Στην Ελλάδα του 2025, η αναζήτηση στέγης τείνει να μετατραπεί σε σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Σε μια χώρα όπου οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι στα χαμηλότερα επίπεδα της Ευρωζώνης, ενώ οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών καλπάζουν, η αγορά ακινήτων έχει δημιουργήσει τη δική της «παραοικονομία».
Το φαινόμενο των «μαύρων» ενοικίων, ή της υποδήλωσης του μισθώματος στο TAXISnet, δεν είναι απλώς μια πράξη φοροδιαφυγής. Είναι, δυστυχώς, το σύμπτωμα μιας βαθιά ασθενούς οικονομίας και ενός κράτους που αντιμετωπίζει την ιδιοκτησία ως εύκολο θύμα και τον ενοικιαστή ως παράπλευρη απώλεια.
Η πρακτική είναι γνωστή: Συμβόλαιο 50 ευρώ, πραγματική πληρωμή 500 ευρώ. Γιατί όμως αυτή η «ομερτά» μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή ανθεί, παρά τους κινδύνους; Η απάντηση βρίσκεται στον δημοσιονομικό στραγγαλισμό.
Με την έλλειψη σπιτιών να έχει λάβει διαστάσεις μάστιγας (λόγω πλειστηριασμών, funds, τραπεζών, Airbnb και παλαιότητας κτιρίων), η αποδοχή ενός «μαύρου» ενοικίου δεν είναι επιλογή δόλου, αλλά επιλογή ανάγκης. Είναι ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσει στέγη ή να πετύχει μια τιμή που να αντέχει ο πενιχρός μισθός του.
Δέχεται να ζει υπό την απειλή έξωσης χωρίς νομική κάλυψη και δέχεται να μην μπορεί να δικαιολογήσει τα έξοδά του στην εφορία. Γιατί; Γιατί η εναλλακτική είναι να μείνει στον δρόμο ή να πληρώσει ένα ποσό που το κράτος, μέσω της φορολογίας του, έχει καταστήσει απαγορευτικό.
Το Υπουργείο Οικονομικών και η ΑΑΔΕ μπορούν να συνεχίσουν τους ελέγχους και τις διασταυρώσεις. Όμως, όσο το σύστημα αγνοεί την πραγματική αγοραστική δύναμη των πολιτών, το «μαύρο» χρήμα θα κυκλοφορεί χέρι με χέρι.
Σε μια χώρα όπου το κόστος στέγασης τρώει το 50% ή και το 60% του μισθού, το κράτος δεν μπορεί να λειτουργεί ως εισπράκτορας. Οφείλει να αντιληφθεί ότι τα «μαύρα» ενοίκια είναι η κραυγή αγωνίας μιας κοινωνίας που προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον οικονομικού παραλογισμού.



