Στο χαμηλότερο σημείο, διαχρονικά, βρίσκεται το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, καθώς, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, το 2021 διαμορφώθηκε σε 73,3%, ακόμη χαμηλότερα από το 73,9% στο οποίο είχε «κλειδώσει» από το 2018 κι έπειτα.
Στο χαμηλότερο σημείο, διαχρονικά, βρίσκεται το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα, καθώς, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, το 2021 διαμορφώθηκε σε 73,3%, ακόμη χαμηλότερα από το 73,9% στο οποίο είχε «κλειδώσει» από το 2018 κι έπειτα. Με τη διαδικασία διαχείρισης απαιτήσεων –στο πλαίσιο της εκκαθάρισης των κόκκινων δανείων– να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη τα τελευταία χρόνια, είναι σαφές ότι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης θα συνεχίσει να μειώνεται.
Στο απόγειό της, το 2005, η ιδιοκατοίκηση είχε φθάσει στο 84,6% του πληθυσμού. Ηταν η περίοδος κατά την οποία η αγορά στεγαστικής πίστης βρισκόταν στο ζενίθ της, η πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση ήταν πολύ εύκολη σχεδόν για το σύνολο των νοικοκυριών και ταυτόχρονα οι τιμές πώλησης κατέγραφαν διαδοχικές αυξήσεις. Ακολούθησε ασφαλώς η κρίση χρέους, τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των κατοικιών που αγοράστηκε τη δεκαετία του 2000 να βρεθεί στα χέρια των τραπεζών τα χρόνια που ακολούθησαν, ή να πουληθεί από τους ιδιοκτήτες, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η αντίστοιχη δανειακή οφειλή. Το αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας είναι να καταγράφεται μια σταθερή υποχώρηση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης. Συγκεκριμένα, ήδη από το 2010 το σχετικό ποσοστό είχε υποχωρήσει στο 77,2%, για να μειωθεί περαιτέρω σε 75,8% το 2013, σε 74% το 2014 και σε 73,9% από το 2016 και μέχρι το 2020.
Το 2021 υποχώρησε στο 73,3%, ακόμη χαμηλότερα από το 73,9% στο οποίο είχε «κλειδώσει» από το 2018 κι έπειτα.
Μελέτη του Δ. Εμμανουήλ, που πραγματοποιήθηκε το 2013, κατέγραψε πως το 37,8% των ιδιοκτητών απέκτησε την κατοικία του μέσω κληρονομιάς ή γονικής παροχής, το 30,3% μέσω δανεισμού και το 17,5% χωρίς δανεισμό. Οταν όμως καταγράφονται και άλλες μορφές οικογενειακής υποστήριξης, όπως η χρηματική συνεισφορά, το ποσοστό των περιπτώσεων όπου η οικογένεια συνέβαλε στην απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας φθάνει στο 56,4% του συνόλου. Η συνεισφορά αυτή από την οικογένεια κατέστη πολύ δυσχερέστερη, καθώς το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα, κατά το διάστημα από το 2008 έως το 2016, συρρικνώθηκε κατά 33%.
Κάπως έτσι, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά νέων ανθρώπων ηλικίας 18-34 ετών που μένουν μαζί με τους γονείς τους. Μάλιστα, σύμφωνα με σχετική ανάλυση του Eteron (ινστιτούτο για την έρευνα και την κοινωνική αλλαγή), το ποσοστό αυτό παραμένει υψηλό όταν επικεντρωνόμαστε στις ηλικίες 25-34 ετών, τη στιγμή που σε άλλες χώρες της Ευρώπης περιορίζεται αισθητά, κάτι που σηματοδοτεί μια σημαντική αναβολή στην ομαλή στεγαστική πορεία των νέων ανθρώπων στην Ελλάδα. Η αναβολή αυτή έχει γίνει ακόμη πιο έντονη από το 2014 και έπειτα, με το ποσοστό για τις ηλικίες 18-34 να φθάνει το 66,7% το 2017 και το 69,4% το 2019, από 58,4% που ήταν το 2008. Αντίστοιχα, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης των νέων ηλικίας από 25-34 ετών έχει συρρικνωθεί από σχεδόν 25% που ήταν το 2005 σε μόλις 11% το 2018 (Eurostat). Σύμφωνα με το Eteron, αυτή η καθυστέρηση πρόσβασης σε ιδιοκατοίκηση οφείλεται στις δυσχερέστερες συνθήκες στην αγορά εργασίας, στην αύξηση των τιμών των κατοικιών και την έλλειψη πολιτικών πρόνοιας τα χρόνια που προηγήθηκαν.