Του Κανάκη Γερωνυμάκη
Η εξέλιξη γενικά πάντα κινείται προς τα εμπρός, όμως ειδικά από τα μέσα του περασμένου αιώνα άρχισε να τρέχει ιλιγγιωδώς ακόμα και στα απομακρυσμένα χωριά. Εις ότι αφορά τα μέτρα, τα σταθμά, την αναφορά στο στάδιο του εικοσιτετραώρου, όλα ήτανε και σ’ αυτά διαφορετικά:
Απόσταση
Για την απόσταση δεν λέγαμε συνήθως μέτρα ή χιλιόμετρα. Λέγαμε «μια πετρέ τόπος» ή «δύο πετρές τόπος». Δηλαδή περίπου όσο μπορεί να πετάξει κανείς μια μικρή πέτρα. Για μεγάλες αποστάσεις λέγαμε: «Απόσταση μιας μέρας (ή) μισής μέρας», ή μιας ώρας δρόμος π.χ. Δηλαδή περίπου όσο διανύει ένας άνθρωπος με κανονικό βάδισμα σε μία ή σε μισή μέρα, ή σε μια ώρα.
Έκταση
Την έκταση του εδάφους δεν την υπολογίζαμε σε στρέμματα. Συνήθως μας αφορούσε η έκταση των βοσκοτόπων, των χωραφιών και των αμπελιών.
Στην κατ’ εξοχήν κτηνοτροφική επαρχία Σφακίων, τον θερινό βοσκότοπο, εκεί που κάνανε τα μητάτα (τα συνεταιρικά τυροκομία) τον λέγαμε «μαδάρα» Και την έκταση της μαδάρας την υπολογίζαμε σε οκάδες. Όσες οκάδες τυρί εδικαιούται για ενοίκιο μια μαδάρα, τόσες οκάδες λέγαμε πως είναι η έκταση της μαδάρας. Στην έκταση που απλώνονταν 300 πρόβατα όταν βόσκονται κανονικά λέμε πως αυτός ο χώρος είναι μια οκά μαδάρα.
Τα καλλιεργήσιμα χωράφια τα υπολογίζαμε ανάλογα με τις οκάδες καρπό που χρειάζεται για να σπαρθεί το κάθε χωράφι. Ένα χωράφι π.χ. που βάζει 5 οκάδες σπόρο λέμε πως είναι «5 οκαδώ χωράφι». Καμιά φορά τα υπολογίζαμε και με «μουζούρια». Μουζούρι ήτανε ένα κόσκινο που έβαζε 13 οκάδες κριθάρι και ήτανε ογκομετρικό δοχείο. Ένα χωράφι που έβαζε ένα μουζούρι σπόρο λέγαμε πως είναι «νιούς μουζουριού χωράφι».
Τα αμπέλια τα μετρούσαμε με τους εργάτες που χρειαζότανε για να τα σκάψουνε σε μια μέρα. Ένα αμπέλι που το σκάβανε σε μια μέρα 5 εργάτες π.χ. λέγαμε πως είναι «5 εργατώ αμπέλι».
Τους χειμερινούς βοσκότοπους, τα χειμαδιά τα υπολογίζαμε ανάλογα με τα πρόβατα που μπορούσανε να διατηρήσουνε. Ένα χειμαδιό που μπορούσανε να ξεχειμωνιάσουνε εκεί 100 πρόβατα λέγαμε πως είναι «100 οζώ χειμαδιό»
Σταθμά
Τα εισοδήματα συνήθως τα μετρούσαμε ογκομετρικά: Για πολύ μικρή ποσότητα λέγαμε «μια ουλιά». Για μεγάλη ποσότητα και με το μουζούρι. Το κόσκινο που έβαζε 13 οκ. κριθάρι ή στάρι 15 οκάδες γιατί αυτό έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος. Τα αλεστικά του δικαιώματα ο μυλωνάς τα μετρούσε με ένα ογκομετρικό δοχείο που έβαζε μια οκά καρπό. Το δοχείο αυτό το λέγανε «αξάι» και κατ’ επέκταση λέγανε «αξάγια» τα αλεστικά που έπαιρνε ο μυλωνάς. Τη λέξη δανειστήκανε και τα ελαιουργεία και λέγανε «αξάγια» τις εισπράξεις τους.
Τα υγρά εισοδήματα τα μετρούσαμε και αυτά συνήθως ογκομετρικά ένα δοχείο που έβαζε 5 οκάδες λάδι το λέγανε «κουρούπι». Μ’ αυτό και με την οκά (ένα μικρότερο δοχείο) εμοιράζανε και εμετρούσανε τα λάδια στα ελαιουργεία. Μετά λέγανε ότι ο τάδε πελάτης έβγαλε τόσα κουρούπια λάδι. Σε μεγαλύτερες ποσότητες το υπολογίζαμε με «μήστατα». Ένα μήστατο ήτανε 10 οκάδες.
Στα μητάτα είχανε ένα δοχείο που έβαζε δυόμισι οκάδες. Οι δυόμισι οκάδες είναι το ένα τέταρτο του μήστατου. Ακριβώς γι’ αυτό το λέγανε «κάρτο». Κάρτο ιταλικά σημαίνει ένα τέταρτο.
Ωρολόγιο
Μα και τα στάδια του εικοσιτετραώρου δεν τα υπολογίζαμε με ώρες. «Τη βαθέν αυγή» (αρκετά πριν ξημερώσει», «Τα ξεδιαφωτίσματα» (όταν άρχιζε λίγο να φωτίζει η μέρα), «Τα λιοδόσματα», «κόντεν ήτανε ο ήλιος σηκωμένος δυο κονταρόξυλα» (δύο τηλεφωνόστυλους), «Το κολατσιδάκι», «Το καλό κολατσιό», «Το μεσημέρι», «Το σταλιστό» (τότε που τα πρόβατα έχουνε ανάγκη από ίσκιο), «Το πρόσαργο» (απόγευμα), «Τον ξεσταλιστό» (τότε που τα πρόβατα φεύγουνε από τον ίσκιο), «Τα μουχριάσματα» (όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει) «Όντε αύτουνε τσοι λύχνους» («Περί των λυχνών τας αφάς» γράφει και ο Ψιλάκης στην Ιστορία της Κρήτης όταν λέει για μια μάχη στο Ρέθυμνο), «ώρα δείπνου», «Αποβεγγέρα» κ.ά.
Μα και μεταφορικά χρησιμοποιούσαμε κάποιες σχετικές λέξεις. Όταν θέλαμε να πούμε για μεγάλη δόση λέγαμε «ένα μουζούρι». Π.χ. «ένα μουζούρι ψόματα μας είπενε ο φίλος μας». Ή όταν κατέβαινε κανείς από το μητάτο που είχε μέρες να κατεβεί στο χωριό μπορούσε να πει: «Ένα μουζούρι ψείρες βαστώ».
Για μικρή δόση λέγαμε «μια ουλιά» (Ουλιά, γουλιά = μπουκιά) «Μια ουλιά ώρα» (λίγη ώρα) «Έχω μια ουλιά πονοκέφαλο» (πονά λίγο το κεφάλι μου) «Μια ουλιά θέλω να μου βοηθήσεις».
Ακόμα λέγαμε «Μια σκαπανές» (μια δόση) Στα εμπροστογεμή κυνηγετικά οπλα είχανε μετράρι και μετρούσανε την πυρίτιδα. Η δόση αυτή λεγότανε «κοπανέ». Λίγο παραποιημένη τώρα η λέξη αυτή εχρησιμοποιείτο στη θέση που τώρα λέμε τη λέξη «μια δήση», μια φορά.
Οι παραπάνω περιπτώσεις που αναφέρω απεβλήθησαν και από την Κρητική διάλεκτο, κυρίες επειδή άλλαξε ο τρόπος ζωής και δεν τις έχομε ανάγκη, όμως, χάριν της λαογραφίας πρέπει να διασωθούνε, ως λέξεις, μα και να ξέρομε σε ποιές περιπτώσεις εχρησιμοποιούνταν.