Όταν η περιγραφή της διαφθοράς ενοχλεί περισσότερο από την ίδια τη διαφθορά, τότε η κοινωνία έχει χάσει τον καθρέφτη της
Μια εικόνα που δεν προκύπτει από τη φαντασία
Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν τα άρθρα που επιχειρούν να «διορθώσουν» την εικόνα της Κρήτης, όχι όμως αντιμετωπίζοντας τη ρίζα των προβλημάτων, αλλά ασκώντας κριτική στα μέσα ενημέρωσης που τα αποκαλύπτουν. Οι επικρίσεις εστιάζουν όχι στις ίδιες τις πράξεις, αλλά στη γλώσσα που χρησιμοποιείται για να τις περιγράψει: η «μαφία της Κρήτης» θεωρείται υπερβολή. Η φράση ενοχλεί.
Αντί να επικεντρωθούμε στους λόγους για τους οποίους το νησί φιγουράρει σταθερά στις πρώτες θέσεις μιας σειράς αρνητικών δεικτών —από την ενδοοικογενειακή βία και τα τροχαία δυστυχήματα, έως την κατάχρηση αλκοόλ, την εγκληματικότητα και τα ποσοστά αυτοκτονιών— επιλέγουμε να στραφούμε κατά των δημοσιογράφων. Εκείνων που απλώς περιγράφουν αυτό που τεκμηριωμένα συμβαίνει.
Η ενόχληση για τη λέξη, όχι για το περιεχόμενο
Αυτό που προκαλεί αμηχανία, δεν είναι ότι στα Χανιά ξετυλίγεται μια δικογραφία που περιγράφει τη δράση μιας πολυπλόκαμης οργάνωσης με χαρακτηριστικά μαφίας, αλλά το γεγονός ότι κάποιοι δημοσιογράφοι (εξ Αθηνών) τόλμησαν να τη βαφτίσουν έτσι. «Συμβαίνουν και αλλού» είναι η εύκολη απάντηση. Μα εδώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, έχουμε ένα δίκτυο που εισχωρούσε σε κρίσιμους τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού βίου: στην Εκκλησία, στον στρατό, στην αστυνομία, στον επιχειρηματικό κόσμο, στις δημόσιες υπηρεσίες, στα μέσα ενημέρωσης — ακόμη και σε πολιτικά πρόσωπα.
Είναι μια οργάνωση που, για να πετύχει τους στόχους της, σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, χρησιμοποιούσε εκβιασμούς, απειλές, χρηματισμούς. Αν όλα αυτά αποδειχθούν στο ακροατήριο, πώς ακριβώς θα τα ονομάσουμε όλο αυτό; «Παρεκτροπές»;
Η αλήθεια είναι απλή: αυτό που λερώνει την Κρήτη δεν είναι η περιγραφή των πραγμάτων, αλλά οι ίδιες οι πράξεις. Η κοινωνία μας δεν απειλείται από τους δημοσιογράφους και τον λόγο τους, αλλά από την ανοχή στην παρανομία. Όταν η φράση «μαφία της Κρήτης» προκαλεί μεγαλύτερη ενόχληση από τη λειτουργία της ίδιας της οργάνωσης όπως αποτυπώνεται στη δικογραφία, τότε κάτι έχει στραβώσει βαθιά.
Η συγκάλυψη ως συστημική παθολογία
Παρόμοια ήταν και η αντίδραση στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Εκεί, αρκετοί ενοχλήθηκαν από τη «στοχοποίηση» της Κρήτης, τη στιγμή που πάνω από το 80% των εμπλεκόμενων ΑΦΜ βρίσκονται στο νησί. Αν οι αριθμοί αυτοί ισχύουν, δεν πρέπει να θιγούν; Είναι η αναφορά στο γεγονός πρόβλημα ή το ίδιο το γεγονός;
Το μοτίβο είναι ανησυχητικά επαναλαμβανόμενο: κάθε φορά που η Κρήτη βρίσκεται στο επίκεντρο αρνητικών ειδήσεων, η αυθόρμητη αντίδραση κάποιων είναι να επικρίνουν την «εικόνα» που προβάλλεται για το νησί και όχι την ουσία.
Μια κοινωνία που πρώτα νοιάζεται για το τι θα πουν οι «απέξω» και όχι για το τι πραγματικά της συμβαίνει, είναι μια κοινωνία βαθιά φοβική και απρόθυμη να αυτοκαθαρθεί.
Η ανάγκη για πολιτικό σχέδιο εξυγίανσης
Δεν είναι αυτή η Κρήτη που ξέραμε. Η Κρήτη αλλοιώνεται. Το δείχνουν τα στατιστικά. Το αισθάνονται και οι πολίτες της. Από τις ψυχικές ασθένειες, τις αυτοκτονιες και τον αλκοολισμό μέχρι τα θανατηφόρα τροχαία και την ενδοοικογενειακή βία, οι αρνητικές επιδόσεις του νησιού δεν είναι περιστασιακές. Είναι δομικές. Και η απάντηση δεν μπορεί να περιοριστεί στην αύξηση της αστυνόμευσης.
Το πρόβλημα είναι πρώτα και κύρια πολιτικό. Χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εξυγίανσης —όχι μόνο για να περιοριστεί η διαφθορά, αλλά και για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών για να ισχυροποιηθούν δεσμοί και να στηριχθούν άνθρωποι που έχουν πραγματικά ανάγκη στήριξης. Ένα σχέδιο που δεν θα προκύψει από επικοινωνιακές ανάγκες, αλλά από ειλικρινή βούληση μετασχηματισμού. Και για να συμβεί αυτό, θα πρέπει οι πολιτικές δυνάμεις να σταματήσουν να σιωπούν ή να υποβαθμίζουν την κρισιμότητα αυτών που καταγράφονται.
Το νησί του Πρωθυπουργού σε κρίσιμη καμπή
Η ειρωνεία είναι πικρή: Στην Κρήτη του Κυριάκου Μητσοτάκη, την περίοδο που ο ίδιος κυβερνά, η διαφθορά φαίνεται να επεκτείνεται αντί να περιορίζεται. Όταν η γενέτειρα του Πρωθυπουργού απειλείται από δομές και πρακτικές που θυμίζουν παρακμιακές καταστάσεις άλλων εποχών, το πρόβλημα δεν μπορεί να είναι η δημοσιογραφική περιγραφή…
Η Κρήτη αξίζει καλύτερα. Όμως, για να ξανακερδίσει την αυτοπεποίθησή της, πρέπει πρώτα να αναμετρηθεί με την αλήθεια της. Χωρίς προσχήματα. Χωρίς ωραιοποιήσεις. Και κυρίως: χωρίς φόβο.
Διότι αυτό που τη λερώνει, δεν είναι η κριτική, αλλά η σιωπή.



