Δεκαετία του ’60 και ο Ελληνικός Κινηματογράφος με την Φίνος Φιλμ, ήταν στις δόξες του.
Και κλάααμα εμείς, στις ταινίες με θέμα τους Γερμανούς κατακτητές. Με τα πάθη μας, με την Αντίστασή μας και με τους προδότες.
Καλή ώρα σαν και τώρα.
Φοβερός «προδότης» στις ταινίες ήταν ο Μάτσας ο ηθοποιός.α
Και να δείτε μια σύμπτωση. Ο Σημίτης όταν χαμογελούσε μ’ εκείνο το σαρδόνιο χαμόγελο και έλεγε το «Μπήκαμε στην ΟΝΕ» και είμαστε η «Ισχυρή Ελλάδα» ήταν ίδιος ο Μάτσας την ώρα που κατέδιδε στους Γερμανούς τους Έλληνες.
Από τότε έπρεπε να το ‘χαμε ψιλλιαστεί.
Πως ετοίμαζε την προδοσία μας στους Γερμανούς.
Είχαμε λοιπόν ένα μίσος στον Μάτσα εγώ και η αδελφή μου, μικρά παιδάκια του Δημοτικού, που δεν λέγεται.
Αφού να σκεφτείτε!
Μόλις είδα τον Σημίτη δίπλα στον Μπους να του μοστράρει το ευρώ μ’ εκείνο το χαμόγελο του Μάτσα έκανα συνειρμό.
Να τος ο προδότης λέω. Και του κάνω «Φτου σου προδότη». Και φτύνω τη τηλεόραση.
Τότε λοιπόν, τα χρόνια εκείνα, δηλαδή «τω καιρώ εκείνω» που είμαστε παιδάκια του Δημοτικού είχαμε δει την Καρέζη σε μια ταινία Αντιστασιακού περιεχομένου. Να τραγουδά η Καρέση: «Σβήσε το δάκρυ με το μαντήλι σου να πιω τον ήλιο μέσα απ’ τα χείλη σου» να τρέχουν τα δάκρυα απ’ τα μάτια της γιατί ήδη την είχε καταδώσει ο προδότης «Μάτσας» και μετά το τραγούδι θα την συλλάμβαναν για εκτέλυση.
Αναφιλητά εγώ με την αδελφή μου, δεν λέγεται.
Άστα, μην τα πολυσκέφτομαι, θα κάνω συνειρμό με το τώρα και θα ξαναρχίσω τα κλάματα.
Μετά από μήνες, γυρνούσαμε απ’ το Δημοτικό σχολείο στο σπίτι μας, με τα πόδια.
Συναντάμε λοιπόν έναν ποδηλάτη. Και ξαφνικά, στα καλά καθούμενα βλέπω την αδελφή μου να αγριεύει, να του ορμά, να τον πιάνει απ’ το ποδήλατο, να τον ταρακουνά.
Έλα Παναγιά μου, σκέφτομαι.
Τι έπαθε! Δεν πρόλαβα να αντιδράσω.
Και πριν συνέλθω, την βλέπω να του βγάζει μια «ρουχάλα» – έτσι τις λέγαμε τότε – και να του κάνει με αφάνταση περιφρόνηση:
– «Φτουού σου προδότη!»
Κουνώ το κεφάλι μου, να δω αν ονειρεύομαι ή αν είμαι ξύπνια.
Κοιτώ τον άνθρωπο και αμέσως καταλαβαίνω την αγανάκτηση.
Ο άνθρωπος, ήταν ίδιος ο Μάτσας.
Ο άνθρωπος τα ‘χασε.
«Γιατί με φωνάζεις προδότη;» θυμάμαι της φώναξε αγριεμένος και μας πήρε στο κυνήγι να μας δείρει.
Και μεις, πόδια μας βοηθάτε μας: Όπου φύγει – φύγει για να μην φάμε τις ξυλιές. Και με το δίκιο του. Γιατί τέτοιο φτύσιμο στην ψύχρα!
Ενώ τώρα ας πούμε, όπου και να τους το ρίξουμε στους προδότες, θα κωλλήσει. Φτου σας προδότες!!
Α.Κ.