Λεπτομέρειες για όσα περνούσε ο Βαγγέλης Γιακουμάκης στα χέρια των “σκληρών” της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων αποκαλύπτει στην Espresso ένας από τους βασικούς μάρτυρες κατηγορίας στην υπόθεση θανάτου του άτυχου 20χρονου.
Ο Νίκος Δαβρής αποκαλύπτει φρικτές λεπτομέρειες από τα “καψόνια” στον Βαγγέλη Γιακουμάκη, ενώ αποκαλύπτει ότι και ο ίδιος είχε πέσει θύμα από
“Τον Βαγγέλη τον χτυπούσαν με κάθε ευκαιρία, εγώ ο ίδιος τον είχα δει με σκισμένο χείλος, ενώ υπάρχουν και συμφοιτητές μας, που είχαν προσέξει εκδορές στα χέρια του. Κάποιες φορές, του άρπαζαν το φαγητό του, άλλες φορές τον κλείδωναν στην ντουλάπα του δωματίου του. Είχα καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, γιατί είχε σκοτεινιάσει. Για τον λόγο αυτόν είχα ενημερώσει τόσο τον διευθυντή της Σχολής όσο και την υπεύθυνη της εστίας”, λέει ο Δαβρής.
Μάλιστα ήταν η μεσολάβησή του που προκάλεσε και την παρέμβαση της υπεύθυνης της εστίας η οποία του άλλαξε δωμάτιο, καθώς ένας από τους βασανιστές του ήταν συγκάτοικός του.
Όπως αποδείχθηκε, αρκετό καιρό αργότερα, ο Βαγγέλης έμαθε για τη μεσολάβησή του και πλησιάζοντάς τον, την ημέρα της αποφοίτησής του, του εκμυστηρεύτηκε όσα υφίστατο από τους συμφοιτητές του.
“Αυτό που έκανες για μένα, ούτε αδελφός σε αδελφό δεν κάνει”, είχε πει ο Βαγγέλης Γιακουμάκης στον 30χρονο.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο ίδιος επέστρεψε από τη Βραζιλία, όπου είχε πάει για να βρει δουλειά, για να καταθέσει, μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατο του Βαγγέλη.
“Μου είχε εκμυστηρευτεί ότι, όταν θα τελείωνε τις σπουδές του, ήθελε να γυρίσει στην Κρήτη και να ξεκινήσει να φτιάχνει γιαούρτι με τον εξοπλισμό του που του είχε ήδη πάρει ο πατέρας του. Ήθελε να είναι κοντά στην οικογένειά του. Στους δικούς του ανθρώπους, που τους λάτρευε. Κι ύστερα άρχισε να μαραζώνει και να κλείνετε στον εαυτό του”.
Όπως λέει ο Δαβρής, περιγράφοντας τη δράση των “σκληρών” της Σχολής…
“Ήταν αργά το βράδυ. Ήμουν στο δωμάτιό μου στη φοιτητική εστία, όμως δεν μπορούσα να κοιμηθώ, επειδή μια ομάδα πέντε ατόμων έκανε φασαρία. Έπιναν, είχαν δυνατά τη μουσική, δεν υπολόγιζαν τίποτα. Κατέβηκα και ενημέρωσα τον φύλακα. Από εκείνη τη μέρα με φώναζαν το ”ρουφιάνο” της Σχολής.
Με εκβίαζαν. ‘Αρχισαν να με απειλούν, λέγοντάς μου ότι έτσι ξεκινούν οι βεντέτες στην Κρήτη. Μετά άρχισαν να μου λένε ότι εάν με έβρισκαν εκτός σχολής θα πάθαινα διάφορα. Επιχείρησαν να βιαιοπραγήσουν εναντίον μου. Απέτυχαν. Μπορούσα να τους χειριστώ πολύ διαφορετικά από τον Βαγγέλη και έτσι σταμάτησαν”.