Από τις πιο ορεινές περιοχές της χώρας μας είναι η επαρχία Σφακίων. Πριν από αιώνες ακόμα οι κάτοικοί της επροσαρμόστηκαν στις γεωγραφικές και κλιματολογικές ιδιαιτερότητες του τόπου τους, συνέπεια υψομετρικών ανομοιοτήτων. Το Ασφένδου π.χ. χωριό με 70 οικογένειες, παλιότερα, κατά το καλοκαίρι (μα και άλλα μικρότερα χωριά), τον χειμώνα δεν είχανε κανέναν κάτοικο. Τέλη Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου εκατεβαίναμε στη «γιαλιά» (στα παραλιακά χωριά). Αρχίζαμε προετοιμασία για τις ελιές, αρχίζαμε, οι ζευγάδες, προετοιμασία για το ζευγάρι και ανοίγανε τα σχολεία για τα παιδιά μας και αρχίζαμε έναν ήπιο χειμώνα. Τον Μάιο αρχίζαμε θέρος, πρώτα στα «μαγεριά» (φάβες, φακές) και τον Ιούνιο σοδεύαμε την γεωργική παραγωγή και ανεβαίναμε στο «αγόρι» (στο θερινό μας χωριό) που αυτό λόγω υψομετρικής διαφοράς πηγαίνει πίσω εποχιακά κατά έναν μήνα και τα σπαρτά μας κει εκεί ήτανε έτοιμα για θέρος. Τον Σεπτέμβριο ήδη είχαμε απολαύσει το ήπιο καλοκαίρι και τα ωραία φρούτα και αρχίζαμε τα τρυγοπατήματα. Εσοδεύαμε τον μούστο και την ρακή και πλησίαζε ο καιρός να πάμε πάλι στη «γιαλιά» να αρχίσουμε νέο κύκλο.
Η παρουσία του ανθρώπου με τις συνθήκες εκείνες ήτανε ρυπογόνα. Ελεύθερες οι κότες, ελεύθεροι οι χοίροι και τα μουλαρογάιδουρα. Τουαλέτες δεν είχαμε. Τα ερειπωμένα κτίσματα έπαιζαν το ρόλο τουαλέτας και οι ελεύθεροι χώροι παίζανε ρόλο ζωντανών βόθρων. Πράγματα ντροπιαστικά μας είναι αληθινά και όχι σε χρονική απόσταση μα ακόμα αυτό γινότανε επί των ημερών μου. Είπαμε όμως ότι φεύγαμε αρχές Οκτωβρίου και 6-7 μήνες, όπου η φύση ενεργούσε απορρυπαντικά, και τον Μάιο – Ιούνιο του επόμενου έτους εβρίσκαμε το χωριό σαν παρθένο τόπο. Γεμάτες λουλούδια οι αυλές μας, οι εσωτερικοί δρόμοι του χωριού, τα χωράφια, οι αγροί, τα πάντα ολάνθιστα και μυρωδάτα. Βγήκα στο Ασφένδου κάποια φορά τέλη Μαΐου. Ερχότανε στη μύτη μου ένα κοκτέιλ από ηνωμένες μυρωδιές εκατοντάδων λουλουδιών, ερχότανε στα αυτιά μου η συναυλία από εκατοντάδες πουλιά μα και τα μάτια μου απολαμβάνανε τις πρασινάδες και τα χρώματα των λουλουδιών. Οι ακτίνες του ήλιου πολύ φιλικές. Ως παιδί ακόμα σκέφτηκα ότι περίπου έτσι πρέπει να είναι η παράδεισος.
Το διάστημα που ήτανε το χωριό εγκαταλελειμμένο, εβγαίναμε οι άντρες για μικρά διαστήματα, για καλλιέργεια κήπων, για ζευγική και για καλλιέργεια των αμπελιών. Στα μικρά αυτά διαστήματα διαμονής μας στα εγκαταλελειμμένα σπίτια μας βρίσκαμε τεράστια υγρασία. Δεν υπήρχε τζάκι. Δεν υπήρχε σόμπα. Ανάβαμε μεγάλη φωτιά στη μέση του σπιτιού με κούτσουρα και πολύ κοντά απλώναμε κλήματα και βάζαμε το ράσο μας και πλαγιάζαμε φορώντας και τα καθημερινά μας ρούχα. Η ζωή τότε ήτανε πολύ δυσκολότερη από τη ζωή που κάνομε τώρα, μα είχαμε κατοχή, είχαμε δικτατορία και αν εφώναζες μόνο σε κακό θα σου έβγαινε. Ήταν και για κάποιο διάστημα καταναγκαστική προσγείωση η σκληρή αυτή ζωή. Δεν υπήρχε διέξοδος. Ούτε να βρεις αλλού δουλειά, ούτε φεύγα υπήρχε, και αφήναμε τον καιρό και περνούσε με καρτερικότητα. Όμως, από τα παραπάνω παίρνομε μια γεύση από τη ζωή που κάναμε μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα.
Μετακόμιση του νοικοκυριού
Οι Σφακιανοί έναν καιρό ζούσανε σαν φουριάρια
μ’ αυτός ο τρόπος της ζωής τσ’ έκανε παληκάρια
Ποτέ εχθροί κατακτητές δεν ζήσανε κοντά τους
τρόμαζαν τον ηρωισμό και την παληκαριά τους
Σε βουνά και σε φαράγγια και σ’ απάτητες κορφές
και μονάχα μεταξύ τους είχαν συναναστροφές
Πάντα δυό φορές το χρόνο, οι πολλοί, μετακομίζαν
ήπιο θέρος και χειμώνα να περνούνε εφροντίζαν
Όλα τα απαραίτητα για να μεταφερθούνε
και άλλα δρομολόγια έπρεπε να γινούνε
Μα κι άλλα δρομολόγια έπρεπε να γενούνε
ώσπου στο άλλο τους χωριό για να κουβαληθούνε.