Η κατάσταση που επικρατεί σε πολλά φαράγγια της Κρήτης δεν είναι και η καλύτερη. Η κακοκαιρία του 2019 κατέστρεψε τις υποδομές και τα μονοπάτια σε πολλά φαράγγια, όπως στο Βαβουλέδο, δίχως η πολιτεία να έχει σπεύσει να επισκευάσει τις καταστροφές. Όμως, υπάρχουν και οι καταστροφές που οφείλονται στον άνθρωπο. Στο πανέμορφο φαράγγι των Μεσκλών σε διάφορα σημεία βρίσκεις μικρές χωματερές με μπάζα και ηλεκτρικές συσκευές. Μέχρι και ψυγείο βρήκαμε.
Και κάποιοι δεν πετούν μόνο τα μπάζα και τα σκουπίδια, κάποιοι αδειάζουν και τα απόβλητά τους μέσα στα ποτάμια.
Οι εικόνες από το φαράγγι Κυκλάμινου είναι τραγικές. Το πανέμορφο φαράγγι μαύρισε. Τα νερά του έχουν γίνει μαύρος βούρκος που εχει ποτίσει το έδαφος και έχει κάνει σε σημεία απροσπέλαστο το φαράγγι αφού οι πέτρες γλυστρούν λόγω των απόβλητων.
Η μυρωδιά είναι έντονη και παραπέμπει σε απόβλητα ελαιοτριβείου.
Παρά του οτι, όπως πληροφορηθήκαμε, ο υπαίτιος της μόλυνσης έχει βρεθεί ήδη από τα μέσα Δεκέμβρη και έχουν κινηθεί οι διαδικασίες για επιβολή προστίμου, τιποτα δεν έχει γίνει για την αποκατάστασή της ζημιάς αν και έχει περάσει ήδη ενάμιση μήνας.
Όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες, τα απόβλητα έχουν μετατρέψει το ποτάμι σε ένα τεράστιο μαύρο βάλτο. Το έδαφος έχει ποτίσει με το μαύρο υγρό, ακόμα και οι κορμοί των δέντρων έχουν μαυρίσει. Σε διάφορα σημεία, ειδικά εκεί που είναι κατηφορικά, ο κίνδυνος για τους επισκέπτες του φαραγγιού είναι μεγάλος αφού τα βράχια γίνονται ολισθηρά ενώ το έδαφος βουλιαζει μέσα στον βούρκο.
Πρόκειται για ένα μνημείο της φύσης που βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση εξαιτίας ενός ασυνείδητου συμπολίτη μας ο οποίος αδιαφορησε οχι μονο για τη φύση και το περιβάλλον αλλά και για όλους τους συνανθρώπους του που επισκέπτονται το φαράγγι.
Η ανεξέλεγκτη ρήψη απορριμμάτων από ελαιουργεία ένα σημαντικός κινδυνος για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος
Η κύρια περιβαλλοντική παράμετρος που συνδέεται με τη λειτουργία των ελαιουργείων στην Ελλάδα, είναι τα παραγόμενα υγρά απόβλητα (κατσίγαρος). Ο κατσίγαρος παράγεται από ελαιουργεία που χρησιμοποιούν φυγοκεντρικούς διαχωριστήρες τριών φάσεων, τα οποία όπως προαναφέραμε είναι και τα πολυπληθέστερα στον ελλαδικό χώρο. Το στερεό υπόλειμμα (πυρηνόξυλο) της συγκεκριμένης παραγωγικής διαδικασίας μπορεί να εκληφθεί ως χρήσιμο παραπροϊόν, αφού αποτελεί την πρώτη ύλη των πυρηνελαιουργείων.
Η υπάρχουσα νομοθεσία προβλέπει τη δημιουργία, δίπλα στα ελαιοτριβεία, δεξαμενών καθιζήσεως όπου πρέπει να οδηγείται ο κατσίγαρος για να «καθίσουν» τα πιο στερεά υπολείμματα και ταυτόχρονα να γίνεται εξουδετέρωση της οξύτητας με υδράσβεστο. Η απουσία ελέγχων και επιβολής κυρώσεων, εν ονόματι της τοπικής οικονομικής ανάπτυξης και της ελαιοπαραγωγής, καθώς επίσης η ελαστική συνείδηση ή η αδιαφορία των τοπικών παραγόντων, επιτρέπουν την ανεξέλεγκτη απόρριψη των αποβλήτων στους φυσικούς αποδέκτες (ρέματα, χειμάρρους, ποταμούς, λίμνες, θάλασσα) με όλα τα ορατά και αόρατα αποτελέσματα.
Η Κρήτη, ως η περιοχή της Ελλαδας με την μεγαλύτερη παραγωγή ελαιολάδου παράγει και τις μεγαλύτερες ποσότητες αποβλήτων, τον επονομαζόμενο και κατσίγαρο. Ο κατσίγαρος έχει υψηλό ρυπαντικό οργανικό φορτίο (13.000- 14.000 mg/lt BOD5).
Χαρακτηριστικό είναι ότι το οργανικό φορτίο των αποβλήτων των ελαιουργείων είναι περίπου 100 φορές υψηλότερο από το αντίστοιχο των αστικών λυμάτων.
Η άμεση επίπτωση του κατσίγαρου στο περιβάλλον είναι η αισθητική υποβάθμιση που οφείλεται στην έντονη οσμή και στο σκούρο χρώμα του. Είναι χαρακτηριστικό ότι για κάθε κιλό λαδιού παράγονται κατά μέσον όρο 6 κιλά υγρών αποβλήτων. Το υψηλό οργανικό φορτίο τους, σε συνάρτηση με την παρουσία των πολυφαινολών που περιέχουν (η παρουσία τους στο ελαιόλαδο είναι ευεργετική για την υγεία), μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα ευτροφισμού κυρίως σε κλειστούς θαλάσσιους κόλπους, λίμνες και άλλους ευαίσθητους υδάτινους αποδέκτες.
Υπολογίζεται ότι από τα 3.500 ελαιοτριβεία που λειτουργούν σ’ όλη τη χώρα παράγονται 2.000.000 τόνοι απόβλητα το χρόνο. Από 100 κιλά ελαιόκαρπο παράγονται 42 κιλά φυτικά υγρά, ενώ ένα κυβικό μέτρο υγρών αποβλήτων ελαιοτριβείων αντιστοιχεί σε 100–200 κυβικά μέτρα αστικών λυμάτων.
Το σημαντικότερο κατάλοιπό τους είναι ο κατσίγαρος, του οποίου το απορριπτόμενο υδατικό διάλυμα υπολογίζεται ότι φτάνει τους 1,8 εκατ. τόνους τον χρόνο. Απομένουν, επίσης, περίπου 200.000 τόνοι στερεών υπολοίπων που διοχετεύονται, δυστυχώς, ανεξέλεγκτα σε ρέματα και ακαλλιέργητες εκτάσεις, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στο υπέδαφος. Ο ελαιοπυρήνας που καταλήγει σε μονάδες πυρηνελαιουργείων υπολογίζεται σε 18.000 τόνους.
Η σύσταση του κατσίγαρου κυμαίνεται μεταξύ: 83-94% νερό,4-16% οργανικές ενώσεις, 0,4-2,5% ανόργανα άλατα. Τα υγρά λύματα των ελαιοτριβείων μπορούν να «ταξιδεύουν» μέχρι και 10 χιλιόμετρα και να ρυπαίνουν ακτές, υπόγεια και επιφανειακά νερά.
Επίσης, περίπου 200.000 τόνοι στερεών αποβλήτων (πολτός ελιάς) μολύνουν ρυάκια , ποτάμια, λίμνες, θάλασσες και εδάφη, ενώ περίπου 18.000 τόνοι λάδι (πυρηνέλαιο)-οι οποίοι θα μπορούσαν να πάνε προς εκμετάλλευση-χάνονται ή καταλήγουν στις χωματερές.
Προτεινόμενες λύσεις και νομοθεσία
Το σοβαρό περιβαλλοντικό πρόβλημα των στερεών και υγρών αποβλήτων από τα ελαιουργεία έχει επιχειρήσει κατά καιρούς να αντιμετωπίσει το υπουργείο Περιβάλλοντος με διάφορες αποφάσεις του.
Με τις προωθούμενες ρυθμίσεις προβλέπεται η δημιουργία δεξαμενών για τον κατσίγερο, ώστε να αξιοποιούνται τα στερεά ιζήματα ως βελτιωτικό σε καλλιέργειες που βρίσκονται μακριά από υπόγεια νερά. Τα υπολείμματα του πυρήνα θα πηγαίνουν σε πυρηνελαιουργεία και θα αξιοποιούνται σε διάφορες χρήσεις, αφού υποστούν την κατάλληλη επεξεργασία.
Στην περίπτωση των υγρών αποβλήτων των ελαιοτριβείων και στα πλαίσια της κυκλικής οικονομίας δρομολογείται ως εναλλακτική λύση η χρήση του κατσίγαρου ως λιπάσματος. Η λίπανση του εδάφους με κατσίγερο εφαρμόζεται εδώ και είκοσι χρόνια σε άλλες ελαιοπαραγωγές χώρες. Τα στερεά απόβλητα μπορούν να κατευθυνθούν στην παραγωγή προϊόντων ζωοτροφών για τις οποίες η χώρα μας δαπανά 2 δις για την εισαγωγή τους από άλλες χώρες.
Η πλειονότητα των ελαιουργείων που λειτουργούν στην Ελλάδα είναι φυγοκεντρικά τριών φάσεων που περιβαλλοντικά δεν είναι και ότι καλύτερο. Διατηρούνται επίσης μερικά πιεστικά παλαιού τύπου. Τα ελαιουργεία δύο φάσεων δεν έχουν διαδοθεί πολύ στη χώρα μας κυρίως λόγω του ημιστερεού αποβλήτου που παράγουν, το οποίο δεν είναι εύκολα επεξεργάσιμο στα πυρηνελαιουργεία. Εν τούτοις, την τελευταία πενταετία γίνεται μία προσπάθεια εξάπλωσης τους, κυρίως σε περιοχές της νότιας Πελοποννήσου και της Κρητης.
Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.