Ένα ελαφρύ, ίσως και σαρδόνιο, χαμόγελο δεν αποκλείεται να σχηματίστηκε στα χείλη του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη τις τελευταίες ημέρες. Εκεί που η κυβέρνηση είχε βρεθεί πολιτικά στριμωγμένη – στα σχοινιά – λόγω των καθημερινών αποκαλύψεων για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, το ζήτημα του μεταναστευτικού ήρθε σαν από μηχανής θεός να αλλάξει την πολιτική ατζέντα.
Οι λέμβοι που έκαναν την εμφάνισή τους νότια της Κρήτης φάνηκαν να λειτουργούν ως επικοινωνιακό σωσίβιο για την κυβέρνηση, απομακρύνοντας προσωρινά τα φώτα της δημοσιότητας από τις ευθύνες και τις παραλείψεις γύρω από το σκάνδαλο που συγκλονίζει το αγροτικό παραγωγικό σύστημα της χώρας.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ φυσικά δεν έχει τελειώσει. Αντιθέτως, αναμένονται και άλλες αποκαλύψεις – όχι μόνο για τον εν λόγω Οργανισμό, αλλά και για τον ΕΛΓΑ, τη διαχείριση κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και τα προγράμματα του ΕΣΠΑ. Ωστόσο, όσο κυριαρχεί το μεταναστευτικό στον δημόσιο διάλογο, η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να ανασυντάσσεται πολιτικά μέσα από ένα πεδίο που της είναι γνώριμο: τον φόβο, την εθνική ανασφάλεια και την πατριδοκαπηλία.
Η ρητορική αυτή, η οποία αντλεί από το οπλοστάσιο της ακροδεξιάς, βρίσκει έρεισμα σε ένα τμήμα της κοινωνίας που έχει τρομοκρατηθεί από σενάρια περί «εισβολής μεταναστών». Και σε αυτό το πεδίο, η κυβέρνηση νιώθει κυρίαρχη. Τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης –ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Νέα Αριστερά– δεν μπορούν να ακολουθήσουν τη Νέα Δημοκρατία στη συγκεκριμένη στρατηγική. Ούτε ιδεολογικά, ούτε πολιτικά.
Ακόμα και οι ακροδεξιοί σχηματισμοί δυσκολεύονται να διαφοροποιηθούν, όταν στο τιμόνι του Υπουργείου Μετανάστευσης βρίσκεται ο Θάνος Πλεύρης – μια πολιτική φιγούρα με προφίλ δεξιότερο ακόμη και του Μάκη Βορίδη.
Το αποτέλεσμα; 2.000 μετανάστες σε ένα νησί 500.000 κατοίκων, την Κρήτη, αρκούν για να αλλάξουν την ατζέντα. Αρκούν για να εκτραπεί η δημόσια συζήτηση από τη λογοδοσία για σκάνδαλα σε μια συζήτηση φόβου και αποτροπής. Αρκούν για να σκεπάσουν ένα πολιτικό τοπίο που, σε οποιαδήποτε άλλη συγκυρία, θα είχε οδηγήσει την κυβέρνηση σε άμυνα. Ήταν η κρίση που είχε τόσο ανάγκη η κυβέρνηση.
Και όμως, αυτοί οι 2.000 άνθρωποι δεν θα έπρεπε επ’ ουδενί να αποτελούν «πρόβλημα» για την Κρήτη – και σίγουρα όχι αντικείμενο πολιτικής εργαλειοποίησης. Οι αρμόδιες αρχές είχαν προειδοποιήσει έγκαιρα: το Λιμενικό, οι τοπικοί φορείς, οι δήμοι. Είχαν επισημάνει την αύξηση των μεταναστευτικών ροών, τις ελλείψεις σε προσωπικό, τις ανεπάρκειες σε υποδομές και τον ανύπαρκτο σχεδιασμό.
Ωστόσο, η κυβέρνηση –όπως και σε άλλα κρίσιμα ζητήματα– δεν έπραξε τα αναγκαία. Και τώρα, αντί να αναλάβει την ευθύνη, μετατρέπει μια ανθρωπιστική πρόκληση σε ευκαιρία πολιτικής σωτηρίας.
Το ζήτημα δεν είναι αν η κυβέρνηση «χαμογελά» απέναντι στη νέα πραγματικότητα. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν η κοινωνία θα επιτρέψει η πολιτική της συγκάλυψης, του φόβου και της υπερεκμετάλλευσης να συνεχίζει να λειτουργεί ως μέσο αποφυγής λογοδοσίας. Διότι τα σκάνδαλα παραμένουν. Και η πραγματική κρίση δεν είναι αριθμητική. Είναι ηθική και πολιτική.



