Αυτό το ερώτημά της θυμάται ακόμα, με πολλή συγκίνηση.
Ο κυρ Πέτρος θυμήθηκε τους χαρταετούς της Καθαράς Δευτέρας, που πετούσε ως πρόσκοπος, στον Προφήτη Ηλία. Θυμήθηκε πώς έφτιαχνε ο ίδιος το χαρταετό, με χαρτί και λεπτά ξύλα ή καλάμια, με κόλλα, σπάγγο ή τριχιά ψαρέματος ή, ακόμα, λεπτό σύρμα.
Ο Δάσκαλος μνημόνεψε την παιδική ηλικία της οικογενειακής θαλπωρής. Τα χρόνια με τη λάλη και το λάλο, τους γονείς και τα αδέλφια, την ηρεμία και τη γαλήνη που κυριαρχούσε στις σχέσεις των μελών της οικογένειας. Αναπόλησε τις αποκριάτικες μέρες στο χωριό, δίχως χαρταετούς, μα με πολλά μασκαρέματα, γλέντια, φαγοπότια. Θυμήθηκε τον καφετζή του χωριού, που κάποια χρονιά έλεγε στον πατέρα του: “Γιάννη, θα πάρω φέτος τρεις δωδεκάδες κούτες βερνίκι για παπούτσια!”. Σε παλαιότερους καιρούς, η παραγγελία του ήταν μόνο για έξι κούτες, αργότερα, όμως, το βερνίκι είχε πολύ μεγαλύτερη ξόδεψη, και αιτία ήταν τα μουτζουρώματα της Αποκριάς.
Η Περσεφόνη έκανε τον καθιερωμένο της περίπατο στην ακτή. Ο αέρας ήταν δυνατός, ένιωθε πως την έσπρωχνε και εκείνη έπρεπε να βάζει “αντισκάρι”. Καθώς βημάτιζε αργά και παρατηρούσε τα πολύχρωμα βότσαλα στη βρεγμένη άμμο, είδε ένα λεπτό, κυλινδρικό κομμάτι σίδερο, που ήταν περασμένο μέσα από κάποια κυκλικά μεταλλικά στοιχεία, τα οποία θύμιζαν σχήμα άνθους. Το σίδερο ήταν ολοσκούριαστο και τα διακοσμητικά είχαν πάρει το γαλαζωπό χρώμα της οξείδωσης.
Πήρε αυτό το εύρημα στα χέρια της. Γύρω από το σίδερο είχε κατά τόπους συντήξει ο καιρός διάφορα μικρά βότσαλα, λευκά και μαύρα, σε εντυπωσιακούς σχηματισμούς. ” Ένα μικρό έργο Τέχνης, από αυτά που προηγούνται της έμπνευσης του ανθρώπου”, σκέφτηκε.
“Πρέπει να είναι από κάποιο παλιό φωτιστικό ή κηροπήγιο αυτό το κομμάτι” συλλογιζόταν αργότερα. Την άλλη μέρα ρώτησε κάποιο γνωστό της, που είχε αξιόλογα ευρηματική σκέψη, να της πει τη γνώμη του. “Είναι από παλιό φωτιστικό ή από ναργιλέ αυτό το κομμάτι” της είπε. “Το σίδερο ήταν κάποτε σωλήνας, τώρα έχει κλείσει με τη σκουριά, ποιος ξέρει πόσους αιώνες βρισκόταν στο νερό…”.
“Ποιος, πού, πότε?”. Νέα ερωτήματα με αφορμή το εύρημα αυτό. Ποιος το είχε φτιάξει, σε ποιους τόπους, σε ποιας οικογένειας το σπίτι βρισκόταν, πώς βρέθηκε στο νερό, πόσους καιρούς έμεινε εκεί, κάτω από ποιες φυσικοχημικές συνθήκες έγινε ένα με τα βότσαλα?
“Όλα ξεκινούν από το νερό και όλα καταλήγουν στο νερό” σκεφτόταν η Περσεφόνη. “Εμείς οι άνθρωποι δεν θέλουμε να εννοήσουμε πως η ζωή μας τρέχει με το νερό, σαν το νερό. Αξίζει, όμως, να το θυμόμαστε. Να κρατάμε την αίσθηση του καθάριου νερού με τα βότσαλα και τα πετράδια του, με τον αέναο κυματισμό του, εκείνη που ενέπνευσε το φιλοσοφικό στοχασμό του Ηράκλειτου στη διατύπωση του ακλόνητου συμπεράσματος: “Τα πάντα ρει…”
Με αυτές τις σκέψεις, με τις εικόνες ενός αεικίνητου, αειφόρου ορίζοντα και μιας ιαματικής πνοής, ξεκίνησε να εργάζεται την πρώτη μέρα της νέας εβδομάδας.