14.8 C
Chania
Sunday, December 22, 2024

Με αφορμή την επίσκεψη Σταϊνμάιερ: Έρευνα για τη Μάχη της Κρήτης και τα Γερμανικά Εγκλήματα Πολέμου

Ημερομηνία:

Του Στρατή Παπαμανουσάκη

 

«Χίτλερ, να μην το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη,

ξαρμάτωτη την ηύρηκες κι ελείπαν τα παιδιά της,

στα ξένα πολεμούσανε πάνω στην Αλβανία,

μα πάλι επολεμήσανε για την ελευθερία.»

(Κρητικό ριζίτικο)

 

Η Μάχη της Κρήτης αποτελεί ένα από τα πολύ λίγα παραδείγματα ανατροπής της καθιερωμένης τάξης των πραγμάτων. Κατά τη μακρά πορεία του κρητικού πολιτισμού οι ηθικές δυνάμεις της ιστορίας υπερτερούν των υλικών παραγόντων. Η ελευθερία, η αντίσταση, η πολεμική αρετή αποτελούν ακατάλυτα βιώματα των κρητικών και αυτά εκφράστηκαν στον ανώτατο βαθμό και κατά τον τελευταίο πόλεμο, τη Μάχη, την κατοχή και την απελευθέρωση της Κρήτης. Ο μεγάλος Μάιος του 1941, καμπή στην ιστορία του Β΄Π.Π., χαρακτηρίζεται από την επικράτηση της βαρβαρικής «νέας τάξης» σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η Ελλάδα και η Κρήτη όμως αντιστέκονται στη γερμανική πλημμυρίδα. Η διαλεκτική αναγκαιότητα απαιτούσε κάθαρση, ηρωισμό και θυσία. Και η λαϊκή δύναμη δεν εδίστασε να σηκώσει εδώ τη σημαία της ελευθερίας και του θανάτου. Ένας ανέλπιδος αγώνας για την πατρίδα, την τιμή και την καταξίωση του ανθρώπου, ενάντια στον πόλεμο, τη βία και το έγκλημα. Γιατί η Μάχη αυτή μεταβλήθηκε από τον κατακτητή σε πολεμικό έγκλημα, σε φρικαλέους θανάτους, σκληρούς βασανισμούς και ανελέητες καταστροφές. Αυτή η μεγάλη θυσία  του κρητικού λαού παραμένει ακόμη και σήμερα εν πολλοίς αδικαίωτη. Οι περισσότεροι ένοχοι ξέφυγαν από το αδέκαστο ξίφος της δικαιοσύνης, οι υλικές καταστροφές δεν αποζημιώθηκαν και η ιστορική μνήμη παραμένει ακόμη αδικαίωτη. Έκτοτε, κατά καιρούς έχουν γραφεί από έλληνες και ξένους χιλιάδες σελίδων εξιστόρησης των γεγονότων, έχουν δημοσιευθεί πολλά απομνημονεύματα κρητών, βρετανών και γερμανών πρωταγωνιστών της Μάχης, έχουν εκδοθεί πολλά ιστορικά, πολεμικά και δικαστικά αρχεία. Αλλά δεν έχει ακόμη γραφεί η πλήρης, συνολική και αντικειμενική ιστορία της Μάχης και των συνεπειών της και δεν πρόκειται βέβαια να γραφεί εφόσον αυτή παραμένει ακόμη αδικαίωτη.

Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα της προσπάθειας προς την κατεύθυνση της πλήρωσης αυτής της ανάγκης και η έκδοση στον τόπο μας του τόμου της Εταιρείας Μουσείου Αγιάς, Πρακτικά γερμανικών δικαστηρίων για εγκλήματα πολέμου στην Κρήτη, με πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία και αξιόλογα συνοδευτικά κείμενα. Με αυτή την αφορμή επιχειρείται εδώ μια συνοπτική παρουσίαση του όλου θέματος, κυρίως από νομική άποψη, ως ένας ειδικότερος υπομνηματισμός, αλλά και ως γενικότερος προβληματισμός. Δεν χρειάζεται βέβαια να τονισθεί η ιστορική, νομική και εθνική σημασία αυτών των εκδόσεων, αλλά και το σχετικό παραμελημένο καθήκον των επισήμων αρχών για την ουσιαστική προβολή και προώθηση του ζητήματος των γερμανικών επανορθώσεων. Η αποσπασματική δημοσίευση μέρους του όλου όγκου των σχετικών ελληνικών και γερμανικών εγγράφων, πρέπει να τοποθετηθεί στο πλαίσιο του όλου θέματος της προβολής των τεκμηρίων της γερμανικής ευθύνης για τα εγκλήματα πολέμου στην Κρήτη και του αγώνα για την ηθική και υλική δικαίωση των θυμάτων  τους.

Η Μάχη της Κρήτης δεν ετελείωσε. Η Ελευθερία,  ο  Πολιτισμός, η Ιστορία μας απειλούνται και σήμερα από τους ίδιους και άλλους εχθρούς, απειλούνται και από εμάς τους ίδιους. Μεγάλη η ευθύνη να είσαι κρητικός, και να πρέπει να συνεχίζεις την αγωνιστική παράδοση της Κρήτης. Είναι και ο αγώνας για τη δικαίωση της Μάχης μια συνέχεια του «αμύνεσθαι περί πάτρης».

Το Δίκαιο, ο Πόλεμος, το Έγκλημα, αποτελούν τα βασικά στοιχεία για τη μελέτη του ζητήματος της Μάχης της Κρήτης και του αγώνα για την επίλυση του. Αναζητούμε τη σχέση δικαίου, επιστήμης και ιστορίας μέσα σε ένα γενικότερο κοσμοθεωρητικό σύστημα, που προϋποθέτει τις αρχές της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας. Μέσα σε αυτό προέχει η γνωσιολογική αναζήτηση, δηλαδή η δυνατότητα και το περιεχόμενο της γνώσης, η γνωσιοθεωρία, η λογική και η θεωρία της αλήθειας. Ακολουθεί η μεταφυσική εξέταση, με την ευρεία έννοια, της οντολογίας, της γενικής φιλοσοφίας και των επιμέρους επιστημών, δηλαδή του είναι και του γίγνεσθαι του κόσμου, του ανθρώπου και της κοινωνίας. Και τέλος, κι εδώ κυρίως εντοπίζεται το θέμα μας, η αξιολογική αντιμετώπιση της ζωής, η δεοντολογία, που διέπει την ηθική, το δίκαιο, την αισθητική. Εδώ βρίσκεται η απάντηση στο τελικό ερώτημα τι πρέπει να πράξομε, αφού προηγουμένως βέβαια απαντήσομε στα πρώτα ερωτήματα, τι μπορούμε να γνωρίσομε και τι πραγματικά γνωρίζομε.

Πως αντιμετωπίζεται επομένως το δίκαιο μέσα σε αυτό το συμπαντικό σύνολο; Πρώτα από την πλευρά της γνώσης, της επιστήμης, της σοφίας, που αποβλέπει στην Αλήθεια, μέσα από τη θεωρία, τον λόγο, την αίσθηση. Περιλαμβάνεται δηλαδή το δίκαιο στο είναι, το γίγνεσθαι, τον αντικειμενικό κόσμο. Έπειτα από το μέρος της βούλησης, της φρόνησης, της αρετής, που κατευθύνεται στο Αγαθό, μέσα από την πράξη, το μέτρο, τη συνείδηση. Αντιστοιχεί άρα το δίκαιο στο δέον, στο σκέπτεσθαι περί του οφείλειν, στην ηθική του υποκειμενικού χώρου. Τέλος από την κατεύθυνση του θυμού, του συναισθήματος, της ανδρείας που οδηγεί στο Κάλλος, μέσα από την τέχνη, την αγάπη, το καλλιτεχνικό βίωμα. Παραπέμπει επομένως το δίκαιο στο υψηλό ιδεώδες, την ποίηση, την απόλυτη σύνθεση υποκειμενικού και αντικειμενικού.

Το ζήτημα για το δίκαιο τίθεται επομένως ως γνώση (επιστήμη, νομική επιστήμη, επιστημονική έρευνα και γνώση του δικαίου), έπειτα ως βούληση (φρόνηση, ηθική, πράξη και τρόπος ζωής) και τέλος ως συναίσθημα (τέχνη, δημιουργία και απόλυτη ποιητική). Και όλη η πορεία του δικαίου θα μπορούσε να περιγραφεί ως ανάπτυξη της αρχικής σωκρατικής έννοιας της διδακτής αρετής (γνώση της δικαιοσύνης), ως τη χριστιανική αντίληψη της ελευθερίας της βούλησης (προπατορικό αμάρτημα), και ως τη μεταμοντέρνα αντίληψη της διάλυσης των μεγάλων αφηγήσεων, κατά τη μετάβαση από τον λογονομοκεντρισμό προς κάποια βιωματική και ενορατική δικαιϊκή πρόσληψη ή μια διαμεσολάβηση.  Είναι επομένως το δίκαιο επιστήμη, αξιολογία, αισθητική, ή διαφορετικά αντικείμενο του λόγου, της βούλησης, της τέχνης του ποιείν, ή τέλος με άλλη διατύπωση, αισθητό είναι, υποκειμενικό δέον, απόλυτο;

Η απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί παρά μόνο από το ίδιο το δίκαιο και την ιστορία του. Η θεωρία και η πράξη του δικαίου και του αδίκου αρχίζει από την αρχαιοελληνική γνώση γενικά, την αριστοτελική φρόνηση μεταξύ επιστήμης και τέχνης, και την jurisprudentia του ρωμαϊκού δικαίου. Από εκεί μέχρι την εναλλαγή θεωρίας και άσκησης στον ορθόδοξο μυστικισμό, το δίκαιο ακολουθεί τον δρόμο της αξιολογίας, της δεοντολογίας και της ηθικής. Αλλά αυτό το σταθερό σύστημα κανόνων και αρχών υπονομεύεται συνεχώς από τον ρεαλισμό της ισχύος κατά του δικαίου, από τη διαπάλη της πόλης κατά της φύσης, από τη σύγκρουση του νόμου κατά της ελευθερίας. Μια γενικότερη σύγχυση, σχετικότητα και αβεβαιότητα καλύπτει και τις κατοπινές δικαιικές εξελίξεις.

Από τη γενικότητα του δικαίου μπορούμε να περάσομε σε ειδικότερα μέρη του, στο διεθνές δίκαιο, το δίκαιο του πολέμου, τα εγκλήματα πολέμου, τέλος στο εντελώς ιδιαίτερο Κρητικό δίκαιο. Υπόβαθρο όλων αυτών των κατηγοριών ο πόλεμος. Δεν είναι μόνο ο Ηράκλειτος που αποκάλεσε τον πόλεμο πατέρα και βασιλέα των πάντων. Ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη από συνεχείς, ακατάπαυστους και πολυδάκρυτους πολέμους, μεταξύ των οποίων η ειρήνη αποτελεί κάτι σαν αναγκαίο διάλλειμα. Παρά την επιθυμία για την ειρήνη οι άνθρωποι  προπαρασκευάζουν ή διεξάγουν πόλεμο. Η διάσταση, η σύγκρουση, η βία, αν δεν είναι σύμφυτα με τον άνθρωπο, είναι τουλάχιστον αρχικές ιδιότητες του, από τις οποίες προσπαθεί του κάκου να απαλλαγεί με την αγωγή, με τις συνθήκες, με την παγκόσμια οργάνωση.

Ο Όμηρος περιγράφει τον τρωϊκό πόλεμο, τον ηρωισμό, την πολεμική αρετή των αντιμαχομένων, θεών και ανθρώπων, αχαιών και τρώων. Ο Εμπεδοκλής, αναπτύσ-σοντας την κίνηση του Ηράκλειτου, παρουσιάζει την κυκλική πορεία του κόσμου από την κατάσταση της ευδαιμονίας (φιλότης, ειρήνη) στην κατάσταση της δυσαρμονίας (νείκος, πόλεμος) και αντιστρόφως. Ο Θουκυδίδης περιγράφει με έμφαση τις συνέπειες του πολέμου, αναφέρεται στη βιαιότητα της ανθρώπινης φύσης και αναζητεί τις αιτίες των εμφύλιων συρράξεων στην αρχαία Ελλάδα. Ύστερα η ιδέα της ειρήνης του κόσμου, της παγκοσμιότητας, του ανθρωπισμού περνά από τον Αντιφώντα στον Πολύβιο, στον Πλούταρχο, στον Ζήνωνα, πολύ πριν από τους νεότερους στοχαστές και οραματιστές της παγκόσμιας ειρήνης Γκρότιους, Πεν, Κάντιο, Σαιν Πιέρ, Μαλινόφσκυ, και τους θεωρητικούς της ειρηνικής συνύπαρξης. Παρ’ όλα αυτά, παρά τις ειρηνικές θεωρίες, τις διπλωματικές επαφές, τους διεθνείς οργανισμούς, οι πόλεμοι συνεχίζονται. “Ο πόλεμος είναι μια απλή συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα”, κατά τον Klausewitz,  ενώ “Βία και ισχύς χωρίζονται και διασταυρώνονται κατά την ίδια έννοια όπως ο πόλεμος και η πολιτική, στο πλαίσιο της κοινωνικής ένωσης των ανθρώπων”, κατά τον Κονδύλη. Έτσι ο πόλεμος μπαίνει μέσα στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Όπως η ισχύς και η πολιτική, έτσι και η βία και οι πόλεμοι ακολουθούν πιστά την ανθρώπινη κοινωνία. Πόλεμοι εμφύλιοι, τοπικοί, παγκόσμιοι, πόλεμοι κατακτητικοί, αμυντικοί, “ανθρωπιστικοί”, πόλεμοι θερμοί και ψυχροί, πόλεμοι ακήρυκτοι και κηρυγμένοι, φανεροί και μυστικοί. Η ειρήνη παραμένει όνειρο των διανοητών, χίμαιρα των ανθρωπιστών, ουτοπία των ειρηνιστών.  Ώστε ο πόλεμος και όχι η ειρήνη, αποτελεί τον κινητήριο μοχλό της ιστορίας και η ιστορία δεν είναι άλλο παρά μια διαδοχή πολέμων, με διαλλείματα ειρήνης. Αυτή είναι μια όλως διόλου οδυνηρή προοπτική, ή οποία όμως μας επιβάλλεται συνεχώς, αντικρύζοντας την παγκόσμια πορεία κριτικά, ρεαλιστικά, και διαλεκτικά.

Ωστόσο από παλιά το διεθνές δίκαιο ανέλαβε να βάλει κάποια τάξη στις διαφορές των κρατών, ακολούθως εμφανίστηκε η ιδέα του μετριασμού των πολεμικών καταστροφών, και διαμορφώθηκε σταδιακά από τα μέσα του 19ου αι. και το δίκαιο του πολέμου. Είναι το μέρος του διεθνούς δικαίου που ρυθμίζει την έναρξη, τη διεξαγωγή και τον τερματισμό του πολέμου. Περιλαμβάνει έτσι τους κανόνες που προνοούν για την ευθύνη των εμπολέμων, την προστασία του αμάχου πληθυσμού, των αιχμαλώτων και των τραυματιών, καθώς για την καταβολή των δικαίων πολεμικών επανορθώσεων και αποζημιώσεων. Η παραβίαση των κανόνων του δικαίου του πολέμου  συνιστά έγκλημα πολέμου, κατά τους όρους του διεθνούς ποινικού δικαίου. Έτσι στο πλαίσιο μιας ένοπλης σύγκρουσης το έγκλημα πολέμου ορίζεται ως σοβαρή παραβίαση των νόμων ή των εθίμων του πολέμου, όπως καθορίζονται από το διεθνές εθιμικό δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες. Η παραβίαση αυτή συνεπάγεται ατομική ποινική ευθύνη για παράνομες ενέργειες των μαχητών, όπως δολοφονία αμάχων ή αιχμαλώτων πολέμου, βασανιστήρια και απάνθρωπη μεταχείριση, σύλληψη και εκτέλεση ομήρων, βιασμοί, άσκοπη καταστροφή αστικής περιουσίας, λεηλασίες, διάπραξη γενοκτονίας ή εθνοκάθαρσης καθώς και παραβίαση των νομικών διακρίσεων της αναλογικότητας και της στρατιωτικής αναγκαιότητας.

Απομένει να παρατεθούν και τα στοιχεία του Κρητικού Δικαίου, ως  κανόνων και αρχών που ρυθμίζουν μέσα στον χρόνο τις ανθρώπινες σχέσεις αναφορικά με την Κρήτη, που πηγάζουν από την εσωτερική κρατική εξουσία, την εξουσία του κατακτητή ή της Επανάστασης, εκφράζοντας κάθε φορά τη θέληση της ιθύνουσας κοινωνικής τάξης.  Έτσι το κρητικό δίκαιο εμφανίζεται ως αντικαθρέφτισμα των αλλαγών, της μετεξέλιξης, του πεδίου μάχης μεταξύ των ιδεών, των πράξεων και των βιωμάτων της ιστορίας. Ως πρωταρχή και βάση του ευρωπαϊκού δικαίου, ως η αρχαία Κρητών Πολιτεία, και ως πηγή της ρωμαϊκής Δωδεκαδέλτου. Ως δίκαιο της αντίστασης, της αυτονομίας και της επανάστασης. Ως έθιμο, ως θεσμός και ρήτρα, ως ελευθερία. Ως Κρητική Πολιτεία κατά τη νεοτερικότητα, ως Ένωση με την Ελλάδα, ως ελληνικό δίκαιο κατά τη Μάχη της Κρήτης. Οι κατευθυντήριες αρχές του κρητικού νομικού πολιτισμού συνοψίζονται σε ένα σύστημα ισορροπίας, μεταξύ δικαίου και νόμου, που οδηγεί σε ένα αμυντικό, αντιστασιακό και συλλογικό συγκρητισμό. Αυτός ο δικαιικός συγκρητισμός περιλαμβάνει τον άνθρωπο και τη φύση, το άτομο και την κοινωνία, το νόμο και την επιείκεια. Εδώ προβάλλουν οι αρχές και ρήτρες της Ελευθερίας (ανεξαρτησία, αντίσταση, επανάσταση – αυτονομία, αυτάρκεια, αποκέντρωση -φιλοπατρία, άμυνα, οπλοκατοχή), της Δικαιοσύνης (δίκαιο, καλή πίστη, ομόνοια -διαιτησία, ευλάβεια, ομολογία – εκδίκηση, ανταπόδοση, αυτοδικία), της Συλλογικότη-τας (συγκρητισμός, συμπολίτευση, αλληλεγγύη – οικογένεια, αδελφοποιία, φιλοξενία – κοινοκτημοσύνη, συνεργασία συνεταιρισμός). Αυτές οι αρχές που ξεπηδούν από κάθε σελίδα της κρητικής ιστορίας, από τον συγκρητισμό κατά των ρωμαίων, τις δεκατρείς επαναστάσεις κατά των βενετών, ως τις ανά δεκαετία του 19ου αιώνα επαναστάσεις κατά των τούρκων, αντιτάχθηκαν στη Μάχη της Κρήτης στη βία των εισβολέων.

Στη συνολική γερμανική κοσμοθεωρητική αντίληψη (weltanschauung), συνυπάρχουν τρία κύρια στοιχεία. Ο μυθολογικός, μαγικός κόσμος της φύσεως και του φυλετικού αίματος των απαρχών της ιστορίας, η κληρονομία του έλλογου απολλώνιου πνεύματος σφιχτοδεμένου με το διονυσιακό πάθος της κλασικής ζωής, καθώς και οι τάσεις της δυτικής νεοτερικότητας, από την αυστηρή λογική συνακολουθία και την προτεσταντική ηθική του καθήκοντος και της τιμωριτικής ανταπόδοσης, μέχρι τις απώτατες συνέπειες της διάλυσης και εκμηδένισης των δεσμών του πολιτισμού. Οι τρεις συνιστώσες αυτής της πραγματικότητας, η φαντασιακή, η ορθολογική και η αισθησιακή, αδυνατώντας να υπερβούν τις αντιθέσεις τους προς μια λυτρωτική θετική σύνθεση ζωής, παραμένουν μέσα στην αρνητικότητα τους, ακροβατώντας μεταξύ υπάρξεως και ανυπαρξίας, μεταξύ μέρους και όλου, μεταξύ όντος και μη όντος.

Στην ιστορία του πνευματικού πολιτισμού της ανθρωπότητας, η ελληνική φιλοσοφία, μέγιστο και ανυπέρβλητο επίτευγμα της αρχαιότητας, πέρα από τη λατινική πλευρά της κλασικής παιδείας, δεν έχει άλλο πλησιέστερο κληρονόμο από τη φιλοσοφία του γερμανικού ιδεαλισμού της νεοτερικότητας. Η σχέση προγόνου και απογόνου όμως κατά τη φροϋδική ερμηνεία, δεν είναι παρά μια διαλεκτική σύνθεση έρωτα και μίσους, έλξης και απώθησης, συμπλέγματος ηδονής και θανάτου. Οι γερμανοί αρχαιολάτρες κατατρύχονται από την ελληνική πνευματική τυραννία, που τους επέβαλαν οι σοφοί τους, με επικεφαλής τον μεγάλο αρχαιολόγο Βίνκελμαν. Αλλά ενώ ο Οιδίποδας γκρεμίζει την Σφίγγα από το βάθρο της, ο Φάουστ παραδίδει εκούσια την ψυχή του στον Μεφιστοφελή. Ο αιώνιος Όλυμπος σκιάζει με το ύψος του τη Βαλχάλα. Και η Αφροδίτη βασιλεύει λάμποντας μέσα στο μεσογειακό  φώς, καθώς η Βαλκυρία καταδικάζεται σε αιώνιο ύπνο στον σκοτεινό βορρά. Στην περίπτωση της Ρώμης το ελληνικό δίκαιο της επιεικείας διαμόρφωσε τη dura lex στο agricum Latium. Στην περίπτωση του Βερολίνου άρκεσε μόνο η Κριτική, η Ιδέα, το Απόλυτο, χωρίς κανένα συμβιβασμό. Αλλά τότε η ζωντανή ουσία επικαλύφθηκε από το φαινόμενο, χωρίς διάλογο, διατηρώντας την αντιπαλότητα. Μέτρο και άμετρο, ύβρις και νέμεσις, ορθοδοξία και προτεσταντισμός. Αυτή η φιλοσοφική ιστορία είναι πάνω απ΄ όλα σύγκρουση του Είναι και του Μηδενός, αντιπαράθεση του Παρμενίδη στον Έγελο, του Χάιντεγγερ στον Πλάτωνα. Η παρμενίδεια ταυτότητα νόησης και είναι δεν επιτρέπει την ύπαρξη του μηδενός. Η πλατωνική ετερότητα του μη είναι απέχει από την εγελιανή ταύτιση είναι και μηδενός. Μολαταύτα η χαϊντεγγεριανή απορία, γιατί υπάρχουν εν γένει τα όντα, και όχι πολλώ μάλλον το μηδέν, ρίχνει τον πέπλο του μηδενός πάνω στο είναι.

Αναζητώντας τις πνευματικές ρίζες του Τρίτου Ράϊχ, κατά τους απολογητές του, συναντούμε μερικά από τα μέγιστα πνεύματα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ο Φίχτε, από τους πατέρες του γερμανικού ιδεαλισμού, είχε εξυμνήσει με μεγάλο ενθουσιασμό την αναγέννηση του γερμανικού έθνους. Ο Χέγκελ, το λαμπρότερο διαλεκτικό πνεύμα, είχε εξάρει το κράτος ως το υπέρτατο στη ζωή του έθνους και της κοινωνίας. Ο Τράιτσκε, ο πλέον δημοφιλής καθηγητής της ιστορίας, είχε αποθεώσει τον πόλεμο ως την ανωτάτη έκφραση του ανθρώπου. Ο Νίτσε, ο μέγας τραγικός προφήτης,  είχε καθιερώσει τον υπεράνθρωπο στο απόγειο της φιλοσοφίας. Ο Βάγκνερ, ο μεγαλοφυής μουσικός δημιουργός, είχε εκφράσει το μεγαλείο της γερμανικής μυθολογίας. Είναι αδιανόητο όμως να συσχετίζονται με τον ναζισμό, τον πόλεμο και τα εγκλήματα του. Υπάρχει εδώ μια τεράστια διαστρέβλωση των ιδεών, των πρακτικών και της ιστορίας, ώστε να ενταχθούν σε ένα αποτρόπαιο πλαίσιο. Ο πολιτισμός θα κατέληγε σε βαρβαρότητα εάν σε ανάλογες συνθήκες ο Ηράκλειτος εθεωρείτο πολεμοκάπηλος, ο Πλάτων φασιστής ή ο Αριστοτέλης εθελόδουλος. Στην πραγματικότητα οι ναζιστές προσκολλήθηκαν, με ένα είδος παράνοιας, στις νόθες, παράλογες και  αντιεπιστη-μονικές φυλετικές θεωρίες δύο ξένων συγγραφέων, του γάλλου Γκομπινώ και του άγγλου Τσάμπερλαιν, περί των καθαρόαιμων αρίων, του βαρβαρικού αίματος και του μυστικοπαθούς καταστροφικού πνεύματος. Αποδεσμευόμενοι από την κλασική κληρονομία, ήταν έτοιμοι πλέον να στραφούν στα άλογα, βίαια και καταστρεπτικά στοιχεία της απωτάτης βαρβαρικής καταγωγής, στην πολεμική βασιλεία του Οντίν-Βοτάν μέχρι το Λυκόφως των Θεών τους.

Ο Νίτσε μάς είχε προειδοποιήσει εγκαίρως για την εποχή του ευρωπαϊκού μηδενισμού. Ο συμπατριώτης του Σπένγκλερ μάς αποκάλυψε συνολικά την παρακμή της Δύσεως. Ο ίδιος ο Χάιντεγγερ δεν απέφυγε τη ναζιστική μόλυνση. Μια ευρωπαϊκή Γερμανία  ήταν αδύνατο να υπάρξει. Τουναντίον η γερμανική Ευρώπη αντιπαρα-τασσόταν πάντα στην ελληνική αντίληψη της Ευρώπης. Η τραγωδία προχωρούσε προς το τέλος της.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Μια πολύ γενική θεώρηση της παγκόσμιας ιστορίας θα έπρεπε ίσως να ξεκινήσει από την βιβλική αδελφοκτονία του Κάϊν κατά του Άβελ, αυτή τη μεγάλη διαμάχη νομαδικών και γεωργικών λαών, που επικράτησε στις απαρχές του πολιτισμού μας και άνοιξε το  Ανατολικό Ζήτημα. Ο Όμηρος στον Τρωϊκό Πόλεμο αντιπαραθέτει έλληνες και τρώες, εξαίρει την πολεμική αρετή και παρουσιάζει σε μια μεγαλειώδη ποιητική σύνθεση το πανόραμα του πολέμου. Και ακολούθως ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας τους Περσικούς Πολέμους, επεξηγεί τη φύση του πολέμου, ερμηνεύει υπό το πρίσμα της εποχής του τα γεγονότα και ανάγει τα επί μέρους  στο σύνολο της ιστορίας. Αλλά στην αρχαία ιστορία έχομε κυρίως το σπουδαίο παράδειγμα του Πελοποννησιακού Πολέμου, που μας διδάσκει πώς εξελίσσεται η ειρήνη σε πόλεμο, ποια τα αίτια και η δικαιολογητική βάση του πολέμου και ποιά τα αποτελέσματα του. Είναι εκεί που ο Θουκυδίδης στις Δημηγορίες Αθηναίων και Μηλίων διακρίνει από την ισχύ του δικαίου το δίκαιο της ισχύος.

Κατά τη μεσαιωνική περίοδο της ιστορίας, οι πολυάριθμοι δυναστικοί, οικονομικοί και θρησκευτικοί πόλεμοι, οι μεγάλες ανατολικές επιδρομές, οι σταυροφορίες και κυρίως η μακρόχρονη σκληρή αντιπαράθεση βυζαντινών και τούρκων, εμφανίζουν τον πόλεμο ως την κυρίαρχη σταθερά της ιστορικής εξέλιξης. Είναι η εποχή που το εκκρεμές της ιστορίας κατευθύνεται, κατά ένα νομοτελειακό τρόπο, από την Ανατολή στη Δύση και αντίστροφα. Η Άλωση σηματοδοτεί το, οπωσδήποτε πάντως προσωρινό, πέρας της σύγκρουσης ελληνορωμαϊκού και ασιατικού κόσμου, χριστιανισμού και ισλαμισμού, δυτικής και ανατολικής κοσμοθεωρίας.

Η νεότερη περίοδος της ιστορίας αρχίζει με τον Μακιαβέλλι να υπερασπίζεται το  συμφέρον του Ηγεμόνα έναντι των αρχών του δικαίου, τον Βιτόρια να δικαιολογεί την κατάκτηση της Αμερικής, ως δικαίωμα της επικοινωνίας και τον Γκρότιους να αναπτύσσει το δίκαιο του πολέμου και της ειρήνης, θεμελιώνοντας τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Οι αδιάκοποι πόλεμοι της εποχής παρέχουν ήδη διεξόδους προσωρινής ειρήνευσης, με τις Συνθήκες της Βεστφαλίας του 1648, του Συνεδρίου της Βιέννης του 1815, του Συνεδρίου των Παρισίων του 1856 και του Βερολίνου του 1878, και των Συνδιασκέψεων της Χάγης του 1899 και 1907. Αλλά τίποτε το πιο απατηλό. Αντί για την κατοχύρωση της διεθνούς ειρήνης ακολουθεί ο Μεγάλος Πόλεμος (1914-1918). Η Κοινωνία των Εθνών του 1920 δεν αποτελεί όχι επαρκή, αλλά ούτε καν ελάχιστη εγγύηση για τη διατήρηση της ειρήνης. Τα εξήντα έξη εκατομμύρια νεκρών του Ά Π.Π. κραυγάζουν αδικαίωτα, ως «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», ως αποκάλυψη της απατηλής ειρήνης και ως ο πλέον οδυνηρός θρίαμβος του πολέμου.

O Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε κατά ένα τρόπο συνέπεια και συνέχεια του Πρώτου. Το εκδικητικό πνεύμα των Βερσαλλιών κατά της αυτοκρατορικής Γερμανίας, συνέβαλε στον ισχυρό κλονισμό της ασθενικής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και έδοσε την ευκαιρία στα αντιδημοκρατικά, εθνικιστικά και ρατσιστικά στοιχεία να οργανώσουν, ήδη από το τέλος του πολέμου, το μετέπειτα ναζιστικό κόμμα, το οποίο χάρη στον δυναμισμό του Χίτλερ κατόρθωσε να ανέλθει στην εξουσία το 1933 και να δημιουργήσει το λεγόμενο «Τρίτο Ράϊχ». Υπήρξε μια ανιστόρητη, παράλογη και εγκληματική δήθεν συνέχεια της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου, και της νεότερης γερμανικής αυτοκρατορίας, και το μόνο που απέδειξε ήταν η επαλήθευση του Γκαίτε περί του αξιοθρήνητου συνόλου των γερμανικών μαζών. Οι ναζιστές έτρεφαν φλογερό πάθος υπέρ του γερμανικού εθνικισμού, τρομερό μίσος κατά της δημοκρατίας, του μαρξισμού και των εβραίων, και ακλόνητη πίστη στον ιστορικό προορισμό των αρίων, ως κυρίαρχης φυλής και κατακτητών του κόσμου. Ο Χίτλερ εξέθεσε λεπτομερώς στο Mein Kampf ολόκληρο το σχέδιο για την εδαφική πολεμική επέκταση, την κατάργηση της δημοκρατίας, τον κοινωνικό δαρβινισμό, τον φυλετικό ευγονισμό, την εξόντωση των εβραίων και των κατωτέρων φυλών, το «λαϊκό εθνικό σοσιαλιστικό κράτος» και τη Νέα Τάξη στην Ευρώπη. Στην υπηρεσία των φρικαλέων αυτών ιδεών το ναζιστικό καθεστώς επέβαλε το απαίσιο εσωτερικό δικτατορικό, αντισημιτικό και εγκληματικό πρόγραμμα του και με την ανοχή εν πολλοίς των χθεσινών νικητριών δυνάμεων, προετοίμασε μεθοδικά τον δρόμο προς τον νέο πόλεμο. Καταξέσχισε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του Ιουνίου 1919, οργάνωσε προκλητικά τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας από τις αρχές του 1933, αμέσως μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, επέτυχε την απόδοση του Σάαρ με το δημοψήφισμα του Ιανουαρίου 1935, ανακατέλαβε αιφνιδιαστικά τη Ρηνανία με το πραξικόπημα του Μαρτίου 1936, δημιούργησε μυστικά τον Άξονα με την Ιταλία και την Ιαπωνία τον Οκτώβριο και Νοέμβριο 1936, εκβίασε το Άνσλους του Μαρτίου 1938 και την αρπαγή της Αυστρίας, επέβαλε την επαίσχυντη παράδοση της Τσεχοσλοβακίας με τη Συμφωνία του Μονάχου του Σεπτεμβρίου 1938 και επέτυχε τη σύναψη του συμφώνου Μολότωφ – Ρίμπεντροπ του Αυγούστου 1939. Μετά μία ακριβώς εβδομάδα άρχιζε από τα σύνορα της Πολωνίας η δεύτερη μεγάλη παγκόσμια ανθρωποσφαγή. Από τον Σεπτέμβριο 1939 μέχρι τον Απρίλιο 1941 το Βερολίνο επεκτάθηκε ανίκητο ως το Παρίσι, το Όσλο και την Αθήνα. Στις 20 Μαίου 1941άρχιζε η Μάχη της Κρήτης.

Ουσιαστικά η Μάχη είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Από τις 12 Νοεμβρίου 1940 ο Χίτλερ όρισε ότι μετά την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας οι γερμανικές εναέριες δυνάμεις θα στραφούν εναντίον στόχων στην Ανατολική Μεσόγειο. Στις 13 Δεκεμβρίου εκδόθηκε η άκρως απόρρητη Διαταγή γενικών κατευθύνσεων υπ΄ αριθ. 20 για την κατάληψη βρετανικών στηριγμάτων στα ελληνικά νησιά με αποβάσεις από τον αέρα. Σε εκτέλεση της Διαταγής εκπονήθηκε από τον αντιπτέραρχο Στούντεντ σχέδιο κατάληψης της Κρήτης, βάσει του οποίου στις 25 Απριλίου  εκδόθηκε η υπ΄αριθ.  28 Διαταγή γενικών κατευθύνσεων, υπό την κωδική ονομασία «Ερμής». Ανατέθηκε δε η ανωτάτη διεύθυνση της επιχειρήσεως στον στρατάρχη αεροπορίας Γκαίρινγκ, η τακτική προπαρασκευή στον διοικητή του 4ου αεροπορικού στόλου πτέραρχο Λαιρ και η διοίκηση του ΧΙ αεροπορικού σώματος, που θα ενεργούσε την κατάληψη, στον αντιπτέραρχο Στούντεντ. Για την εκτέλεση της επιχειρήσεως διατέθηκαν 22.750 άνδρες, με 1370 αεροσκάφη και 70 αποβατικά σκάφη, υποστηριζόμενα από ιταλικές ναυτικές δυνάμεις. Το σχέδιο προέβλεπε τη συμμετοχή της 7ης μεραρχίας αλεξιπτωτιστών υπό τον στρατηγό Αντρέ, ήτοι 10.000 αλεξιπτωτιστών, τη συμμετοχή της 3ης και 5ης μεραρχίας αλπινιστών, υπό τον στρατηγό Ρίγκλ, ήτοι 750 μεταφερόμενων με ανεμοπλάνα, 5.000 με αεροπλάνα και 7.000 με πλοία. Οι αεροπορικές δυνάμεις αριθμούσαν 60 αναγνωριστικά, 200 βομβαρδιστικά, 150 καθέτου εφορμήσεως, 100 ανεμοπλάνα και 600 άλλα αεροπλάνα, του στρατηγού Φον Ριχτχόφεν. Κατά το σχέδιο οι δυνάμεις κατανεμήθηκαν, στη δυτική ομάδα με συνθηματική ονομασία «Κομήτης», που περιλάμβανε τον κύριο όγκο των αλεξιπτωτιστών της 7ης μεραρχίας του στρατηγού Αντρέ, με αποστολή την κατάληψη του αεροδρομίου Μάλεμε, υπό τον στρατηγό Ζύσμαν. Την κεντρική ομάδα με συνθηματική ονομασία «Άρης», που περιλάμβανε το 2ο και 3ο σύνταγμα της 7ης μεραρχίας αλεξιπτωτιστών, υπό τον υποστράτηγο Ρίγκελ με αποστολή την κατάληψη των Χανίων, της Σούδας και του Ρεθύμνου, σε δύο κλιμάκια υπό τους Χάιντριχ και Στουρμ. Καθώς και την ανατολική  ομάδα με συνθηματική ονομασία «Ωρίων», αποτελούμενη από το 1ο σύνταγμα της 7ης μεραρχίας αλεξιπτωτιστών υπό τον στρατηγό Μπρόγιερ με στόχο την κατάληψη της πόλης και του αεροδρομίου Ηρακλείου. Από τις 13 Μαϊου 1941 άρχισε πυκνός και συνεχής βομβαρδισμός κατά των κρητικών αεροδρομίων, του λιμανιού της Σούδας και των άλλων στόχων σε ολόκληρο το νησί και στις 20 Μαϊου άρχισε η ρίψη των αλεξιπτωτιστών και η κάθοδος των ανεμοπλάνων.

Στο μεταξύ από τον Νοέμβριο 1940, ενώ η V Μεραρχία Κρητών πολεμούσε στην Αλβανία, οι αγγλικές δυνάμεις είχαν αναλάβει την άμυνα του νησιού, ταλαντευόμενες αν έπρεπε να κρατήσουν ή να εγκαταλείψουν το νησί. Παρά την καύχηση του Τσώρτσιλ περί μετατροπής της Κρήτης σε Σκάπα Φλόου, ελάχιστα συντελέστηκαν κατά το προηγούμενο της Μάχης εξάμηνο. Πέντε διοικητές προηγήθηκαν του Γενικού Αρχηγού των Συμμαχικών Δυνάμεων Κρήτης, νεοζηλανδού στρατηγού  του Α΄Π.Π. Φρέυμπεργκ, που υπαγόταν στο Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής υπό τον άγγλο αρχιστράτηγο Ουάηβελ. Ο Φρέυμπεργκ έκρινε ότι οι δυνάμεις που διέθετε ήταν ανεπαρκείς  και ζήτησε, χωρίς να εισακουσθεί, είτε ενίσχυση με τα απαραίτητα μέσα είτε αναθεώρηση της απόφασης να κρατηθεί η Κρήτη. Σύμφωνα με την τακτική του περασμένου πολέμου η γερμανική επίθεση αναμενόταν κυρίως από τη θάλασσα, με συνέπεια να διαταχθούν ανάλογα οι φίλιες δυνάμεις, υποβαθμίζοντας τη σημασία των αεροδρομίων. Συνολικά η άμυνα της Κρήτης περιλάμβανε περίπου 18.900 μάχιμους αυστραλούς, νεοζηλανδούς και βρετανούς,  11.600 άγγλους βοηθητικούς, ελάχιστα αντιαεροπορικά πυροβόλα και ελαφρά άρματα μάχης, και κάπου 10 αεροπλάνα. Από την ελληνική πλευρά συμμετείχαν 10.000 νεοσύλλεκτοι με ανεπαρκή οπλισμό, η Σχολή Χωροφυλακής Αθηνών με 2800 άνδρες, η Α΄ τάξη της Σχολής Ευελπίδων με 250 άνδρες, και το προσωπικό αεροδρομίων με τη Σχολή Ικάρων με 500 άνδρες. Αυτοί οι 30.500 αυστραλοί, νεοζηλανδοί και βρετανοί, μαζί με τους 13.550 έλληνες, χωρίς μηχανικό, σοβαρά οχυρωματικά έργα, ασυρμάτους και με το βάρος 15.000 ιταλών αιχμαλώτων, επρόκειτο τώρα να αντιμετωπίσουν τον ισχυρότερο στρατό της Ευρώπης. Κατά τη διάταξη των δυνάμεων διατέθηκαν, στα Χανιά, στο τομέα από Αλμυρό μέχρι Κλαδισσό 7.170 άνδρες υπό τον στρατηγό Ουέστον, στον τομέα από Μάλεμε μέχρι Καστέλλι 7.500 άνδρες υπό τον ταξίαρχο Πούττικ, και ειδικά για το Μάλεμε   το τάγμα του αντισυνταγματάρχη Άντριους. Στο Ρέθυμνο, 3.100 άνδρες υπό τον ταξίαρχο Βάζεϋ, δύο ελληνικά τάγματα, η διλοχία εμπέδου και το τάγμα Χωροφυλακής υπό τον συνταγματάρχη Κάμπελ. Στο Ηράκλειο, 6.000 άνδρες, 4 ελληνικά τάγματα και η διλοχία εμπέδου υπό τον ταξίαρχο Τσάπελ. Η οργάνωση της Πολιτοφυλακής, με προβλεπόμενη δύναμη ενός λόχου ανά επαρχία της Κρήτης, υπό τη διοίκηση αξιωματικών, δεν είχε προχωρήσει ελλείψει χρόνου και οπλισμού και λόγω κυβερνητικής και αγγλικής επιφυλακτικότητας, που διέβλεπε κίνδυνο για το καθεστώς της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, παρά τη μεγάλη προθυμία του πληθυσμού. Σε μια πρώτη κίνηση ανταποκρίθηκαν περίπου 5.000 άτομα, μεταξύ των οποίων και οι καλόγηροι της Μονής Επανωσήφη. Αλλά μόλις στις 5 Μαΐου εκδόθηκαν οι οδηγίες για την οργάνωση της πολιτοφυλακής και καθορίστηκαν τα διακριτικά του περιβραχιονίου με τα εθνικά χρώματα, στις 14 Μαΐου διατέθηκαν για τη σύστασή της οι αξιωματικοί, Γύπαρης, Μάντακας, Ντιγριντής, Σειραδάκης και Κουμανάκος, και μόνο στις 20 Μαΐου, υπό τους βομβαρδισμούς της πρώτης ημέρας της Μάχης, διατέθηκαν από την αγγλική διοίκηση μόλις 700 όπλα και 50 σφαίρες ανά όπλο. Η ανωτάτη ελληνική ηγεσία, ο βασιλιάς Γεώργιος, ο πρωθυπουργός Τσουδερός, ο υπουργός στρατιωτικών Τζανακάκης και οι στρατιωτικοί διοικητές Κρήτης, Χανίων Σκουλάς, Ρεθύμνου Γαγάρας, Ηρακλείου Ποθουλάκης και Λασηθίου Λιναρδάκης, παρέμεναν χωρίς στρατιωτικές αποφασιστικές αρμοδιότητες, εφ΄ όσον όλες οι ελληνικές δυνάμεις είχαν υπαχθεί υπό την αγγλική διοίκηση.

Η πρώτη μέρα της Μάχης  άρχισε με σφοδρούς νυκτερινούς βομβαρδισμούς και αμέσως μετά ακολούθησαν κατά κύματα τα μεταγωγικά με τους αλεξιπτωτιστές στις περιοχές Μάλεμε, Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Η αντίσταση των στρατιωτικών μας δυνάμεων και η αυθόρμητη κινητοποίηση των κρητικών με κάθε είδους μέσα, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, εξουδετέρωσε την επίθεση, αφήνοντας μόνο μικρές εστίες των επιτιθεμένων. Εξ άλλου το βρετανικό ναυτικό κατέστρεψε ολόκληρη την αποβατική γερμανική δύναμη, ώστε μόνο ένα καϊκι με 100 άνδρες έφθασε στο Ακρωτήρι. Αλλά τη νύκτα της 20 προς 21 Μαΐου ο διοικητής του 22ου τάγματος της 5ης ταξιαρχίας αντισυνταγματάρχης Άντριου, που υπεράσπιζε την περίμετρο του αεροδρομίου Μάλεμε και το περίφημο ύψωμα 107, υπό την πίεση γερμανικού προγεφυρώματος, από ισχυρή δύναμη του λοχαγού Γκέρικε, και χωρίς ενισχύσεις, εζήτησε σύμπτυξη. Η απάντηση του ταξιάρχου “If you must, you must” έκρινε την πτώση του αεροδρομίου Μάλεμε και συνακόλουθα ολόκληρης της Κρήτης.

Την επομένη οι γερμανοί, χρησιμοποιώντας το αεροδρόμιο Μάλεμε μετάφεραν ισχυρές δυνάμεις και επιτέθηκαν στην περιοχή Αγιάς και Γαλατά. Στις περιοχές Ρεθύμνου και Ηρακλείου αντιμετωπίστηκαν θαρραλέα από τους αμυνόμενους. Την τρίτη και τέταρτη μέρα της Μάχης συνεχίστηκαν οι μάχες και οι βομβαρδισμοί στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο και στα Χανιά. Τρία αγγλικά αντιτορπιλικά βομβάρδισαν το Μάλεμε χωρίς μεγάλη επιτυχία, τα δύο εξ αυτών βυθίστηκαν από τη γερμανική αεροπορία και η αντεπίθεση από την ξηρά απέτυχε. Άρχισε τότε η μεγάλη μάχη του Γαλατά, ενώ οι γερμανοί προωθήθηκαν προς τα νότια από τον ποταμό Κερίτη και τα γύρω χωριά μέχρι τα Φλώρια και κατάκαυσαν τον Κακόπετρο. Ο βασιλιάς και η κυβέρνηση αναχώρησαν μετά περιπετειώδη πορεία προς τα νότια παράλια, από την Αγία Ρουμέλη για την Αίγυπτο, προς συνέχιση του αγώνα.

Την επομένη πέμπτη μέρα της Μάχης οι γερμανοί προωθήθηκαν προς Καστέλλι Κισσάμου, Χανιά και Κάνδανο, ενώ η κατάσταση στο Ρέθυμνο και Ηράκλειο παράμεινε κρίσιμη. Κατά την έκτη μέρα της μάχης η πόλη των Χανίων υπόμεινε νέους βομβαρδισμούς και καταστράφηκε. Ο εχθρός κατάλαβε τον Γαλατά, μετά από σκληρότατη μάχη, οι βρετανικές δυνάμεις αποσύρθηκαν προς τη Σούδα, ενώ στο Ρέθυμνο η κατάσταση παράμεινε αμετάβλητη. Ο φρούραρχος Ηρακλείου απάντησε στην πρόταση παράδοσης, «οι πόλεις δεν παραδίδονται, αλώνονται». Την επομένη έβδομη ημέρα της Μάχης οι γερμανοί κατάλαβαν τις Μουρνιές και εισήλθαν στα Χανιά. Οι βρετανοί υποχώρησαν προς Αποκόρωνα  και ο Φρέυμπεργκ εισηγήθηκε στο στρατηγείο Μέσης Ανατολής την εκκένωση του νησιού. Συνεχίστηκαν οι μάχες, ενώ σημειώθηκαν πολλές μεμονωμένες πράξεις ηρωισμού. Ο επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος αιχμαλώτισε ομάδα γερμανών στο Ακρωτήρι Χανίων, στη Μονή της Αγίας Τριάδος. Κατά την όγδοη ημέρα της Μάχης εκδόθηκε η διαταγή εκκενώσεως του νησιού. Οι βρετανοί αποσύρθηκαν προς Σφακιά, ενώ οι μάχες συνεχίστηκαν ακόμη σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Κατά την ένατη μέρα της Μάχης οι γερμανοί εισήλθανι στο Ρέθυμνο, αποκόπηκε εντελώς το Ηράκλειο και οι ιταλοί αποβιβάστηκαν στη Σητεία. Ουσιαστικά ο αγώνας είχε λήξει. Την τελευταία μέρα της Μάχης, την 29 Μαΐου 1941, οι περισσότεροι βρετανοί αναχώρησαν από τα Σφακιά, τα ελληνικά τμήματα στα Χανιά παραδόθηκανι και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στους Αγίους Αποστόλους, ενώ οι γερμανοί εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο. Την 1 Ιουνίου υπογράφηκε ανακωχή μεταξύ βρετανών και γερμανών, ενώ ήδη είχαν προκύψει τρομακτικές απώλειες στους εμπολέμους. Κατά προσωρινούς υπολογισμούς, άνω των 12.000 γερμανοί, περίπου 14.000 βρετανοί, άνω των 2.000 έλληνες. (Μεταγενεστέρως γερμανικό δικαστήριο κατέγραψε γερμανούς νεκρούς 1971, αγνοουμένους 1988 και τραυματίες 2584) (Πρακτικά, 48). Αλλά άρχιζαν τώρα οι εκατόμβες θυσιών του κρητικού λαού, αμέσως μετά τη Μάχη, και στη διάρκεια της κατοχής και της αντίστασης.

Η αντίσταση του κρητικού λαού προκάλεσε το μένος των κατακτητών και οι αναφορές των γερμανικών πηγών σε «φρικαλεότητες», οδήγησαν σε άγρια εκτεταμένα αντίποινα. Αλλά η μεν αντίσταση αποτελούσε πατρογονικό καθήκον των κρητών, οι δε «φρικαλεότητες» κατά των γερμανών στρατιωτών, όσες δεν προέρχονταν από παραπληροφόρηση, οφείλονταν στην παρατεταμένη έκθεση των πτωμάτων στο ύπαιθρο, στη υψηλή θερμοκρασία της εποχής και στην επέμβαση αρπακτικών και αγρίων ζώων, ή και στη φύση των μέσων με τα οποία πολεμούσαν οι κρήτες, με γκράδες, μαχαίρια, ρόπαλα, γεωργικά εργαλεία ακόμη και πέτρες. Αλεξιπτωτιστές κτυπήθηκαν ακόμη και από τα βλήματα αντιαεροπορικών, ενώ σε μερικές περιπτώσεις φαίνεται  ότι χρησιμοποιήθηκαν λόγχες για τη διάνοιξη των τυμπανισμένων πτωμάτων και διαρροή των αερίων που εξέπεμπαν ανυπόφορη δυσοσμία. Σε μια περίπτωση αναφέρεται και το πολεμικό έθιμο των μαορί νεοζηλανδών πολεμιστών αποκοπής των αυτιών των αντιπάλων. Πάντως η έρευνα του παραπάνω γερμανικού δικαστηρίου δεν απέφερε παραπάνω από 30 συγκεκριμένες περιπτώσεις σε ολόκληρη την Κρήτη. (Πρακτικά, 50). Τα περί φρικαλεοτήτων διάψευσε πλήρως και ο γερμανός διοικητής Μπρόγιερ κατά τη δίκη του. Ήδη κατά τη διάρκεια της Μάχης ο Χίτλερ, εξαγριωμένος από την αντίσταση του κρητικού λαού, αναφέρθηκε «στη λύσσα και αγριότητα του πληθυσμού της Κρήτης», ενώ ο Γκαίρινγκ φέρεται από τον Στούντεντ να εξέδοσε δυο διαταγές, μια κατά τις 25 Μαΐου, με την οποία εντέλλεται «να μπει τέλος στη δράση αυτών των κτηνών» και μια δεύτερη στις 30 Μαΐου με την οποία διατάσσεται να προχωρήσει στην «εξολόθρευση του ανδρικού πληθυσμού, αφήνοντας κατά μέρος όλες τις τυπικές διαδικασίες και παρακάμπτοντας συνειδητά τα δικαστήρια», ακόμη και στη «σταύρωση 50 κατοίκων της Κρήτης» (Πρακτικά, 56-57). Στις 31 Μαΐου ο Στούντεντ εξέδοσε τη διαταγή αντιποίνων, με την οποία διατάσσονται οι διοικητές ανατολικής και δυτικής Κρήτης, στρατηγός Ρίνγκελ και συνταγματάρχης Ράμκε, και με τον συντονισμό του ταγματάρχη Μποκ, να εκτελέσουν εσπευσμένα και με εσχάτη σκληρότητα, χωρίς καμιά διαδικασία, ως ανταπόδοση της σκληρής αντιστάσεως του πληθυσμού, τουφεκισμούς, εξολόθρευση του ανδρικού πληθυσμού ολόκληρων περιοχών, πυρπολήσεις, αναγκαστική φορολογία και χρηματικές κατασχέσεις. Ακολούθησε στις 2 Ιουνίου ανάλογη διαταγή του Ρίνγκελ προς τους συνταγματάρχες Στουρμ, διοικητή του 2ου συντάγματος Ρεθύμνου και  Μπρόγιερ, διοικητή του  1ου συντάγματος  Ηρακλείου. Για δε τη διεξαγωγή ερευνών διατέθηκε ο στρατοδίκης Ντιοσέγκι, προφανώς βοηθούμενος από την Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία.

Ήδη όμως στις 27 Μαΐου είχαν εκτελεσθεί στα Περιβόλια Ρεθύμνου 82 κάτοικοι και στις 30 Μαΐου στο Ηράκλειο 8 άμαχοι, μεταξύ των οποίων και ο νομάρχης Τσατσαρωνάκης. Στις 2 Ιουνίου εκτελέστηκαν στο Άδελε Ρεθύμνου 18 κάτοικοι. Ακολούθως, στις 4 Ιουνίου εκτελέστηκαν στο Σκαλάνι 4 κάτοικοι μεταξύ αυτών και ο αρχιμανδρίτης Φώτιος.  Επρόκειτο προφανώς για περιπτώσεις αντιμετωπίσεως εξ ιδίων δυνάμεων των μονάδων που αναφέρονται στη διαταγή αντιποίνων.

Αλλά η μεγάλη σφαγή άρχισε στην περιοχή των Χανίων, από το χωριό Κυρτομάδο, όπου στις 2 Ιουνίου εκτελέστηκαν 23 κάτοικοι. Ακολούθως οι γερμανοί κατάκαυσαν και το χωριό Σκηνές, συνέλαβαν ομήρους και εξόρισαν όλο τον πληθυσμό στον Αποκόρωνα, όπως έγινε και στο χωριό Πρασές. Στις 3 Ιουνίου, υπό τη διοίκηση του λοχαγού Νίμερ κατάστρεψαν ολοσχερώς την Κάνδανο, καίγοντας ζωντανούς και δυο γέροντες, και χωρίς να βρουν άνδρες για εκτέλεση, τοποθέτησαν τις γνωστές επαίσχυντες πινακίδες. Κατά τις αμέσως επόμενες μέρες εκτελέστηκαν στην περιοχή Χανίων, σε Ταυρωνίτη 12, Αλικιανό 42, Περιβόλια Κυδωνίας 30, Στέρνες 12, Ορθούνι 18, Κοντομαρί 20, Σκάφη 5, Λιβανιανά 14, Σούγια 6. Στην περιοχή Ρεθύμνου, σε Αστέρι 16, Λούτρα 11, Παγκαλοχώρι 12, Πηγή 1, και αλλού 3. Στην περιοχή Ηρακλείου σε  διάφορα μέρη 9 κάτοικοι.  Και όλες οι εκτελέσεις χωρίς καμιά απολύτως διαδικασία, χωρίς διάκριση ηλικίας, από παιδιά άνω των 14 ετών μέχρι γέροντες και αναπήρους.

Την 1 Αυγούστου εκτελέστηκαν στον ποταμό Κερίτη 118 κάτοικοι των χωριών Αλικιανού, Βατολάκου, Κουφού, Καράνου, Μεσκλών, Ρουμάτων, Ορθουνίου, Πρασέ, Σκηνέ και Φουρνέ, με αποφάσεις επιτοπίων εκτάκτων στρατοδικείων. Στη συνέχεια, μετά από έρευνες της γερμανικής αστυνομίας και τις καταδόσεις προδοτών, πραγματοποιήθηκαν αθρόες συλλήψεις κατοίκων των περιοχών όπου σημειώθηκε η αντίσταση των κρητικών, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στις φυλακές της Αγιάς. Καθημερινά το έκτακτο στρατοδικείο, μετά από μια δίκη-παρωδία λίγων λεπτών, οδηγούσε στο εκτελεστικό απόσπασμα δεκάδες θύματα. Κατά τη τυπική ανάκριση από αξιωματικό της Γκεστάπο, ο κατηγορούμενος υπέγραφε με άγνοια της γλώσσας μια ομολογία για τη συμμετοχή του στη Μάχη και ακολούθως το στρατοδικείο με βάση και τους καταλόγους των προγραμμένων, εξέδιδε την καταδικαστική απόφαση. Αμέσως ο μελλοθάνατος μεταφερόταν στον τόπο των εκτελέσεων, προσδενόταν σε ένα στύλο, με ένα χαρτί στο σημείο της καρδιάς για τη σκόπευση του εκτελεστικού αποσπάσματος και τουφεκιζόταν.

Τέλος την 1 Σεπτεμβρίου εκτελέστηκαν στην περιοχή Σφακίων, σε Κομητάδες 3 και σε Χώρα Σφακίων  22 κάτοικοι. Ενώ στις 6 Σεπτεμβρίου εκτελέστηκαν σε Ανώπολη 13 ακόμη κάτοικοι, όλοι με αποφάσεις των εκτάκτων στρατοδικείων.

Μέχρι τη κατάργηση των εκτάκτων στρατοδικείων και την αμνηστία που χορηγήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου, υπολογίζεται ότι εκτελέστηκαν με αποφάσεις στρατοδικείων, πέραν των μεμονωμένων κατά τόπους,  και των ομαδικά  χωρίς καμιά διαδικασία, περί τους 890 κρήτες, κατά την ομολογία του στρατιωτικού διοικητή Κρήτης Αντρέ. Στις εκτελέσεις αυτές πρέπει να προστεθούν οι πολυάριθμες  εκτοπίσεις, εμπρησμοί, λεηλασίες, επιτάξεις, αρπαγές, αγγαρίες και οι άλλες μεγάλες καταστροφές από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς του νησιού.

Μετά την αμνηστία και για ορισμένο διάστημα επικράτησε σχετική ηρεμία. Ήδη είχε επιβληθεί και στην Κρήτη το γερμανικό ποινικό δίκαιο και μάλιστα αναδρομικά από 20 Μαΐου 1941, είχε καθορισθεί η στρατιωτική, πολιτική και αστυνομική εξουσία του στρατιωτικού διοικητή Κρήτης, είχε απαγορευθεί επί ποινή θανάτου η παροχή ασύλου σε έλληνες και βρετανούς στρατιώτες, είχε υποχρεωθεί ολόκληρος ο πληθυσμός, χωρίς εξαιρέσεις, σε υποχρεωτική εργασία, ακόμη και τις Κυριακές, είχε διαταχθεί η παράδοση όπλων, πυρομαχικών και ραδιοφώνων και είχε πραγματοποιηθεί η διάλυση συλλόγων και ομοσπονδιών.

Κατά τραγική ειρωνεία δυο μέρες μετά την αμνηστεία, στις 16 Σεπτεμβρίου, εκδόθηκε κατ΄ εντολή του Χίτλερ η διαταγή της ανωτάτης διοικήσεως Δύσης, με την ονομασία «Νύκτα και Ομίχλη», για την εκτέλεση 50 ομήρων για κάθε τραυματισμένο γερμανό  και 100 ομήρων για κάθε σκοτωμένο από τους αντάρτες. Και αυτή αποτέλεσε, μολονότι μετριασμένη, την κατευθυντήρια αρχή για τα επόμενα αντίποινα. Το Φρούριο Κρήτη, όπως ανακηρύχθηκε η γερμανική στρατιωτική διοίκηση, διοικήθηκε διαδοχικά από τον αντιστράτηγο Στούντεντ και τους στρατηγούς Αντρέ, Μπρόγιερ, Μύλλερ, και Μπέντακ, με έδρα τα Χανιά. Από αυτούς ο Στούντεντ, δημιουργός του σώματος των αλεξιπτωτιστών, που παρέμεινε διοικητής μόνο για είκοσι μέρες, βαρύνεται με τις πρώτες περίπου 2.000 εκτελέσεις, ενώ ο Αντρέ, που τον διαδέχθηκε ευθύνεται για 800 περίπου εκτελέσεις, τη σφαγή του Κερίτη, την εκτέλεση των 62 Μαρτύρων και τα υπόλοιπα εγκλήματα μέχρι τον Οκτώβριο1942. Ο Μπρόγιερ είναι υπεύθυνος, εκτός των άλλων, για την οργάνωση του σώματος Σούμπερτ και τα πολυάριθμα εγκλήματα του, και για την καταστροφή της Βιάνου. Ο αιμοσταγής Μύλλερ συνέχισε έργο των προηγούμενων και είναι ο εκτελεστής της διαταγής καταστροφής της Βιάνου και υπεύθυνος της καταστροφής των Ανωγείων. Τέλος ο Μπέντακ είναι υπεύθυνος για την περίοδο από Σεπτέμβριο 1944 έως Μάιο 1945, και τις καταστροφές στην περιοχή Χανίων και στη μάχη της Παναγιάς στα Κεραμειά.

Το δυτικό τμήμα της νήσου κατείχε η 133η μεραρχία κατοχικής διοίκησης (αντιστράτηγος Κλεπ) και  το ανατολικό η 22η μεραρχία κατοχικής διοίκησης (αντιστράτηγος  Φρίμπε). Η Μυστική Στρατιωτική Αστυνομία είχε την έδρα της στα Χανιά, με περιφερειακό παράρτημα στο Ηράκλειο, εκτός δε της αστυνομίας, λειτουργούσε και η Στρατιωτική Χωροφυλακή για την επιβολή της τάξης. Εξ άλλου αργότερα δημιουργήθηκε και η Ειδική Μονάδα «Σώμα Κυνηγών», οι Σουμπερίτες, του γερμανού επιλοχία της στρατιωτικής αστυνομίας Σούμπερτ, που στελεχώθηκε κυρίως από γερμανόφιλους δωσίλογους αλλά και βαρυποινίτες των φυλακών, για την αντιμετώπιση των ανταρτών, με αποτρόπαιη εγκληματική δράση κατά του πληθυσμού.

Για τη δημιουργία ενός κάπως σχετικού καθεστώτος κανονικότητας η κατοχική ελληνική κυβέρνηση Τσολάκογλου διόρισε από 12 Σεπτεμβρίου ως Γενικό Διοικητή Κρήτης τον πολιτευτή Λουλακάκη, ενώ  ήδη οι γερμανικές αρχές είχαν διορίσει ως νομάρχες, στα Χανιά αρχικά τον γενικό γραμματέα διοικήσεως Δασκαλάκη,  ακολούθως τον ελληνογερμανό Πεσμανλάγκερ και μετέπειτα τον διαβόητο Γαλάνη, στο Ρέθυμνο τον Πουλάκο και μετά τον Μαρκιανό, στο Ηράκλειο αρχικά τον εκτελεσθέντα Τσατσαρωνάκη και μετά τον Πασσαδάκη, για τον οποίο και μόνο προέκυψαν επιβαρυντικά στοιχεία στο Δικαστήριο Δοσιλόγων,  και στο Λασήθι τον Κοζύρη, διορισμένο ήδη από την κυβέρνηση Τσουδερού.

Αλλά από την πρώτη ημέρα της Κατοχής άρχισε να εκδηλώνεται το αντιστασιακό πνεύμα και η δράση των  κρητικών, με διάσπαρτες ομάδες, αρχικά περιθάλψεως και βοήθειας προς τους εναπομείναντες βρετανούς στρατιώτες , που δεν μπόρεσαν να αναχωρήσουν από την Κρήτη και αργότερα με τη σύσταση κατασκοπευτικών πυρήνων για την μετάδοση στρατιωτικών πληροφοριών.

Παράλληλα συνεχιζόταν και η λειτουργία των στρατοδικείων στην Αγιά, με καθημερινές εκτελέσεις, που υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τις 1000. Στις 6 και 18 Φεβρουαρίου 1942 εκτελέστηκαν στα Μεσκλά 18 κρητικοί. Μέχρι τον Ιούνιο 1942 η αντιστασιακή δράση είχε ενταθεί, είχε δημιουργηθεί η Ανωτάτη Επιτροπή Αγώνος Κρήτης στα Χανιά, του γιατρού Παϊζη, οι ανταρτοομάδες Μπαντουβά, Σατανά και Πετρακογιώργη στο Ηράκλειο, Δραμουντάνη, Κατσια και Χομπίτη στο Ρέθυμνο, Παπαδάκη, Πιμπλή και Πατεράκη στα Χανιά και πολλών άλλων σε διάφορα μέρη, και είχε αρχίσει η εκκαθάριση των προδοτών συνεργατών των γερμανών. Για τη δράση αυτή εκτελέστηκαν στις 3 Ιουνίου στο Ηράκλειο 12 όμηροι, μεταξύ των οποίων ο δήμαρχος Ηρακλείου Γεωργιάδης.

Στο μεταξύ το στρατηγείο Μέσης Ανατολής άρχισε την αποστολή πρακτόρων, όπλων και εφοδίων για μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση και εκτέλεση σαμποτάζ. Ανάμεσα σε αυτούς ο συνταγματάρχης Γουντχάουζ (Κρις), ο ταγματάρχης Τσικλητήρας (Διονύσης), ο λοχαγός Φίλντινγκ (Αλέκος), ο λοχαγός Νταντάμπιν (Ιωάννης), ο λοχαγός Φέρμορ (Μιχάλης), και άλλοι. Στις 11 Ιουνίου μια ομάδα έξη σαμποτέρ, μεταξύ των οποίων ο γάλλος ταγματάρχης Γκουέν, ο άγγλοςς λοχαγό Τζέλικο και ο έλληνας υπολοχαγός Πετράκης, ανατίναξε 13 αεροπλάνα στο αεροδρόμιο Ηρακλείου. Ακολούθησε η άμεση εκτέλεση 50 ακόμη ομήρων, ώστε να συμπληρωθεί η ομάδα των 62 Μαρτύρων, με διαταγές του αναπληρωτή διοικητή Αντρέ, στρατηγού Φόλτμαν. Κατά τον Δεκέμβριο 1942, επειδή δεν ανευρίσκονταν οι άνδρες, απάγονται από το Ροδάκινο όλες οι γυναίκες του χωριού και μεταφέρονται στο Ρέθυμνο για καταναγκαστική εργασία. Μεταξύ των άλλων προσπαθειών των γερμανών να ανακόψουν την αντιστασιακή δράση των κατοίκων, εφαρμόστηκε και η επιβολή βαρύτατης έκτακτης φορολογίας των ύποπτων περιοχών, με τη μέθοδο δήθεν τιμωρίας για την κοπή τηλεφωνικών γραμμών, την οποία διέπρατταν οι ίδιοι. Σε πολλές άλλες  περιπτώσεις, για την ανεμπόδιστη μετακίνηση των αυτοκινήτων τους χρησιμοποιούσαν ως ομήρους ιερείς, γυναίκες  και παιδιά, που τοποθετούσαν εμφανώς σε αυτά, όπως οι τούρκοι παλιότερα έθεταν ως ασπίδες τους δυστυχείς «σακουλιέρηδες». Στις 18 Δεκεμβρίου εκδόθηκε μυστική διαταγή για την εξόντωση των εχθρικών κομάντο, «μέχρι και τον τελευταίο».

Κατά τον Ιούνιο 1943 οι γερμανοί συστηματοποίησαν τις συλλήψεις ομήρων και συγκέντρωσαν από διάφορα μέρη 240 κατοίκους, που μετάφεραν για καταναγκαστική εργασία σε στρατόπεδο της κατεχόμενης Σερβίας. Ήδη από 17 Ιουνίου είχε διαταχθεί εκ νέου η εφαρμογή του γερμανικού ποινικού δικαίου, με την προσθήκη λεπτομερών αυστηρών διατάξεων περί σαμποτάζ, βίας κατά πολιτικών αρχών, κομμουνιστικών κινήσεων, απεργιών, διαδόσεως αντιγερμανικών πληροφοριών, προκηρύξεων και τοιχοκολλήσεων, ραδιοφωνικών ακροάσεων, ασυρμάτων, ταχυδρομικών περιστερών, φωτογραφιών, συσκοτίσεων κλπ. Σε αυτές προστέθηκαν ακολούθως και οι διαταγές για την τέλεση σιωπηλών μνημοσύνων, καθώς και της απαγόρευσης του σφυρίγματος των βοσκών. Στις δε 18 Αυγούστου εκδόθηκε νέα διαταγή για την εκτέλεση των ανταρτών.

Την εποχή αυτή δημιουργήθηκαν οι κύριες αντιστασιακές οργανώσεις του νησιού, Εθνική Οργάνωση Κρήτης (ΕΟΚ) (Σκουλάς, Μητσοτάκης Μπασιάς) και Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) (Μάντακας, Μαρής, Σφακιωτάκης), που παρά τις βρετανικές ξενοκρατικές προσπάθειες διχασμού της Κρήτης, κατόρθωσαν να συνεργαστούν στον αγώνα κατά του κατακτητή. Έτσι στις 7 Νοεμβρίου 1943 υπογράφηκε μεταξύ τους η Συμφωνία Θερίσσου, στις 15 Σεπτεμβρίου 1944 η Συμφωνία της Τρομάρισσας και στις 3 Φεβρουαρίου 1945 η Συμφωνία του Φρέ.

Προς αντιμετώπιση της αυξανόμενης δράσης των ανταρτικών ομάδων, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις 8 Σεπτεμβρίου και τη φημολογούμενη συμμαχική απόβαση, οργανώθηκαν από τους γερμανούς μεγάλες πολεμικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Κρήτη, με ομοιόμορφη μεθοδολογία. Τα γερμανικά αποσπάσματα περικύκλωναν ολόκληρη την περιοχή και έστηναν μπλόκο σε κάθε χωριό, συγκέντρωνα τους κατοίκους στην πλατεία και αναζητούσαν πληροφορίες για τους αντάρτες. Στην αναμενόμενη αρνητική απάντηση των κατοίκων, λεηλατούσαν και πυρπολούσαν το χωριό, εκτελούσαν ένα σημαντικό αριθμό ανδρών και γυναικών και εκτόπιζαν τους υπόλοιπους.

Αλλά ήδη από τις 5 Ιουλίου 1943, μετά από διάφορες δολιοφθορές και το κτύπημα κατά του αεροδρομίου Τυμπακίου, είχε διαταχθεί από τον διοικητή Μπρόγιερ, η εκτέλεση 50 «βεβαρυμένων ατόμων». Ακολούθησε από τις 14 Σεπτεμβρίου η μεγάλη επιχείρηση κατά της επαρχίας Βιάνου, κατά την οποία εντός πέντε ημερών πραγματοποιήθηκαν περί τις 400 εκτελέσεις ανδρών, αλλά και γυναικών και παιδιών από ηλικία 14 ετών και άνω. Ειδικότερα σε Άγιο Βασίλειο 34,  Κάτω Σύμη 23, Πεύκο 160, Κρεβατά 21, Κεφαλοβρύσι 36, Καλάμι 2, Βαχό 22, Αμυρά 112, Κάτω Βιάννο 4, Άνω Βιάννο 6, Γδόχια 42, Χριστό 7, Ρίζα 21, Παρσά 7, Μύρτο 17, Μουρνιές 17, Μάλες 16 και αλλού. Ολόκληρη η περιοχή καταστράφηκε και οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν Στις 18 Αυγούστου άλλη επιχείρηση προς Ροδάκινο είχε  καταλήξει στην εκτέλεση 5 ανδρών και 2 γυναικών, τη λεηλασία, πυρπόληση και καταστροφή του χωριού.

Ακολούθως από τις 30 Σεπτεμβρίου διενεργήθηκε δεύτερη μεγάλη επιχείρηση προς Σέλινο, κατά την οποία εκτελέστηκαν ή φονεύτηκαν περί τους 50 άνδρες και γυναίκες των χωριών Κουστογέρακο, Μονή, Λιβαδάς, Τεμένια, Επανοχώρι, Ροδοβάνι, Σκάφη και Σούγια, λεηλατήθηκαν δε και καταστράφηκαν τα σπίτια τους και συνελήφθηκαν 200 κάτοικοι, που οδηγήθηκαν στις φυλακές Αγιάς. Στις 6 Οκτωβρίου καταστράφηκε και ο Καλλικράτης. Και την ίδια εποχή συντελέστηκε το αποτρόπαιο έγκλημα της Καλής Συκιάς, με την εκτέλεση 6 γυναικών, των οποίων έκαψαν τις σωρούς και κατάστρεψαν το χωριό.

Κατά το επόμενο έτος 1944 γιγαντώθηκε η κρητική αντίσταση και στις 26 Απριλίου εκτελέστηκε ο άθλος της απαγωγής του στρατηγού Κράιπε από το Ηράκλειο προς τη Μέση Ανατολή, από ανταρτικό απόσπασμα υπό την αρχηγία του άγγλου ταγματάρχη  Λή Φέρμορ. Η γερμανική αντίδραση εκδηλώθηκε αμέσως με την καταστροφή όλων των χωριών από όπου διέφυγε το απόσπασμα. Στις 3 Μαίου καταστράφηκε εντελώς το Μαγαρικάρι και τη επομένη μέρα λεηλατήθηκε και καταστράφηκε  η Λοχριά, εκτελέστηκαν 2 κάτοικοι, συνελήφθηκαν αρκετοί όμηροι και οι υπόλοιποι εκτοπίστηκαν. Στις 22 Μαΐου συνελήφθηκε ο ηγούμενος Αρκαδίου Διονύσιος, μαζί με άλλους κατοίκους και φυλακίστηκαν στο Ρέθυμνο. Στις 25 Μαΐου, σε μπλόκο στους Κάμπους, συνελήφθηκαν 70 όμηροι.

Tην ίδια εποχή συντελέστηκε και το αποτρόπαιο έγκλημα της εξόντωσης των εβραίων της Κρήτης. Κατά την 21 Μαΐου συνελήφθησαν όλοι οι εβραίοι κάτοικοι Χανίων, συνολικά 314, και κρατήθηκαν στις φυλακές Αγιάς. Από εκεί μεταφέρθηκαν στο Ηράκλειο και επιβιβάστηκαν στο υπό γερμανική σημαία πλοίο Τάναϊς με κατεύθυνση τον Πειραιά, από όπου θα οδηγούνταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μαζί με τους εβραίους επιβιβάστηκαν και περί τους 250 έλληνες όμηροι και ιταλοί αιχμάλωτοι. Στις 10 Ιουνίου το πλοίο εντοπίστηκε από βρετανικό υποβρύχιο, και τορπιλίστηκε, με αποτέλεσμα τον πνιγμό όλων των επιβατών.

Ακολούθησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κυρίως στις περιοχές Χανίων και Ρεθύμνου. Στις 20 Ιουλίου καταστράφηκε η Δαμάστα, όπου εκτελέστηκαν 37 κάτοικοι. Ακολούθως στις 13 Αυγούστου, με διαταγή του διοικητή Κρήτης Μύλλερ ενεργήθηκε η επιχείρηση «Αποχαιρετιστήρια τελετή-Όνειρο θερινής νυκτός», κατά την οποία καταστράφηκαν ολοκληρωτικά τα Ανώγεια, με χρήση πυροβολικού και αεροπορίας. Ακολούθησε η καταστροφή ολόκληρης της επαρχίας Αμαρίου με συνολικά 178 εκτελέσεις, λεηλασίες και κατασχέσεις.. Ειδικότερα, σε Γερακάρι 47, Βρύσες 29, Σκυλέ 3, Κορδάκι 6, Γουργούθι 1, Άνω Μέρος 38, Κρύα Βρύση 35, Σοκαρά 27, Κοξαρέ 1, και Σαχτούρια 16.  Στην επιχείρηση συμμετείχαν 4 λόχοι από μονάδες του 733 συντάγματος με τους αξιωματικούς Λόος, Κοχενχάουζερ, Καίλερ, Μπαουμγκάρντεν, Γιουνγκ, Σαντ, Μπρόμπαχ, καθώς και τον επικεφαλής της περιφερειακής Γκεστάπο Γκεράουερ (Πρακτικά 158, 204 επ.).

Στις 14 Αυγούστου, μετά από λεπτομερή διαταγή αντιποίνων προς πλήρη επιβολή της γερμανικής κυριαρχίας πιάστηκαν όλοι οι άρρενες κάτοικοι των Βουκολιών, και από εκεί οι γερμανοί προωθήθηκαν προς τα Ρούματα, όπου σκότωσαν 25 κατοίκους και στα Φλώρια άλλους 10, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα χωριά. Στις 21 Αυγούστου κατάστρεψαν και το Καμαράκι, κοντά στα Ανώγεια, και εκτέλεσαν 19 κατοίκους. Στις 27 Αυγούστου εκτελέστηκαν στον Κακόπετρο 23 κάτοικοι. Στις 28 Αυγούστου σε μπλόκο στη Μαλάθυρο συγκεντρώθηκαν 62 κάτοικοι και εκτελέστηκαν την επομένη, πλην ενός που διέφυγε κατά τύχη τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Στις 29 Αυγούστου βομβαρδίστηκε το Συρικάρι, σκοτώθηκαν 7 κάτοικοι και σφαγιάστηκε ένας γέροντας 84 ετών, ενώ την ίδια μέρα καταστράφηκε και το χωριό Κοξαρέ στο Ρέθυμνο. Και στις 30 Αυγούστου εκτελέστηκαν στα Περιβόλια 25 και στις 11 Σεπτεμβρίου στην Αγιά 54 χανιώτες όμηροι κομμουνιστές για αντίποινα στη δράση των ανταρτών.

Αλλά ήδη η μοίρα του πολέμου είχε κριθεί και οι γερμανοί της Κρήτης αναγκάστηκαν με βραδύ ρυθμό, να συμπτυχθούν στην περιοχή των Χανίων. Από τις 15 Αυγούστου είχε φθάσει στη Κρήτη ο διορισμένος από την κυβέρνηση του Καϊρου πρώτος στρατιωτικός διοικητής Κρήτης αντισυνταγματάρχης Νάθενας. Στις 11 Οκτωβρίου απελευθερώθηκε το Ηράκλειο και ακολούθησε μια νέα περίοδος κατοχής στη λεγόμενη Οχυρά Θέση Κρήτης, στα Χανιά, όπου εξακολούθησε τη δράση της η γερμανική διοίκηση, διατηρώντας όλα τα όπλα και τους άνδρες της, μέχρι τον Ιούλιο 1945. Η παράταση της κατοχής εδώ οφειλόταν στην αδυναμία εκκένωσης των γερμανικών δυνάμεων ελλείψει μεταφορικών μέσων και στις ραδιουργίες των άγγλων, που προωθούσαν αυτονομιστικά σχέδια για την Κρήτη.  Στο μεταξύ είχε διορισθεί γενικός διοικητής Κρήτης ο επίσκοπος Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθάγγελος, με συμφωνία άγγλων, ελλήνων και γερμανών, αλλά η στρατιωτική διοίκηση συνεχιζόταν κανονικά από τους γερμανούς, με τη συνεργασία και του λεγόμενου Τάγματος Χωροφυλακής Χανίων Παπαγιαννάκη.  Έτσι στις 22 Νοεμβρίου οι γερμανοί κτύπησαν την περιοχή των Κεραμειών, με 9 έλληνες νεκρούς, τους οποίους απανθράκωσαν και στις 3 Δεκεμβρίου λεηλατήθηκε η Πλάκα Αποκορώνου. Μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου εκτελέστηκαν άλλοι 7 πατριώτες.

Στις 7 Μαΐου υπογράφηκε στη Ρεμς η συνθηκολόγηση της Γερμανίας  και στις 10 Μαΐου υπογράφηκε στην Κνωσσό η συμφωνία παράδοσης των γερμανών και άρχισε η σταδιακή αποχώρηση τους από την Κρήτη. Αλλά την ίδια αυτή μέρα σκοτώθηκαν από τους γερμανούς δυο αντάρτες στο Πρόβαρμα, ενώ στις 28 Ιουνίου σκοτώθηκε στη Χρυσοπηγή ο τελευταίος έλληνας από γερμανικές σφαίρες, επτά εβδομάδες μετά το τέλος του πολέμου.

Αυτά είναι τα πραγματικά περιστατικά της γερμανικής δράσης στην Κρήτη κατά την περίοδο 1941-1945. Τα γεγονότα παρατίθενται γυμνά, χωρίς τις ιδιαίτερες συνθήκες, που θα προσέδιδαν ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος.  Διασταυρωμένα από πολλές ελληνικές, βρετανικές και γερμανικές πηγές, μολονότι δεν έχει υπάρξει μια επίσημη και αδιαμφισβήτητη καταγραφή και δεν έχουν δημοσιευθεί, αν υπάρχουν ακόμη, τα στρατιωτικά αρχεία και τα πρακτικά των στρατοδικείων, παραμένουν  τελείως ακλόνητα. Πιθανόν μερικοί  αριθμοί των θυμάτων να μην είναι απολύτως ακριβείς, είναι όμως βέβαιο ότι όλες γενικά οι πράξεις που αναφέρονται στις διάφορες τοποθεσίες έχουν διαπραχθεί. Είναι πιθανό επίσης τα στοιχεία αυτά να είναι και κατώτερα της πραγματικότητας, εφ΄ όσον αυτή είναι τώρα αδύνατο να αποδειχθεί. Αλλά τα γενικά αποδεκτά στοιχεία είναι αρκετά, ώστε να μπορούν να υπαχθούν σε μια νομική κρίση.

ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

Οι σχέσεις μεταξύ των εθνών, η ειρήνη και ο πόλεμος, ακολούθησαν μια μακρά εξελικτική πορεία, από τους αρχαιοελληνικούς θεσμούς μέχρι τις χριστιανικές αρχές, που η εκκλησία αντέτεινε στη βία των διεθνών σχέσεων. Η ρωμαϊκή pax romana δεν διέκρινε κανένα ίχνος ισότητας μεταξύ αυτοκρατορίας και άλλων λαών και έτσι η pax Dei έπαιξε τον ρόλο ενός ατύπου διεθνούς δικαίου, πριν από τη συγκρότηση των κρατών της νεοτερικότητας. Τότε εκφράζεται και η ανάγκη νομικών ρυθμίσεων των μεταξύ των σχέσεων, την οποία αποτυπώνουν οι νομομαθείς Βιτόρια με το δίκαιο της επικοινωνίας, Σουάρεζ με το δίκαιο των εθνών, Τζεντίλι με το δίκαιο της πρεσβεύσεως και Γκρότιους με το φυσικό δίκαιο. Ακολούθησε έκτοτε ο θετικισμός και ο τελικός συνδυασμός φυσικού και θετικού δικαίου. Ήδη με τις συνθήκες της Βεστφαλίας του 1648, καθιερώνονται οι αρχές της ανεξαρτησίας και ισότητας των κρατών, της πολιτικής ισορροπίας και των ειρηνικών σχέσεων μεταξύ τους και γεννάται το διεθνές δίκαιο. Η αμερικανική και η γαλλική επανάσταση διαμορφώνουν νέες αρχές κυριαρχίας, δικαιωμάτων εμπολέμων και διακρίσεως αμυντικού και κατακτητικού πολέμου. Από το τέλος των ναπολεόντειων πολέμων μέχρι το 1914 η διεθνής κοινωνία  καθιερώνει τον διακανονισμό των κοινών υποθέσεων δια συνεδρίων και τη διεύρυνση της διεθνούς κοινότητας, ώστε να καταστεί παγκόσμια και θεσπίζει σπουδαίους κανόνες διεθνούς δικαίου. Από τους πλέον αξιόλογους, η Σύμβαση της Γενεύης του 1864 περί των ασθενών και τραυματιών έν καιρώ πολέμου καθώς και οι Συνδιασκέψεις της Χάγης του 1899 και 1907 περί διαιτησίας, νόμων και εθίμων του πολέμου.

Από το τέλος του Α΄Π.Π. η Κοινωνία των Εθνών ανέλαβε να στεγάσει το ειρηνικό δημιούργημα του  νέου διεθνούς δικαίου. Το διεθνές δίκαιο θεμελιώθηκε σταθερά επί τριών βάσεων, τις διεθνείς συνθήκες, τα διεθνή έθιμα και τις γενικές αρχές δικαίου των πολιτισμένων εθνών. Προ παντός προσδιορίστηκε πλέον ο υποχρεωτικός νομικός χαρακτήρας των κανόνων διεθνούς δικαίου, η παράβαση των οποίων συνεπάγεται διεθνή ευθύνη, εν αντιθέσει προς τις αρχές της απλής διεθνούς ηθικής και της αβροφροσύνης. Πέρα δε των κρατών θεωρήθηκε και το άτομο ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου, σε ορισμένες περιπτώσεις. Αλλά το άκρως επιθετικό πνεύμα, η εγκληματική διαγωγή και οι καταστροφικές πολεμικές ενέργειες των χωρών του Άξονα, επέφεραν την κατάλυση όλων των αρχών της ειρήνης, της ευημερίας και του ανθρωπισμού των λαών.  Ώστε να απαιτείται πλέον να προσδιορίζονται επακριβώς οι ισχύοντες όροι διεξαγωγής του πολέμου, τα πολεμικά εγκλήματα και η επανόρθωση τους, επί τη βάσει πάντα του διεθνούς δικαίου.

Η ανθρωπότητα απομακρύνθηκε προ αιώνων από το δόγμα «inter arma silent leges» (ο νόμος σιωπά κατά τον πόλεμο). Και ο πόλεμος κρίνεται και ως προς τους λόγους  και τη νομιμότητά του και ως προς τον τρόπο και τα μέσα διεξαγωγής του. Ο πόλεμος είναι νόμιμος ή παράνομος και διεξάγεται δίκαια ή άδικα. Ειδικότερα, πέρα από  τη δικαιολογική βάση του πολέμου,  το Δίκαιο των Ενόπλων Συγκρούσεων ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εμπολέμων, προσπαθώντας να διατηρήσει μια ισορροπία μεταξύ της απαίτησης των κρατών για τη διεξαγωγή επιτυχών στρατιωτικών επιχειρήσεων και της απαίτησης της ανθρωπότητας για την αποφυγή κάθε μη απολύτως αναγκαίου δεινού. Οι κανόνες του πολέμου διαμορφώθηκαν αρχικά εθιμικά και κατόπιν κωδικοποιήθηκαν σε διεθνείς συμβάσεις, με πρώτη από αυτές τον Κώδικα Lieber του 1863 (Instructions for the Government of The United States in the Field). Στη συνέχεια συντάχθηκαν από πολλά κράτη εγχειρίδια ή Κανονισμοί περί δικαίου του πολέμου σε ξηρά και θάλασσα. Κατά τον Α΄Π.Π. η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία δημοσίευσαν κανονισμούς περί του δικαίου του πολέμου στη θάλασσα, και κατά τον Β΄Π.Π. συντάχθηκαν εσωτερικές νομοθεσίες περί δικαίου του πολέμου.

Μέχρι το 1945 το συμβατικό δίκαιο, περιλάμβανε τη Δήλωση των Παρισίων περί του κατά θάλασσα πολέμου (1864), τη Σύμβαση της Γενεύης περί της τύχης των τραυματιών (1868), τη Σύμβαση της Πετρουπόλεως περί απαγορεύσεως της χρήσης εκρηκτικών βλημάτων (1899), τη 2η Σύμβαση της Χάγης και τον προσαρτημένο Κανονισμό περί των νόμων και εθίμων του κατά ξηρά πολέμου (1899), την 3η Σύμβαση της Χάγης περί προσαρμογής στον κατά θάλασσα πόλεμο των αρχών της Συμβάσεως της Γενεύης της 22ας Αυγούστου 1864 (1899), τη Σύμβαση περί τραυματιών (αναθεώρηση της Σύμβασης του 1864) (1906), τις Συμβάσεις της Χάγης (1907), το Πρωτόκολλο της Γενεύης περί απαγορεύσεως της χρήσης ασφυξιογόνων, τοξικών ή παρόμοιων αερίων και βακτηριολογικών μέσων (1925), τη Σύμβαση της Συνδιασκέψεως της Αβάνας περί ουδετερότητας στον κατά θάλασσα πόλεμο (1928), τη Σύμβαση Γενεύης περί βελτίωσης της τύχης τραυματιών και ασθενών (1929), και το Πρωτόκολλο του Λονδίνου περί υποβρυχίου πολέμου (1936). Επιπλέον υιοθετήθηκαν διάφορα σχετικά κείμενα από  επιστημονικές ενώσεις ή σε διεθνείς συνδιασκέψεις (που όμως δεν επικυρώθηκαν), όπως η δήλωση των Βρυξελλών του 1874, το Εγχειρίδιο της Οξφόρδης του 1880, η Δήλωση του Λονδίνου του 1909, το Εγχειρίδιο των νόμων του κατά θάλασσα πολέμου του Ινστιτούτου του Διεθνούς Δικαίου του 1913,  η Συνθήκη της Ουάσιγκτον του 1922 και οι Κανόνες της Χάγης του εναέριου πολέμου του 1923.

Ειδικά για τα εγκλήματα πολέμου, μετά τον  Κώδικα Lieber, στον οποίο καταγράφηκαν  για πρώτη φορά οι πράξεις που θεωρήθηκαν εγκλήματα πολέμου, ακολούθησε η Διακήρυξη των Βρυξελών του 1874 και  προετοιμάστηκε το έδαφος για τις συμβάσεις της Χάγης. Κατά τη β΄ Συνδιάσκεψη της Χάγης του 1907 υπογράφηκαν 13 Συμβάσεις και μία Δήλωση, που αναφέρονται στο δίκαιο του πολέμου (πλην των δύο πρώτων). Η τρίτη Σύμβαση αναφέρεται στην έναρξη των εχθροπραξιών, η τέταρτη στους νόμους και τα έθιμα του κατά ξηρά πολέμου, η πέμπτη στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ουδετέρων Δυνάμεων και ιδιωτών, η έκτη στο καθεστώς των εχθρικών εμπορικών σκαφών κατά την έναρξη των εχθροπραξιών, η έβδομη στην  μετατροπή των εμπορικών σκαφών σε πολεμικά, η όγδοη στις υποβρύχιες νάρκες επαφής, η ένατη στον βομβαρδισμό των ναυτικών δυνάμεων, η δέκατη στην προσαρμογή των αρχών της Σύμβασης της Γενεύης επί του πολέμου στη θάλασσα, η ενδέκατη στον περιορισμό στην άσκηση δικαιώματος πολεμικών θαλασσίων λειών,  η δωδέκατη στην ίδρυση Διεθνούς Δικαστηρίου Λειών και η δέκατη τρίτη στα δικαιώματα των ουδετέρων Δυνάμεων στον κατά θάλασσα πόλεμο. Επιπλέον στις Συμβάσεις αυτές προσαρτήθηκαν και οι λεγόμενοι Κανονισμοί του χερσαίου πολέμου, ως έκφραση των γενικότερων αντιλήψεων περί της διεξαγωγής του πολέμου.

Ακολούθως η Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1919, περιέλαβε ειδική αναφορά στις παραβιάσεις των νόμων και εθίμων του πολέμου, προέβλεψε δε και την ποινική ευθύνη των πρωταιτίων, τόσο του ίδιου του Γερμανού του Αυτοκράτορα Γουλιέλμου όσο και των ανώτερων αξιωματούχων του γερμανικού κράτους. Τότε προτάθηκε για πρώτη φορά και η ίδρυση ενός Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και το 1928 έγινε αποδεκτό ένα σχέδιο καταστατικού του. Κατά το 1937 το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών υιοθέτησε δύο Συμβάσεις για την πρόληψη και τιμωρία των πράξεων της διεθνούς τρομοκρατίας και την ίδρυση διεθνούς ποινικού δικαστηρίου για την εκδίκαση των εγκλημάτων τρομοκρατίας και την επιβολή ποινών. Προς την κατεύθυνση αυτή συστάθηκαν μετά το πέρας του Β΄Π.Π. τα δύο Στρατιωτικά Δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκυο. Τα δικαστήρια αυτά μολονότι αποτέλεσαν οπωσδήποτε έκφραση «δικαιοσύνης των νικητών», καθόσον επιβλήθηκαν από τις νικήτριες δυνάμεις στους ηττημένους, εντούτοις εφάρμοσαν το ήδη γνωστό δίκαιο, που είχε παραβιασθεί κατά απαράδεκτο τρόπο. Ήδη στο Προοίμιο της Συμβάσεως της Χάγης  IV (1907), περιλαμβανόταν η ρήτρα Martens, η οποία διατυπώνει με ευρύτητα το περιεχόμενο της γενικής προστασίας των  κατοίκων και των εμπολέμων, υποκειμένων στις αρχές των νόμων των εθνών, των νόμων της ανθρωπότητας και τις επιταγές της δημόσιας συνείδησης. Έτσι κατά τις διαπραγματεύσεις για τη Συμφωνία του Λονδίνου της 8 Αυγούστου 1945 και της Συμφωνίας περί ρυθμίσεως του πολεμικού δικαστηρίου διαχωρίστηκαν οι σχετικές κατηγορίες κατά των υπαιτίων σε εγκλήματα κατά της ειρήνης, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Ειδικότερα, στον λεγόμενο Χάρτη της Νυρεμβέργης, ως εγκλήματα πολέμου καθορίστηκαν «οι παραβιάσεις των νόμων και εθίμων πολέμου, που περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται, σε φόνο, παράνομη μεταχείριση, απέλαση, υποδούλωση του άμαχου πληθυσμού, φόνο ή παράνομη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου ή ναυαγών, φόνους ομήρων, λεηλασίες δημόσιων ή ιδιωτικών περιουσιών, εκτεταμένες καταστροφές πόλεων ή κοινοτήτων ή καταστροφές που δεν υπαγορεύονται από στρατιωτική ανάγκη» (άρθρ. 6 β). Επιπλέον αναγνωρίστηκαν για πρώτη φορά τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (άρθρ. 6 γ), στα οποία κατά την ορθή ερμηνεία περιλαμβάνεται και η γενοκτονία, ως σκόπιμη και συστηματική εξόντωση αμάχου πληθυσμού  και εξόντωση φυλετικών και εθνικών ή θρησκευτικών ομάδων των κατεχόμενων εδαφών (Κατηγορητήριο της 8 Οκτωβρίου 1944 της Νυρεμβέργης).

Περαιτέρω κατά το δίκαιο των ενόπλων συγκρούσεων, η διεξαγωγή γενικά των εχθροπραξιών υπόκειται στην αρχή της διακρίσεως στρατιωτικών και πολιτικών στόχων, μαχομένων και αμάχων, προστατευμένων και ανοχύρωτων χώρων και συνεπώς απαγορεύεται κάθε επίθεση εναντίον των δεύτερων, υπό την έννοια οποιασδήποτε πράξεως βίας, είτε επιθετικής είτε και αμυντικής. Το Πρωτόκολλο Ι της Χάγης (1907) αναφέρεται γενικά  στη φύση των στρατιωτικών στόχων, τη χρήση τους ως αντικειμένων που συμβάλουν αποτελεσματικά στη στρατιωτική δράση  και τον σκοπό τους, όπως  αυτός προσδιορίζεται, είτε από την εγγενή φύση τους είτε από την πραγματική (de facto) χρήση τους ως στρατιωτικών στόχων. Μολονότι οι στρατιωτικοί στόχοι προσδιορίστηκαν το 1923, με τους Κανόνες της Χάγης για τον αεροπορικό πόλεμο, είναι προφανές ότι εθιμικά αυτοί οι κανόνες επεκτείνονται και στον χερσαίο και στον θαλάσσιο πόλεμο, ώστε να εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση.

Αντιθέτως πολιτικά αντικείμενα νοούνται όλα όσα από τη φύση τους χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τον άμαχο πληθυσμό, όπως τόποι λατρείας (εκκλησίες, τεμένη, συναγωγές), σχολεία, νοσοκομεία, πολιτιστικοί χώροι και μουσεία, καθώς και οι οικισμοί των κατοίκων χωριών ή πόλεων, τρόφιμα και αποθέματα νερού για αμάχους. Και τα αντικείμενα αυτά δεν αποτελούν ποτέ νόμιμους στρατιωτικούς στόχους.

Κατά το δίκαιο των ενόπλων συγκρούσεων διακρίνονται απολύτως τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων και  τα μέλη των αντιστασιακών κινημάτων από τους αμάχους (τα πρόσωπα που ανήκουν στην “levée en masse”). Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο  των προσαρτημένων Κανονισμών για τον σεβασμό των νόμων και εθίμων του πολέμου  της Συμβάσεως της Χάγης ΙV (1907) για να χαρακτηριστεί κάποιος μαχητής πρέπει να ανήκει είτε στις τακτικές ένοπλες δυνάμεις, είτε στις εθνοφρουρές είτε και στα σώματα εθελοντών. Η τελευταία περίπτωση αναφέρεται στην πολιτοφυλακή, που ενεργεί νομίμως εφόσον  οι  μαχητές της πληρούν τους  ακόλουθους όρους : Διατελούν υπό υπεύθυνη διοίκηση, φέρουν διακριτικό έμβλημα (ορατό από απόσταση), οπλοφορούν φανερά, τηρούν τους νόμους και τα έθιμα του πολέμου κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων. Κατά τη ρητή δε διάταξη του επομένου άρθρου 2, «Οι κάτοικοι μιας περιοχής που δεν έχει καταληφθεί, οι οποίοι, όταν πλησιάζει ο εχθρός, παίρνουν αυθόρμητα τα όπλα για να αντισταθούν στα στρατεύματα εισβολής χωρίς να έχουν προλάβει να οργανωθούν σύμφωνα με το άρθρο 1, θεωρούνται εμπόλεμοι αν φέρουν όπλα ανοιχτά και αν σέβονται τους νόμους και τα έθιμα του πολέμου».

Ειδικά για το στρατιωτικό προσωπικό προβλέπεται κατά το Πρωτόκολλο Ι της Συμβάσεως Χάγης (1907), η απαγόρευση της εξαπολύσεως βλημάτων και εκρηκτικών υλικών από αερόστατο ή με άλλο τρόπο, η απαγόρευση θανατώσεως  μαχητή ο οποίος αφήνει τα όπλα, απαγορεύεται δε η διαταγή ότι δεν θα υπάρξουν επιζώντες (άρθρ. 23), η απαγόρευση επίθεσης κατά προσώπου  το οποίο αναγνωρίζεται ως εκτός μάχης (hors de combat) (άρθρ. 41) και η επίθεση κατά αλεξιπτωτιστή αεροσκάφους σε κίνδυνο κατά την κάθοδο (άρθρ. 42).

Ο άμαχος πληθυσμός, όπως επίσης και μεμονωμένοι ιδιώτες δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο επιθέσεως. Πράξεις βίας ή απειλές βίας ως πρωταρχικός σκοπός των οποίων είναι η εξάπλωση του τρόμου μεταξύ του αμάχου πληθυσμού απαγορεύονται. Οι επιθέσεις μάλιστα εναντίον του άμαχου πληθυσμού και των αστικών στόχων απαγορεύονται όχι μόνο όταν είναι άμεσες και σκόπιμες, αλλά και όταν είναι άνευ διακρίσεως. Εξ άλλου κατά τη Σύμβαση της Γενεύης (ΙV),  τα προστατευόμενα πρόσωπα δικαιούνται σε κάθε περίπτωση σεβασμό προς το πρόσωπο, την τιμή, τα οικογενειακά δικαιώματα, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και λατρείες και τις συνήθειες και τα έθιμα αυτών (άρθρ. 27). Το άρθρο 3, κοινό και στις τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης, απαγορεύει καθ’ οιονδήποτε χρόνο και τόπο την προσβολή του δικαιώματος στη ζωή.

Επιπλέον κατά τις διατάξεις της Συμβάσεως Γενεύης (IV), παρέχεται ειδική προστασία στις γυναίκες, εναντίον οποιαδήποτε επιθέσεως κατά την τιμής τους, ιδίως εναντίον κάθε πράξης βίας, εξαναγκασμού σε πορνεία, ή οποιαδήποτε μορφής άσεμνης επιθέσεως. Εξ άλλου κατά τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου Ι, τα παιδιά αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερου σεβασμού και προστατεύονται απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή ανάρμοστης επίθεσης. Τα παιδιά τα οποία δεν έχουν συμπληρώσει την ηλικία των 15 ετών δεν θα λαμβάνουν απευθείας μέρος στις εχθροπραξίες και συγκεκριμένα τα εμπόλεμα μέρη θα αποφεύγουν να τα στρατολογούν στις ένοπλες δυνάμεις τους (άρθρ. 77). Τέλος κατά τις διατάξεις της Συμβάσεως Γενεύης (Ι) προστατεύονται όλα τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων καθώς και τα άλλα πρόσωπα, που είναι τραυματίες ή ασθενείς, τα οποία πρέπει να είναι σεβαστά και προστατευμένα σε κάθε περίπτωση (άρθρ. 12).

Αντιθέτως οι εμπόλεμοι οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα ώστε να αποφεύγονται οι απώλειες αμάχων και αστικών στόχων. Σε αυτά περιλαμβάνεται η προστασία στόχων απαραίτητων για την επιβίωση του άμαχου πληθυσμού, και απαγορεύεται η λιμοκτονία αμάχων ως μέθοδος πολέμου, η επίθεση, η καταστροφή, ή η απομάκρυνση αστικών αντικειμένων απαραιτήτων στην επιβίωση του άμαχου πληθυσμού, όπως τρόφιμα, αγροτικές περιοχές για την παραγωγή τροφίμων, εσοδείες, ζώα, εγκαταστάσεις και παροχές πόσιμου νερού και αρδευτικά έργα, με τον ειδικό σκοπό της στερήσεως βασικών αγαθών επιβίωσης, από τον άμαχο πληθυσμό ή το αντίπαλο Μέρος, οποιοδήποτε και αν είναι το κίνητρο, είτε είναι αυτό η εκδίωξη των αμάχων δια της λιμοκτονίας, ή η απομάκρυνσή τους από στρατιωτικό στόχο, ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο (άρθρ. 54).

Τέλος τα θέματα προστασίας των πολιτιστικών αγαθών σε περίοδο πολέμου ρυθμίστηκαν αρχικά από τις  Συμφωνίες της Χάγης των ετών 1899 και 1907, και το Πρωτόκολλο Ι, ακολούθησαν δε κατά τον μεσοπόλεμο σχετικά το ψήφισμα των Αθηνών,  η Χάρτα των Αθηνών και το Σύμφωνο της Ουάσιγκτον. Οι τόποι λατρείας, τα σχολεία,  και γενικά τα πολιτικά αντικείμενα, τα οποία αποτελούν την πολιτιστική ή πνευματική κληρονομιά των χωρών, αποκλείονται από κάθε επίθεση, οι δε εμπόλεμοι οφείλουν να λαμβάνουν προς τούτο   κατάλληλα προληπτικά μέτρα (άρθρ. 52). Ανοίγεται έτσι ο δρόμος και για την  προστασία του φυσικού περιβάλλοντος από τις συνέπειες του πολέμου και για το μεταγενέστερο γενικότερο ανθρωπιστικό δίκαιο.

Εν γένει, κατά το δίκαιο του πολέμου, η στρατιωτική αναγκαιότητα δικαιολογεί μόνο τα μέτρα που δεν απαγορεύονται από το δίκαιο των ενόπλων συγκρούσεων και που απαιτούνται για την κατίσχυση έναντι του εχθρού. Πέραν δε της αρχής διακρίσεως στρατιωτικών και πολιτικών στόχων επιβάλλεται και η λεγόμενη αρχή της αναλογικότητας, η  οποία έχει χαρακτηρισθεί  ως η ουσία του δικαίου των ενόπλων συρράξεων. Η αρχή αυτή αποτελεί μια γενική προσπάθεια εξισορρόπησης των αντικρουόμενων στρατιωτικών και ανθρωπιστικών συμφερόντων (στρατιωτικής αναγκαιότητας και ανθρωπισμού), και αποβαίνει περισσότερο σημαντική σε σχέση με την μείωση των παράπλευρων ζημιών που προκαλούνται από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των αντιπάλων. Θεωρείται ότι είναι μέρος του εθιμικού δικαίου των ενόπλων συγκρούσεων και αντανακλάται στους κανόνες της Χάγης περί Αεροπορικού Πολέμου του 1923 και κατ΄ επέκταση σε ολόκληρο το πολεμικό πεδίο.

Ιδιαίτερη σημασία για την αξιολόγηση των εγκλημάτων πολέμου έχει το  ζήτημα των αντιποίνων, το πρόβλημα της συμμόρφωσης σε διαταγή και το θέμα της παραγραφής. Μολονότι μετά τον Β΄ Π.Π. δεν επιτρέπονται πλέον κατά τον πόλεμο τα αντίποινα, η μέχρι τότε θεωρία και πρακτική δεν υπήρξε σύμφωνη. Μετά από πολλούς αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας, κατά τους οποίους η ανταπόδοση μιας αδικίας με μια άλλη ισοδύναμη, αποτελούσε επιτρεπόμενη αντίδραση, ήδη από την εποχή των ναπολεοντείων πολέμων άρχισε ο προβληματισμός για το επιτρεπτό, την έκταση και το περιεχόμενο των πολεμικών αντιποίνων. Στις συνδιασκέψεις της Χάγης μάλιστα εξετάστηκαν και σχέδια κωδικοποίησης διατάξεων περί αντιποίνων, χωρίς να γίνουν τελικά αποδεκτά. Ώστε αφέθηκε το ζήτημα να κρίνεται κατά το εθιμικό διεθνές δίκαιο. Των κυρίων αντιποίνων  διακρίνονται βέβαια τα εν ειρήνη διπλωματικά αντίποινα, όπως και τα εν πολέμω κατά στρατιωτικών στόχων εν γένει αντίποινα. Τα αντίποινα, ως εγκλήματα πολέμου, στρέφονται αποκλειστικά κατά του αντιπάλου πολιτικού προσωπικού και δή προσώπων κατά κανόνα αθώων. Στο Προοίμιο του Κανονισμού Χερσαίου πολέμου της Χάγης, διατυπώθηκε η γενική αρχή ότι μέχρι να θεσπισθεί ένας πληρέστερος κώδικα πολεμικής νομοθεσίας, ο οποίος  να περιλαμβάνει προφανώς και τα αντίποινα, «οι πληθυσμοί και οι εμπόλεμοι παραμένουν υπό την προστασία των ισχυουσών αρχών του διεθνούς δικαίου, όπως αυτοί έχουν διαμορφωθεί από τα ήθη που ισχύουν μεταξύ πολιτισμένων κρατών, από τους ανθρώπινους νόμους και τις απαιτήσεις της δημόσιας συνείδησης». Από τη διατύπωση αυτή, καθώς και από το σύνολο των νομικών, κοινωνικών, θρησκευτικών και πνευματικών αντιλήψεων, που επικρατούσαν κατά την εποχή του πολέμου τότε στα πολιτισμένα κράτη, συνεπάγεται η απόρριψη και όχι η αποδοχή των αντιποίνων. Η βία, η σύλληψη, η φυλάκιση, η εκτόπιση, η εν γένει κακομεταχείριση, και ιδίως η θανάτωση, στρεφομένη κατά αθώων ανθρώπων, χωρίς καμιά ανάμειξη στις πολεμικές επιχειρήσεις, δεν έχει θέση στη συνείδηση της ανθρωπότητας. Αλλά και αντίποινα κατά αιχμαλώτων πολεμιστών υπό οποιαδήποτε μορφή, δεν νοούνται. Αποδοχή αντιποίνων, έστω και εν αμφιβολία περί της μη ενοχής τους, κατά πολιτών εν γένει, θα προσέκρουε όμως και  στις βασικές δικαιικές αρχές του ρωμαϊκού δικαίου, του οποίου η γερμανική επιστήμη επικαλείται από την εποχή ήδη του Α΄ Ράϊχ υπερηφάνως τη συνέχιση. Μεταξύ αυτών η αρχή in dubio pro reo (τεκμήριο αθωότητας εν αμφιβολία), όπως μεταφράζεται στη λαϊκή ρήση, ως «προτιμότερη η αθώωση δέκα ενόχων παρά η καταδίκη ενός αθώου», θα έπαυε να ισχύει, αφαιρώντας έτσι και τη στέγη του ρωμαϊκού δικαίου  από ολόκληρο το  λαμπρό οικοδόμημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, μαζί με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και τη χριστιανική διδασκαλία. Επομένως γενικές απόψεις περί του κατ΄ αρχήν επιτρεπτού των αντιποίνων, που προβάλλονται από οποιαδήποτε πλευρά και δή από γερμανικά δικαστήρια (Πρακτικά, 66), χωρίς να εξειδικεύουν επαρκώς τα αντίποινα ως πολεμικά εγκλήματα και μόνο και χωρίς να εξετάζουν τα αντίποινα αυτά εντός του πλαισίου της εξελίξεως του καθόλου πολιτισμού της Ευρώπης και του πολιτισμένου κόσμου δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.

Αλλά και υπό το πρίσμα του κατά αρχήν αποδεκτού των αντιποίνων, ως εσχάτου αναγκαίου μέτρου για τη συμμόρφωση του πληθυσμού προς τις κατοχικές δυνάμεις, τίθενται και από τους υποστηρικτές τους πάντοτε σοβαρές προϋποθέσεις, οι οποίες δεν συντρέχουν στην περίπτωση των αντιποίνων στην Κρήτη: Η παραβίαση δεσμευτικών κανόνων του πολέμου από μέρος του εντοπίου πληθυσμού. Η αναγκαιότητα των αντιποίνων προς αποτροπή περαιτέρω παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου. Η εκτέλεση αντιποίνων κατά διαταγή αρμοδίων. Ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας.

Και περί μεν της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, πέραν των άλλων αντιποίνων, η εκτίμηση λόγου χάρη της αξίας της ζωής  ενός γερμανού ως ίσης προς την αξία της ζωής 100 ή 50 η και ολιγότερων κρητών δεν μπορεί καν να υποστηριχθεί σοβαρά. Δευτερεύον είναι το ζήτημα της αρμοδιότητας προς εκτέλεση αντιποίνων, αναγόμενο στις εσωτερικές σχέσεις των κατοχικών δυνάμεων. Όπως προέκυψε, τα αρχικά αντίποινα και μέρος των μεταγενέστερων, διατάχθηκαν από διοικητές μονάδων, ενώ πλείστα εκτελέστηκαν με αποφάσεις των εκτάκτων στρατοδικείων. Αλλά απόφαση στρατοδικείου που επιβάλλει αντίποινα, παρά το καθήκον του να επιβάλλει ποινές για παράνομες και μόνον πράξεις, προφανώς προς επίφαση κάποιας νομιμότητας, αντί να μειώνει το βάρος της ευθύνης των γερμανικών πολεμικών εγκλημάτων, επιτείνει μέχρι την άρση της την έννοια της δικαιοσύνης. Αλλά ούτε και η επιβολή των αντιποίνων υπήρξε αναγκαία, αλυσιτελής και απαραίτητη για την επίτευξη των γερμανικών στόχων της κάμψεως της θελήσεως του κρητικού λαού για ελευθερία, όπως αποδείχθηκε από τη συνέχιση των αντιστασιακών πράξεων καθ΄ όλο το διάστημα της κατοχής,  παρά τα όποια σκληρότατα αντίποινα, εκτός αν ως αντίποινα θεωρήσομε την ολοκληρωτική εξαφάνιση πληθυσμών και περιοχών, πράγμα το οποίο όμως ουδείς περιλαμβάνει στην έννοια των αντιποίνων. Απομένει το ζήτημα της ορθής εκτίμησης της μορφής του εν γένει κρητικού παλλαϊκού αγώνα, ως  εντός ή εκτός των συμβατικών ή εθιμικών κανόνων διεξαγωγής του πολέμου. Και ναι μέν η πλήρης οργάνωση της Πολιτοφυλακής δεν κατέστη δυνατή, ούτε βεβαίως θα ήταν δυνατόν να αξιώσει κανείς την ύπαρξη του περιβραχιονίου, για να αρθεί η ευθύνη των πολεμιστών για την επικαλούμενη παραβίαση του διεθνούς δικαίου. Το δικαίωμα πάντως της αυθόρμητης αντίστασης των κατοίκων αναγνωρίζεται ρητά. Και όπως γίνεται δεκτό από όλες τις πλευρές κατά τους πολέμους ισχύουν και τα έθιμα του πολέμου, που ανήκουν και αυτά στους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Η απαίτηση σιωπηρής, πειθαρχικής και εκούσιας υποταγής του κρητικού λαού στην υλική δύναμη του κατακτητή δεν μπορεί να βρεί στήριγμα σε οποιαδήποτε στιγμή της ιστορίας του. Αντιθέτως η διαρκής αντίσταση με κάθε μέσο αποτελεί την πεμπτουσία της ιστορίας, των εθίμων και του πολιτισμού της Κρήτης. Κατά συνέπεια και η αντίσταση κατά τη Μάχη της Κρήτης και την Κατοχή αποτελεί επιβαλλόμενη από τη λαϊκή συνείδηση εφαρμογή των πολεμικών κρητικών εθίμων, κατατασσομένων εντός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου και δεν αποτελεί παραβίαση των κανόνων του. Το δικαίωμα άλλωστε προς αντίσταση ολοκλήρου του ελληνικού λαού αναγνώρισε εμμέσως και ο ίδιος ο ηγέτης του ναζισμού, με τη διαταγή της απαγόρευσης της αιχμαλωσίας του ελληνικού στρατού, μετά την πτώση του μετώπου. Οι γερμανοί κατήλθαν αρχικά στην Ελλάδα δήθεν ως ηρακλειδείς του βορρά, που επέστρεφαν στην πατρίδα τους και δεν θα έπρεπε να αγνοούν τους μακρούς αγώνες τους, που ακολούθησαν στην ιστορία. Η από αυτούς επίκληση δήθεν του διεθνούς δικαίου, δεν αρμόζει στην περίπτωση της Κρήτης, όπου αντιθέτως επιβάλλεται ο σεβασμός της πολεμικής αρετής των αντιπάλων τους, που τους αντιμετώπισαν  ηρωϊκά, αψηφώντας την υλική τους δύναμη.

Εξ άλλου τα προταθέντα προς υπεράσπιση των κατηγορουμένων για εγκλήματα πολέμου γερμανών  αξιωματικών, περί εκτελέσεως διαταγών και περί παραγραφής, δεν υποστηρίζονται  από τους σχετικούς  ορισμούς του στρατιωτικού ποινικού κώδικα, ούτε και του ποινικού δικαίου εν γένει. Το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών δεν εκτείνεται στα εγκλήματα πολέμου, ούτε είναι δυνατή η συναγωγή επιχειρημάτων από αυτές, επειδή η φύση των πολεμικών εγκλημάτων διαφέρει καθ΄ όλα από τα εγκλήματα του κοινού ποινικού και στρατιωτικού δικαίου. Εν πρώτοις κατά την ορθότερη άποψη, αποκλείεται πλήρως η παραγραφή των εγκλημάτων πολέμου, ως μη συνάδουσα προς την ειδικότερη απαξία τους, σε σχέση με το κοινό έγκλημα και λόγω της επιτακτικής ανάγκη καταπολεμήσεως της εγκληματικής συμπεριφοράς των υπαιτίων. Αλλά ακόμη και υπό την επιεικέστερη εκδοχή της αποδοχής της παραγραφής, όμως κατά τον μεταγενέστερο γερμανικό Νόμο περί των Διώξεων,  του 1947,   η τρέχουσα παραγραφή διακόπηκε κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 1933 μέχρι Ιούνιο 1945, ώστε να επεκταθεί για αρκετό διάστημα η δυνατότητα ποινικής διώξεως των υπαιτίων. Ομοίως και η προσταγή, εφ όσον ανάγεται σε εγκλήματα πολέμου, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί καν  σε αυτά, εφ όσον από τη φύση των εγκλημάτων αυτών διακρίνεται χωρίς καμία δυσχέρεια ο εγκληματικός χαρακτήρας τους και δεν απαιτείται καθόλου η εξέταση των ορίων της της εξουσίας του προστάζοντος ή της νομιμότητας της διαταγής κατά τη στρατιωτική νομοθεσία. Επ΄ αυτού, κατά τις διατάξεις του Κανονισμού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης ορίστηκε ότι «το γεγονός ότι ένας κατηγορούμενος εξετέλεσε διαταγή του κράτους ή των προϊσταμένων του δεν τον απαλλάσσει της τιμωρίας, μπορεί όμως να κριθεί επιεικώς» (άρθρ. 8). Κατά την άποψη μάλιστα του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Πολωνίας η οποία αναπτύχθηκε και κατά τη δίκη των γερμανών Στρατηγών της Νοτιοανατολικής πτέρυγας, η κατοχή ξένων κρατικών εδαφών, ως αποτέλεσμα παρανόμου επιθετικού πολέμου δεν στοιχειοθετεί κανενός είδους δικαιώματα για τις κατοχικές δυνάμεις. Αντιθέτως κατοχυρώνει  ένα εντελώς γενικό νόμιμο δικαίωμα αμύνης με όλα τα μέσα για τον υπό κατοχή πληθυσμό.

Αυτονόητη τέλος είναι και η ευθύνη της επιτιθεμένης  χώρας για την αποκατάσταση κάθε ηθικής και υλικής ζημίας που προκλήθηκε από τη δράση του στρατιωτικού της προσωπικού, είτε κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων είτε κατά την ενάσκηση της κατοχής,  δια πράξεων ή παραλήψεων, δι΄ εκτελέσεως διαταγών ή και δια ατομικών ενεργειών, εναντίον προσώπων και πραγμάτων.

Οι επανορθώσεις για παραβιάσεις του Ανθρωπιστικού Δικαίου καθιερώθηκαν ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα και έκτοτε αποτελούν γενικό κανόνα εθιμικού δικαίου, που κωδικοποιήθηκε για πρώτη φορά με το άρθρο 3 της  Σύμβασης της Χάγης (IV) 1907, το οποίο  ορίζει:« Το εμπόλεμο μέρος το οποίο παραβιάζει τις διατάξεις του ρηθέντος κανονισμού , θα υποχρεούται , αν συντρέχει λόγος, σε αποζημίωση, θα είναι δε υπεύθυνο για όλες τις πράξεις που τελέστηκαν από πρόσωπα που συμμετέχουν στις ένοπλες δυνάμεις του». Επομένως προκύπτει ότι ο ζημιωθείς και δικαιούχος της αποζημίωσης μπορεί να είναι νομικό ή φυσικό πρόσωπο.

H γενική αρχή της ευθύνης, που καθιερώνεται εθιμικά στο διεθνές δίκαιο, προβλέπει την ανόρθωση κάθε αδίκως προκληθείσας ζημίας. Αποτέλεσμα της διεθνούς ευθύνης είναι η ικανοποίηση της προσβολής και η επανόρθωση είτε με αποκατάσταση των πραγμάτων, είτε αν τούτο είναι αδύνατο, με καταβολή αποζημιώσεως. Και ναι μέν αρχικώς η διεθνής ευθύνη παρέμεινε ευθύνη κράτους έναντι κράτους, κατόπιν όμως η ευθύνη επεκτάθηκε και στην ευθύνη ατόμων έναντι κράτους, καθώς και στην ευθύνη κράτους έναντι ατόμων, ώστε να καλύπτονται από το διεθνές δίκαιο όλες οι περιπτώσεις ευθύνης.

Τα γερμανικά εγκλήματα πολέμου στην Κρήτη προκύπτουν επομένως κατά αδιαμφησβήτητο τρόπο από την παράθεση των περιστατικών που διαδραματίστηκαν στο νησί κατά την περίοδο της Μάχης, της Κατοχής και της Αντίστασης, υπαγομένων κάτω από το πλέγμα των κανόνων του διεθνούς δικαίου, του δικαίου του πολέμου και της πανανθρώπινης συνείδησης. Το έγκλημα όμως συνεπάγεται ευθύνη και η ευθύνη αυτή που βαρύνει, εκτός από τα εγκληματικά πρόσωπα και το κράτος, από όπου προήλθαν, πρέπει να αποδοθεί.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

Το ζήτημα των συνεπειών του πολέμου και της ευθύνης της Γερμανίας για τα δεινά που προκαλούσε με αυτόν, άρχισε να συζητείται ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η λεγόμενη Διακήρυξη του Ατλαντικού, που υπογράφηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και τη Μεγάλη Βρετανία στις 14 Αυγούστου 1941 και έγινε αποδεκτή και από τη Σοβιετική Ένωση στις 24 Σεπτεμβρίου 1941, περιλαμβάνει την απόρριψη εδαφικών ή άλλων διεκδικήσεων και αλλαγών, καθώς και τον σεβασμό του δικαιώματος των λαών να επιλέγουν τον τρόπο διακυβέρνησης τους. Οι αρχές του Χάρτη του Ατλαντικού υιοθετήθηκαν και από άλλα 26 κράτη με τη Διακήρυξη της Ουάσιγκτων  της 1 Ιανουαρίου 1942. Ακολούθησε η Διακήρυξη της Μόσχας της 2 Νοεμβρίου 1943, με την οποία οι «τρεις  μεγάλοι» καθόρισαν την ευθύνη των αξιωματικών, στρατιωτών και στελεχών των ναζιστικών οργανώσεων για τα πολεμικά τους εγκλήματα και την έκδοσή τους στις πληγείσες χώρες για να δικαστούν στον τόπο των εγκλημάτων τους, αναφέροντας εξαιρετικά την Κρήτη. Προς το τέλος δε του πολέμου, με τη Συμφωνία της Γιάλτας, μεταξύ ΕΣΣΔ, ΗΠΑ και Μεγ. Βρετανίας, στις 11 Φεβρουαρίου 1945, καθορίστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές οργάνωσης του μεταπολεμικού κόσμου, η λήψη μέτρων για την οριστική εξάλειψη του ναζισμού και του γερμανικού μιλιταρισμού και η τιμωρία των εγκλημάτων πολέμου, καθώς και η καταβολή προς τα θύματα του πολέμου πολεμικών επανορθώσεων.

Με τη Συμφωνία του Λονδίνου, μεταξύ των «τεσσάρων μεγάλων νικητριών δυνάμεων», ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Μ. Βρετανίας και Γαλλίας, στις 8 Αυγούστου 1945, καθορίστηκαν τά γερμανικά εγκλήματα και η διαδικασία εκδικάσεως τους από το Διεθνές Στρατοδικείο της Νυρεμβέργης, στο οποίο παραπέμφθηκαν οι πολιτικοί και στρατιωτικοί  ηγέτες της ναζιστικής Γερμανίας. Μετά από μακρά διαδικασία το Δικαστήριο εξέδοσε την απόφαση του, με την οποία επέβαλε τη θανατική ποινή στους κύριους κατηγορούμενους, τον αρχιστράτηγο υπαρχηγό του κράτους  Χ. Γκαίρινγκ, τον αρχιστράτηγο Β. Κάϊτελ, τον αρχιστράτηγο Α. Γιοντλ, τον υπουργό εξωτερικών Φον Ρίμπεντροπ, τους υπουργούς και στρατηγούς  των Ες-Ες Ρ. Έςς, Ε. Καλτενμπρούνερ, Α. Ρόζενμπεργκ, Χ. Φρανκ, Β. Φρικ,  Ι. Στράϊχερ, Φ. Σάουκελ, Α. Σάϊς-Ίνκουαρτ και Μ. Μπόρμαν,  καθώς και μικρότερες ποινές στους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Παραλλήλως όλα τα κράτη στα οποία διαπράχθηκαν γερμανικά εγκλήματα πολέμου κινητοποιήθηκαν για την αναζήτηση ευθυνών και τιμωρία των υπολοίπων υπαιτίων.

Από ελληνικής πλευράς, στις 18 Οκτωβρίου 1944, ο πρωθυπουργικός Λόγος  της Απελευθερώσεως, χάραξε την κατεύθυνση προς την αποκατάσταση της μνήμης των θυμάτων των βαρβάρων, την εθνική και οικονομική ανόρθωση και την τιμωρία των ενόχων προδοτών της πατρίδας. Με τον Α.Ν. 384/1945 συστάθηκε το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου (ΕΕΓΕΠ), υπό την εποπτεία του Υπουργού Δικαιοσύνης,  με σκοπό την εξακρίβωση όλων των εγκλημάτων πολέμου που είχαν διαπραχθεί κατά τη διάρκεια του Β΄Π.Π. από όργανα των εχθρικών κρατών κατά φυσικών ή νομικών προσώπων εντός της ελληνικής επικράτειας και ελλήνων υπηκόων στο εξωτερικό (άρθρ. 1). Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με τη συντακτική πράξη 73/1945, η οποία εξειδίκευε την έννοια του εγκλήματος πολέμου, όριζε την τιμωρία των ενόχων κατά περίπτωση, διαχωρίζοντας τα είδη των εγκλημάτων  και συνιστούσε στην Αθήνα Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου.

Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του το Γραφείο αυτό κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει κατηγορίες και να ασκήσει διώξεις για 800 γερμανούς στρατιωτικούς, πέραν δε των συλληφθέντων εντός της χώρας, προώθησε προς τις συμμαχικές αρχές αιτήματα για την έκδοση και την παραπομπή σε δίκη των ευρισκομένων στο εξωτερικό. Υπό τον τίτλο Εγκληματίαι πολέμου Κρήτης περιλήφθηκαν στους καταλόγους αυτούς 4 στρατηγοί, 4 συνταγματάρχες, 1 αντισυνταγματάρχης, 2 ταγματάρχες, 9 λοχαγοί, 16 ανθυπολοχαγοί, ανθυπασπιστές και λοιποί υπαξιωματικοί, 27 άλλοι υπαξιωματικοί και 40 ιδιώτες ή στρατιωτικοί μηχανικοί. Μεταξύ αυτών οι πέντε στρατηγοί διοικητές Κρήτης, οι αρμόδιοι υποχρεωτικής εργασίας και ο αρχηγός του ειδικού σώματος Σούμπερτ. Από αυτούς εκδόθηκαν στην Ελλάδα οι διοικητές Μπρόγιερ και Μύλλερ, και παραπέμφθηκαν στο Ειδικό Στρατοδικείο στην Αθήνα τον Οκτώβριο 1946, καταδικάστηκαν για πλήθος εγκλημάτων  πολέμου και εκτελέστηκαν στην Αίγινα στις 20 Μαίου 1947, έκτη επέτειο της Μάχης της Κρήτης. Συνελήφθη επίσης και ο περιβόητος Σούμπερτ, που καταδικάστηκε 271 φορές σε θάνατο και εκτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη στις 22 Οκτωβρίου 1947.

Ήδη όμως οι εξελίξεις του ελληνικού εμφυλίου και οι γενικότερες διεθνείς ανακατατάξεις του Ψυχρού Πολέμου, επίδρασαν αρνητικά στην πορεία της τιμωρίας των εγκλημάτων πολέμου, που θεωρήθηκε βλαπτική για την ελληνογερμανική οικονομική συνεργασία και την πολιτική κατά του ανατολικού μπλοκ. Έτσι ο διοικητής Στούντεντ καταδικάστηκε από αγγλικό δικαστήριο σε πενταετή φυλάκιση, αφέθηκε ελεύθερος λίγο αργότερα και χρημάτισε μάλιστα ειδικός σύμβουλος του στρατηγού Αϊζενχάουερ και του καγκελαρίου Αντενάουερ. Εξ άλλου ο διοικητής Αντρέ εκδόθηκε στην Ελλάδα μόλις το 1947, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και με τη χάρη που του δόθηκε εξέτισε ποινή τετραετούς κάθειρξης. Και ο διοικητής Μπέντακ δεν εκδόθηκε στην Ελλάδα ούτε διώχθηκε καθόλου για τη δράση του.

Στα πλαίσια άλλωστε της νέας ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, υπό την πίεση των συμμάχων και των δυτικογερμανών, με την προβολή του πνεύματος παύσης της «αναμοχλεύσεως των παθών», και της ελληνογερμανικής φιλίας, εκδόθηκε αρχικά ο Α.Ν. 1860/1951 για την αναθεώρηση των δικαστικών αποφάσεων κατά των γερμανών εγκληματιών πολέμου. Κατά το 1959, με αφορμή την καταδίκη του εγκληματία πολέμου Μέρτεν, με μεγάλη εγκληματική δράση στη Θεσσαλονίκη, σε 25 χρόνια κάθειρξη  και την σφοδρή γερμανική αντίδραση, η τότε κυβέρνηση Καραμανλή προώθησε το Ν. 3933/1959 «Περί αναστολής διώξεως εγκληματιών πολέμου», βάσει του οποίου ανεστάλη «αυτοδικαίως» κάθε δίωξη κατά γερμανών υπηκόων, αποφυλακίστηκαν όσοι εξέτιαν ποινές, μεταξύ των οποίων και ο Μέρτεν, ορίστηκε δε ότι αντίγραφα των υπόλοιπων δικογραφιών θα αποστέλλονταν για εκδίκαση στις γερμανικές δικαστικές αρχές. Τέλος με το Ν.Δ. 4016/1959 «Περί τροποποιήσεως της περί εγκληματιών πολέμου νομοθεσίας» καταργήθηκε ολοσχερώς το Γραφείο και  έληξε με αυτό τον ατιμωτικό τρόπο το ποινικό μέρος του ζητήματος των γερμανικών εγκλημάτων και στην Κρήτη. Προς ολοσχερή δε καταστροφή της μνήμης και οριστική δια παντός λήθη των γερμανικών εγκλημάτων, το 1975 επί κυβερνήσεως πάλι Καραμανλή και υπουργού δικαιοσύνης Στεφανάκη εκποιήθηκε και πολτοποιήθηκε ολόκληρο το αρχείο του Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου.

Ας σημειωθεί ότι από την πληθώρα των δικογραφιών κατά εγκληματιών πολέμου που υποβλήθηκαν κατά καιρούς από την Ελλάδα προς τις γερμανικές αρχές, δεν προσάχθηκε σε δίκη και βεβαίως δεν καταδικάστηκε,  ούτε ένας κατηγορούμενος, προς δόξαν της γερμανικής δικαιοσύνης… Ειδικότερα σε μια και μοναδική δίκη στο πλημμελειοδικείο! του Άουγκσμπουργκ κατά του λοχαγού Σαντ, ο κατηγορούμενος για την εκτέλεση 6 χωρικών στη Μαλάξα το 1944, αθωώθηκε.

Από τα κυριότερα γνωστά στοιχεία των γερμανικών δικαστηρίων, για πολεμικά εγκλήματα στην Κρήτη,  που δημοσιοποιήθηκαν με την έκδοση των «Πρακτικών», προκύπτουν αξιόλογα συμπεράσματα για την απόδοση της γερμανικής μεταπολεμικής δικαιοσύνης. Σε μια πρώτη περίπτωση,  μετά από ελληνικό αίτημα της 26/4/1956 κατά του ταγματάρχη Κοχενχάουζερ και 2 ακόμη στρατιωτών, κατηγορούμενων στην εισαγγελία του πρωτοδικείου  Κάσελ, για την εκτέλεση 4 βοσκών στον Πύργο Μονοφατσίου και 27 αμάχων στον Σοκαρά Ηρακλείου, στις 15 και 17 Αυγούστου 1944, οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν από κάθε κατηγορία το 1961, επειδή κρίθηκε ότι ενήργησαν κατόπιν διαταγής και λόγω παραγραφής.  (Πρακτικά, Φακ. Α.Ρ. – ΚRΙΤΙ 1-1, σελ 103-204).

Σε άλλη περίπτωση, μετά από ελληνικό αίτημα της 26/5/1956, κατά των στρατηγών Στούντεντ, Ρίνγκελ, Φρίμπε και λοιπών 22 ακόμη κατηγορουμένων στην εισαγγελία του πρωτοδικείου Μπόχουμ Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας, για πλήθος εγκλημάτων πολέμου, η ποινική δίωξη τους από ανεστάλη, αφού οι ενέργειες τους δεν κρίθηκαν παράνομες. Από 85 ακόμη κατηγορουμένους στην ίδια εισαγγελία, 39 δεν ανευρέθηκαν καθόλου, 7 ανευρέθηκαν χωρίς όμως να ταυτιστούν με τους κατηγορουμένους, 12 απεβίωσαν, 13 διαχωρίστηκαν και διαβιβάστηκαν σε άλλες εισαγγελίες και 2 παραπέμφθηκαν σε άλλο δικαστήριο. Για 12 κατηγορούμενους κρίθηκε ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη δημοσίας κατηγορίας εναντίον τους, μεταξύ αυτών κατά των στρατηγών  Φες,  Κράϊπε και Μπέντακ, των συνταγματαρχών  Σπρινγκόρουμ, Μόλτε και Χάαγκ και του  ταγματάρχη  Μάρτιν. Ενώ για τους υπόλοιπους 3 τελευταίους κατηγορούμενους κρίθηκε ότι ενήργησαν νομίμως κατόπιν διαταγής και απαλλάχθηκαν από κάθε κατηγορία, κατά το 1963 και 1965 (Πρακτικά, Φάκ. 1V 508 ΑR 1410/68, σελ. 45-102).

Τέλος σε άλλη υπόθεση, πιθανόν μετά ελληνικό αίτημα πριν από την 18/4/1958, κατά πέντε αξιωματικών (Καίλερ, Μπαουμγκάρντεν, Γιουνκ, Σαντ και Μπρόμπαχ) κατηγορούμενων στην εισαγγελία Βρέμης, για εκτέλεση αμάχων σε διάφορα χωριά της Κρήτης τον Αύγουστο 1944, κρίθηκε επίσης ότι οι κατηγορούμενοι ενήργησαν κατόπιν διαταγών και απαλλάχθηκαν από κάθε ποινική δίωξη, το 1961 (Πρακτικά, Φακ. V 508 ΑR 186/61, σελ. 205-281).

Ας προστεθεί πάντως ότι στα δικαστήρια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας οδηγήθηκαν τρεις γερμανοί υπήκοοι κατηγορούμενοι για εγκλήματα πολέμου διαπραχθέντα στην Ελλάδα, οι οποίοι και καταδικάστηκαν, στην ποινή της ισόβιας κάθειρξης οι δυο και της 7τούς κάθειρξης ο τρίτος.

Το άλλο σχετικό ζήτημα της τιμωρίας των δοσιλόγων είχε απασχολήσει κατά τη διάρκεια ακόμη της Κατοχής  και την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καϊρου και τη λεγόμενη «κυβέρνηση του Βουνού», που είχαν εκδόσει και σχετικά διατάγματα. Μετά δε την απελευθέρωση εκδόθηκαν οι  Συντακτικές Πράξεις 6/1945 και 12/1945, ρυθμίζοντας τα θέματα της δίωξης και της εκδίκασης των σχετικών εγκλημάτων. Οι δωσίλογοι κατηγορούνταν κυρίως για συνεργασία με τον εχθρό, διευκόλυνση του έργου του στρατού κατοχής και προπαγάνδα υπέρ των κατακτητών. Κατά την πρώτη μεγάλη δίκη των δωσιλόγων στις 21 Φεβρουαρίου 1945 στην Αθήνα, με κατηγορούμενους και τους τρεις κατοχικούς πρωθυπουργούς, περιλαμβανόταν και ο κατοχικός γενικός γραμματέας Κρήτης Λουλακάκης, που αθωώθηκε, καθώς και ο κατοχικός νομάρχης Ηρακλείου Πασσαδάκης, που καταδικάστηκε ερήμην σε ισόβια δεσμά. Αργότερα ο ζήλος για την καταδίωξη των δοσιλόγων κατάπεσε και περιορίστηκε σε δευτερεύουσες υποθέσεις στα ειδικά δικαστήρια δωσιλόγων που συγκροτήθηκαν κατά νομούς. Σε μερικές περιπτώσεις ο λαός ανέλαβε αυτοδικώντας την τιμωρία τους. Κατά μια βασική ελληνική ιδιαιτερότητα οι ένοπλοι δοσίλογοι κατά μεγάλο μέρος ενσωματώθηκαν στον κρατικό μηχανισμό πριν προλάβουν να δικαστούν, από τον Δεκέμβριο του 1944. Λόγω δε του εμφυλίου που ακολούθησε πολλοί άλλοι δωσίλογοι κατόρθωσαν να  εισχώρησαν στους αρμούς του καθεστώτος και να παραμείνουν ατιμώρητοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ των ετών 1945 και 1949 εκτελέστηκαν με απόφαση πολιτικών ή στρατιωτικών δικαστηρίων 25 δοσίλογοι και πάνω από 3.000 μέλη ή συνοδοιπόροι του ΚΚΕ και του ΕΑΜ. Υπό το συνθηματικό δεξιό τρίπτυχο «αμνήστευση, επανενσωμάτωση, αποστιγματισμός» και η πάταξη του δοσιλογισμού παρέμεινε αποσπασματική και ανολοκλήρωτη, αφήνοντας τη σκιά του στις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις της χώρας.

Απομένει ακόμη το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων, που χωρίς την επίλυση του είναι αδύνατο να κλείσει και το γενικότερο θέμα των γερμανικών πολεμικών εγκλημάτων. Οι συνέπειες του πολέμου για την Ελλάδα υπήρξαν τεράστιες και ίσως αναλογικά οι μεγαλύτερες από όλα τα κατακτηθέντα κράτη. Σε αυτές περιλαμβάνονται, σε ανθρώπινο κεφάλαιο, 16.000 νεκροί στρατιωτικοί του ελληνοϊταλικού και ελληνογερμανικού πολέμου, 70.000 έλληνες εκτελεσμένοι από τις δυνάμεις της τριπλής κατοχής (γερμανούς, ιταλούς, βούλγαρους), 7.000 θύματα των βομβαρδισμών και 300.000 έλληνες νεκροί από την ασιτία της κατοχής. Σε οικονομικό κεφάλαιο, 408.000 οικοδομές παντελώς κατεστραμμένες (το 23% του συνόλου της χώρας), 2000 κατεστραμμένα από τα 2.768 χιλιόμετρα του σιδηροδρομικού δικτύου  (το 70 % του συνόλου), το 75%-80% του οδικού δικτύου και 11.658 από τα 17.200 οχήματα, το 70% του τηλεφωνικού-τηλεγραφικού δικτύου, ολοσχερώς όλες οι λιμενικές εγκαταστάσεις και η Διώρυγα της Κορίνθου και 470 από τα 600 εμπορικά πλοία (το 70% του συνόλου). Και επιπλέον η βιομηχανική, αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή μειώθηκε κατά 60%,  το δε εθνικό εισόδημα μειώθηκε κατά 41%. Περαιτέρω, το εθνικό νόμισμα εξευτελίσθηκε εντελώς, με τις κατοχικές δυνάμεις να θέτουν σε κυκλοφορία «γερμανικά κατοχικά μάρκα» και «ιταλικές μεσογειακές δραχμές», υποχρεώνοντας τη χώρα να διαθέτει κολοσσιαία ποσά μηνιαίως για τη συντήρηση των κατοχικών στρατευμάτων, αλλά και για την ικανοποίηση των πολεμικών επιδιώξεων του Άξονα εκτός Ελλάδας. Πέραν των υλικών αυτών ζημιών οι κατοχικές δυνάμεις διενήργησαν και πολυάριθμες παράνομες αρχαιολογικές  ανασκαφές και διάρπασαν περισσότερα από 1200 διαπιστωμένα αρχαιολογικά και εκκλησιαστικά αντικειμένων. Εξ άλλου με τη Σύμβαση Δανεισμού της Ρώμης του 1942, μεταξύ της ελληνικής κατοχικής κυβέρνησης και της γερμανικής, η  Ελλάδα υποχρεώθηκε να δανειοδοτήσει τη Γερμανία με ένα ποσό, που στο τέλος του πολέμου έφθασε στα 45 εκατ. χρυσές λίρες ή 4.050 δις δολάρια αγοραστικής αξίας του 1938.

Για τη διευθέτηση των ζητημάτων του πολέμου καθώς και των πολεμικών αποζημιώσεων,  έξη μήνες μετά τη Διάσκεψη της Γιάλτας ακολούθησε η Διάσκεψη του Πότσνταμ του Ιουλίου-Αυγούστου 1945, κατά την οποία συστήθηκε το Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών των «τεσσάρων μεγάλων», στο οποίο ανατέθηκε η προπαρασκευή των σχετικών διαπραγματεύσεων. Κατά την τρίτη σύνοδο  του Συμβουλίου στο Παρίσι του Απριλίου-Ιουλίου 1946 καταρτίστηκαν τα σχέδια των συνθηκών ειρήνης, ιδρύθηκε Διασυμμαχικό Γραφείο Επανορθώσεων και αποφασίστηκε η σύγκληση διασκέψεως αντιπροσώπων των 21 εμπολέμων κρατών. Έτσι κατά την τελική Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων της 10 Φεβρουαρίου 1947 υπογράφηκαν μεταξύ των άλλων και οι συνθήκες ειρήνης μεταξύ Ελλάδας-Ιταλίας και Ελλάδας-Βουλγαρίας. Με την πρώτη συνθήκη η Ιταλία ανέλαβε να καταβάλει στην Ελλάδα πολεμικές επανορθώσεις ύψους 105 εκατομμυρίων δολλαρίων, ενώ με τη δεύτερη η Βουλγαρία ανέλαβε να καταβάλει μέρος μόνο των αποζημιώσεων στην Ελλάδα ύψους 45 εκατομμυρίων δολλαρίων, αφού λήφθηκε πρόνοια να μη παρεμποδισθεί από τις αποζημιώσεις η οικονομική ανάπτυξη των ηττημένων.

Ως προς τη Γερμανία, το ζήτημα των αποζημιώσεων τέθηκε από τη χώρα μας επανειλημμένα και με διάφορους τρόπους ήδη από την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου, προσαρμοσμένο πάντοτε στις συνθήκες της εποχής, χωρίς όμως ποτέ να εκπονηθεί μια συγκεκριμένη στρατηγική διεκδίκησης. Η Ελλάδα υπέβαλε αρχικά τις αξιώσεις της στην Επιτροπή Επανορθώσεων της Διάσκεψης της Ειρήνης των Παρισίων, το 1945-1946,  οπότε ρυθμίστηκαν τα επείγοντα οικονομικά ζητήματα του πολέμου. Με την Τελική Πράξη της Συνδιάσκεψης Επανορθώσεων των Παρισίων το 1946 η Γερμανία υποχρεώθηκε στην καταβολή επανορθώσεων προς τους δυτικούς συμμάχους. Μετά τη ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ακολούθησε η Συμφωνία της Βόννης του 1952, καθώς  και η Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 περί των εξωτερικών γερμανικών χρεών, με τις οποίες  όμως η εξέταση των απαιτήσεων των πολεμικών αποζημιώσεων αναβλήθηκε μέχρι την επανένωση των δυο  γερμανικών κρατών. Η Ελλάδα  με το Ν.3478/1955 επικύρωσε τη συμφωνία των γερμανικών επανορθώσεων του 1946 και με τον Ν. 3480/1955 τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, «υπό την επιφύλαξη της διευθέτησης των προερχομένων από τον πόλεμο ζητημάτων και των υπαρχουσών διαφορών». Ακολούθησε  η Σύμβαση της Βόννης του 1960 μεταξύ Ελλάδας και Ομοσπονδιακής Γερμανίας « περί παροχών υπέρ Ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως», με σαφή ελληνική δήλωση ότι το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων δεν κλείνει με τη σύμβαση αυτή, αλλά ότι η Ελλάδα επιφυλάσσεται να προβάλει τις απαιτήσεις της αργότερα, όπως προβλεπόταν στις προηγούμενες Συνθήκες, κατά τη ρητή δήλωση του έλληνα πρεσβευτή στη Βόννη Υψηλάντη προς τον Υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας, που περιλάμβανε ότι, «(Η Ελλάδα) Επιφυλάσσεται εντούτοις όπως προβάλη νέας απαιτήσεις, αίτινες προέρχονται εξ εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής».

Κατά το 1966 ο έλληνας υπουργός εξωτερικών έθεσε θέμα επιστροφής του κατοχικού δανείου στον γερμανό ομόλογό του και το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών εξέδοσε διπλωματική νότα, με την οποία επέμεινε ότι η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε των αξιώσεών της επί του κατοχικού δανείου, πράγμα το οποίο παραδέχθηκε το 1967 η δυτικογερμανική κυβέρνηση με ρηματική της διακοίνωση, αλλά το ενέταξε  στη ρύθμιση της Συμφωνίας του Λονδίνου του 1953. Κατά δε το 1988 η γερμανική πρεσβεία Αθηνών σε έγγραφη απάντησή της δέχθηκε ότι η Συμφωνία της Βόννης του 1960 δεν περιλαμβάνει γενικές αποζημιώσεις, αλλά μόνο αποζημιώσεις για εθνικοσοσιαλιστικά μέτρα δίωξης για φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους και διαφορετική κοσμοθεωρία.

Τέλος με τη Συνθήκη ενοποίησης της Γερμανίας η χώρα αναγνώρισε τις υποχρεώσεις της πρώην Δυτικής Γερμανίας και τη Συνθήκη Οριστικής Διευθέτησης αναφορικά με τη Γερμανία, γνωστή και ως Συμφωνία 2+4, οι οποίες υπογράφηκαν στη Μόσχα το 1990 από τα έξι συμβαλλόμενα μέρη, των τεσσάρων συμμαχικών δυνάμεων και των δύο Γερμανιών, αναγνωρίστηκε  μεν ένα ενοποιημένο γερμανικό κράτος, δεν περιλήφθηκε  όμως σε αυτές καμία διάταξη περί πολεμικών αποζημιώσεων. Η Συνθήκη 2+4 είχε ασφαλώς κατά τα διεθνή νόμιμα, τη θέση μιας ειρηνευτικής συνθήκης, αλλά δεν ονομάστηκε συνθήκη ειρήνης και αυτό με προφανή σκοπό την αποφυγή της εκπλήρωσης των γερμανικών οικονομικών υποχρεώσεων σύμφωνα με τις προηγούμενες Συνθήκες. Ακολούθησε το 1995 η δήλωση γερμανικού υπουργείου εξωτερικών, ότι το θέμα των επανορθώσεων έχει ρυθμιστεί με τη συνθήκη παράδοσης της Γερμανίας, τη συμφωνία του Πότσδαμ και με το σύμφωνο της Βόννης του 1960. Η Ελλάδα έθεσε τότε στη Γερμανία το θέμα του κατοχικού δανείου και των επανορθώσεων με ρηματική διακοίνωση, ζητώντας  την έναρξη διμερών διαπραγ-ματεύσεων, την οποία απέρριψε αυθημερόν το γερμανικό υπουργείο εξωτερικών.

Μετά τη Συμφωνία 2+4, από το 1995, ακολούθησε η ίδρυση του ελληνικού Εθνικού Συμβουλίου  Διεκδίκησης Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, με πρόεδρο τον  Μανώλη Γλέζο και πολύπλευρη δράση. Εξ άλλου σημειώθηκαν αρκετές κινήσεις  δικηγορικών συλλόγων και ιδιωτών για τη διεκδίκηση γερμανικών επανορθώσεων κατά του γερμανικού δημοσίου ενώπιον των ελληνικών  και διεθνών δικαστηρίων. Αποτέλεσμα υπήρξε η έκδοση πολλών αντιφατικών αποφάσεων, μέχρι την έκδοση της αριθ. 6/2002 απόφασης του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η οποία έκρινε κατά πλειοψηφία, ότι  το αλλοδαπό κράτος (η Γερμανία) εξακολουθεί να απολαύει του προνομίου της ετεροδικίας, για τις αναφερόμενες πράξεις και συνεπώς δεν μπορεί να εναχθεί στα ελληνικά δικαστήρια…

Ειδικότερα στην Κρήτη κατά το 1995, με πρωτοβουλία του Δικηγορικού Συλλόγου Χανίων συγκεντρώθηκαν  από δεκαμελή επιτροπή τα στοιχεία για 6000 περίπου περιπτώσεις απαιτήσεων κατοίκων του νομού κατά του γερμανικού δημοσίου, που αφορούσαν αποζημιώσεις για τα εγκλήματα εκτελέσεων και θανατώσεων προσώπων, τραυματισμών και αναπηρίας, ομηρίας, φυλακίσεων, αναγκαστικής εργασίας,  καταστροφών και βομβαρδισμών, εμπρησμών και επιτάξεων. Το επόμενο έτος κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων και η πρώτη αγωγή 606 κληρονόμων εκτελεσθέντων, ενώ προετοιμάστηκαν και οι υπόλοιπες αγωγές για τις άλλες περιπτώσεις. Η αρνητική όμως κατά κανόνα στάση των δικαστηρίων της ουσίας, μέχρι και του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, κυρίως λόγω ετεροδικίας και η άρνηση του Υπουργείου Δικαιοσύνης να επιτρέψει την εκτέλεση των αποφάσεων κατά του γερμανικού δημοσίου, ανέστειλε τη πρόοδο της δικαστικής επιδιώξεως των γερμανικών αποζημιώσεων.

Κατά το 2015 η Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή “Για τη διεκδίκηση των Γερμανικών οφειλών” επί προέδρου της Βουλής Κωνσταντιπούλου, προσδιόρισε τελικά  τις γερμανικές οφειλές  προς την Ελλάδα σε 4 κατηγορίες. α. Πολεμικές αποζημιώσεις για τις υλικές καταστροφές και διαρπαγές, β. Πολεμικές επανορθώσεις των θυμάτων και των συγγενών των θυμάτων, γ. Αποπληρωμή του κατοχικού δανείου. δ. Επιστροφή των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών και εκκλησιαστικών κειμηλίων. Η συνολική απαίτηση της χώρας μας έναντι της Γερμανίας σύμφωνα με το πόρισμα της επιτροπής ανερχόταν τότε σε πάνω από 269 δις ευρώ (269.547.995.854) και μαζί με τους τόκους υπερέβαινε το ποσόν των 300 δις ευρώ.

Μέχρι την επανένωση, η στάση και των δύο γερμανικών κρατών ήταν απορριπτική των αποζημιώσεων, από διαφορετική θέση και με διαφορετική επιχειρηματολογία. Η κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία στις διμερείς διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα για τις τεθείσες υπό μεσεγγύηση περιουσίες Ελλήνων στο έδαφός της, πέρα της μεγάλης κωλυσιεργίας, και της πλήρους άρνησης αποδοχής μεριδίου ευθύνης εκ μέρους της για τα εγκλήματα πολέμου, επιδίωκε διακαώς ελληνική δήλωση για μη έγερση ζητήματος επανορθώσεων, έστω και αν αυτό δεν σχετιζόταν με το υπό διαπραγμάτευση θέμα, ως διασφάλιση έναντι μελλοντικών σχετικών ελληνικών απαιτήσεων. Η δυτική γερμανική επιχειρηματολογία συνδεόταν πάντα με τις διμερείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις, Η Γερμανία εξέλαβε τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, που ανέβαλε την ικανοποίηση αιτημάτων μέχρι την επανένωση, όχι ως αναβολή αλλά ως οριστική ακύρωση του αιτήματος για επανορθώσεις. Και έτσι με τη «Συνθήκη 2+4» για την επανένωση της Γερμανίας το 1990, θεώρησε λήξαν το θέμα νομικά και πολιτικά. Κατά τη γερμανική πλευρά, με την ευκολία διαστροφής της πραγματικότητας, η Γερμανία εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της απέναντι στην Ελλάδα, περιλαμβανομένου και του κατοχικού δανείου με τη σύναψη της γερμανο-ελληνικής συμφωνίας του 1960, η οποία αφορούσε παροχές υπέρ ελλήνων υπηκόων, που είχαν θιγεί από εθνικοσοσιαλιστικά μέτρα διώξεων, ύψους 115 εκ. μάρκων.

Τέλος κατά το 2019 επί κυβερνήσεως Τσίπρα, η Ελλάδα επέδωσε στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών νέα ρηματική διακοίνωση, με την οποία καλείται η γερμανική πλευρά να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις για την επίλυση του εκκρεμούς ζητήματος των αξιώσεων της Ελλάδας από τη Γερμανία για την καταβολή πολεμικών επανορθώσεων και αποζημιώσεων από τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τη γερμανική πλευρά όμως, οι ελληνικές αξιώσεις, οκτώ δεκαετίες μετά το τέλος του πολέμου, είναι αβάσιμες. Αντί της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της ασκεί πάντα  στη χώρα μας την πίεση της οικονομικής ισχύος που επιφύλαξε στη Γερμανία η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων, παρά την ήττα της στον Β΄Π.Π. Τελευταία μάλιστα προσπαθεί να υποκαταστήσει την ευθύνη της  με κάποια διμερή σχήματα, όπως η Ελληνογερμανική Συνέλευση, το  Γερμανικό Ίδρυμα για τη Νεολαία και το Γερμανο-«ελληνικό» Ταμείο του Μέλλοντος, που δεν έχουν φυσικά καμία σχέση με αποζημιώσεις/επανορθώσεις, για τις πολεμικές οφειλές.  Πλέον οι νικητές χλεύη των ηττημένων !

Η Αθήνα πάντως υποστηρίζει ότι η απαίτηση για καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων δεν παραγράφεται και προσθέτει ότι ποτέ δεν παραιτήθηκε των δικαιωμάτων της. Η θέση αυτή δεν έχει μεταβληθεί και κατά πρόσφατη δήλωση του έλληνα υπουργού εξωτερικών Δένδια στις 5/10/2022 «για την ελληνική κυβέρνηση και την ελληνική κοινωνία το θέμα αυτό παραμένει ανοιχτό».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η Μάχη της Κρήτης, η Κατοχή και η Αντίσταση, με τον ηρωϊσμό, την πολεμική αρετή και την αυτοθυσία της γενιάς εκείνης της εποχής, ανύψωσαν τον τόπο και τον λαό μας στα ανώτατα επίπεδα δόξας της παγκόσμιας ιστορίας.  Η Ιστορία όμως δεν μας γνωρίζει μόνο το παρελθόν, αλλά μας  διδάσκει και το μέλλον. Εν ονόματι της Ιστορίας αυτής η εθνική, ηθική και υλική δικαίωση των αγώνων του 1941-1945 αποτελεί το ύψιστο καθήκον και των επόμενων γενεών. Από τα βάθη της Ιστορίας μας μέχρι τη νεότερη εποχή, ένας οιωνός άριστος συνδέει την πατρίδα με το χρόνο και το χρέος. Αμύνεσθαι περί πάτρης.

Από τη Μάχη της Κρήτης μέχρι σήμερα οι εθνικές περιπέτειες, οι μεγάλες μεταβολές, οι ανακατατάξεις ιδεών και πρακτικών ορθώνουν μπροστά μας χιλιάδες μικρά και μεγάλα εμπόδια στην άμυνα της πατρίδας. Νέοι ισχυροί παράγοντες της πολιτικής, της οικονομίας, της κοινωνίας, παρεμβαίνουν ανάμεσα σε μας και στην ευθύνη μας για την Κρήτη. Η μετανεοτερικότητα απειλεί με καταστροφή τις μεγάλες αφηγήσεις, διαλύει τους συνεκτικούς δεσμούς του πολιτισμού, μηδενίζει τα επιτεύγματα της αλήθειας, του δικαίου και της αρμονίας. Επιτακτική προβάλλει  πάλι η Αντίσταση. Η συγκράτηση από τις βαθειές ρίζες του πολιτισμού μας. Και η νέα αγωνιστική διεκδίκηση των δικαιωμάτων της Ιστορίας μας.

Η Μάχη της Κρήτης δεν ετελείωσε, αλλά συνεχίζεται τώρα με άλλους όρους. Η Κρήτη πολεμά σήμερα τη σκοπιμότητα, την αδιαφορία, την υποχωρητικότητα, τη λαθεμένη σκέψη, την επιζήμια πράξη. Πολεμά με τον λαό της, με όλους τους λαούς που υποφέρουν από τις πληγές της εποχής μας, τη άγνοια, τη βία, τον πόλεμο, με τους ίδιους τους αρκετούς σημερινούς γερμανούς φίλους μας, που τάσσονται αλληλέγγυοι στον αγώνα μας. Πολεμά μέσα από τις γραμμές του κινήματος διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών, του  Εθνικού  Συμβουλίου, των Ενώσεων Θυμάτων, των Αντιστασιακών Οργανώσεων, των μαρτυρικών δήμων.

“Vergeben: ja. Vergessen: nein” (Ulr. Kadelbach).

“Συγχώρεση: Nαι. Λήθη: Oχι”.

 

 

ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία ίδρυσης και διοίκησης του Μουσείου της Μάχης της Κρήτης, της κατοχής και της αντίστασης, Πρακτικά, γερμανικών δικαστηρίων για εγκλήματα πολέμου στην Κρήτη, Χανιά 2024.
  • Γενικόν Επιτελείον Στρατού, Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Γκιών, Χρήστος, Η Μάχη της Κρήτης, Αθήναι 1967.
  • Η ιστορία των εβραίων της Κρήτης, (etz Hayyim synagogue-hania.org).
  • Ινστιτούτο Κρητικού Δικαίου, Κρητικός Κώδιξ, Σύγχρονη Περίοδος, Μάχη της Κρήτης, Περιοδ, Τάλως, Χανιά Κρήτης, τόμ. Ζ3, 1300-1549.
  • Καζαντζάκης, Ν. –  Κακριδής, Ι. – Καλλιτσουνάκης, Ι.,  Έκθεσις της κεντρικής επιτροπής διαπιστώσεων ωμοτήτων εν Κρήτη, Έκδ. Δήμου Ηρακλείου, Ηράκλειο 1983
  • Ατματζίδης, Θεόδωρος, «Εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», Διατριβή – Μεταπτυχιακή εργασία, Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2014.
  • Beevor, Antony, Κρήτη: Η μάχη και η αντίσταση, Penguin Books, Λονδίνο 1991.
  • Βλοντάκης, Σταύρος Γ. , Η Οχυρά Θέσις Κρήτης, Αθήνα 1976.
  • Γεωργίου, Βάσος, (επιμ.), Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945, Εκδ. Αυλός, Αθήνα (χ.χ.)
  • Γύπαρης, Παύλος, Ήρωες και ηρωϊσμοί στη Μάχη της Κρήτης, Αθήναι 1954.
  • Clausewitz, Carl,  Περί Πολέμου, Μτφρ. Ν. ΞΕΝΟΥΛΙΑ, Εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999.
  • Δαρδανάς, Στράτος, «Εγκλήματα Πολέμου, Οι δίκες των γερμανών διοικητών του Οχυρού Κρήτης», Πεπραγμένα Διημερίδας, Ιστορική, Λαογραφική και Αρχαιολογική Εταιρία Κρήτης, «Η Κρήτη στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950», Χανιά 2012, σελ. 83-109.
  • Δετοράκης, Θεοχάρης, Ιστορία της Κρήτης, Έκδ. β΄, Ηράκλειο Κρήτης 1990.
  • Ευσταθιάδης, Κωνσταντίνος Θ., Διεθνές Δίκαιον, Αθήναι 1961-1963.
  • Κουσουρής, Δημήτρης,  Δίκες των δοσιλόγων 1944-1949, Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη, Εκδ. Πόλις, Αθήνα 2020.
  • Λοχαϊτης, Ρόδης, «Μια δίκη στα μετακατοχικά Χανιά», Περιοδ, Εν Χανίοις, Έκδ. Δήμου Χανίων, Χανιά 2019., σελ.115-130.
  • Μαγκριώτης, Δημήτριος Ι., Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής, 1942-1944, Αθήνα.
  • Μακρυγιάννης, Νίκος, Κρήτη 1941, Το λυκόφως των ελπίδων, (Αθήνα 1983).
  • Μαλεφάκης, Ευτύχης, «Το ύψωμα 107 του Μάλεμε, η Κερκόπορτα της Κρήτης τον Μάιο του 1941», ΧΑΝΙΑ 1989, Ετήσια έκδοση Δήμου Χανίων, σελ. 66-70.
  • Μανωλικάκης, Ιωάννης, Ο Γολγοθάς της Κρήτης, Αθήνα 1951. ?
  • Μαριάς, Νότης, Το μνημόνιο της Χρεοκοπίας και ο Άλλος Δρόμος – Πειραματόζωο – Η Ελλάς, Εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2011.
  • Μαρούδα, Μ.Ν, Η Διεθνής Ευθύνη για παραβιάσεις του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτινή 2006.
  • Μουρέλλος, Ι.Δ., Η Μάχη της Κρήτης, Έκδ. β΄, Ηράκλειο Κρήτης 1950.
  • Oppenheim-Lauterpacht, International Law, A Treatise, 1937.
  • Πανηγυράκης, Στυλ. «Η Μάχη της Κρήτης, 20 μέχρι 30 Μαϊου 1941», ΧΑΝΙΑ 1981, Ετήσια έκδοση Δήμου Χανίων, σελ. 11-22.
  • Παπαδερός, Αλέξανδρος, « Μια διαταγή και μύρια εγκλήματα πολέμου», Εφημ. Χανίων, Χανιώτικα Νέα, 31 Μαΐου 2021.
  • Παπαμανουσάκης, Στρατής Γ., Η Ξενοκρατία στην Κρήτη, Εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1979.
  • Παπαμανουσάκης, Στρατής, Ο Συγκρητισμός ελευθερίας και νόμου. Ένας λόγος για τη Δικαιοσύνη, Περιοδ. Τάλως, Χανιά Κρήτης, τόμ. ΙΖ΄(2009).
  • Παπαμανουσάκης, Στρατής, «Το Κρητικό Δίκαιο μιας ταραγμένης δεκαετίας (1940-1950)», Πεπραγμένα Διημερίδας, Ιστορική, Λαογραφική και Αρχαιολογική Εταιρία Κρήτης, «Η Κρήτη στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950», Χανιά 2012, σελ. 125-152.
  • Περράκης Σ., Μαρούδα Μ.Ν., Ένοπλες Συρράξεις και Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2001.
  • Περράκης, Στέλιος, Το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων στην Ελλάδα, Διεθνείς και Εθνικές Διαστάσεις, Εκδ. Σιδέρη, Αθήνα 2012.
  • Ραδιόπουλος, Άρης, Η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα, Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2022.
  • Ράπτη, Γεωργία, «Η Αρχή της Διάκρισης Στρατιωτικών στόχων και Πολιτικών αντικειμένων», Διπλωματική εργασία, Τμήματος Νομικής, της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Κομοτινή 2012.
  • Στεϊνίγκερ, Ρ.Α, Η Δίκη της Νυρεμβέργης, Μτφρ. Ιωάν, Μπαζίλη, Ενωμένοι Εκδότες, Αθήναι 1960.
  • Στίουαρτ, Ι., Η Μάχη της Κρήτης, Οργανισμός Πολεμικών Εκδόσεων, Αθήνα 1970.
  • Στούντεντ, Κουρτ, Έτσι κατέλαβα την Κρήτη,
  • Schindler, Dietrich – Toman, jiri, The law of armed conflicts, Henry Dunand institute, Geneva 1988.
  • Shirer, William L., Η άνοδος και η πτώσις του Γ΄ Ράϊχ, Μτφρ. Νικ. Παπαρρόδου, Εκδ. Αρσενίδη, Αθήναι (1964).
  • Τουτουντζόγλου, Δημήτριος, «Το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων», Διπλωματική εργασία, Νομική Σχολή Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, Κομοτινή 2019.
  • Φλάισερ, Χάγκεν, «Η Μάχη της Κρήτης, Σκέψεις για μια νέα προσέγγιση», Κρήτη, Ιστορία και Πολιτισμός, επιμ. Ν. Παναγιωτάκης, τομ Β΄, Έκδ. Βικελαία Βιβλιοθήκη Ηρακλείου/ΣΤΕΔΚ Κρήτης, Ηράκλειο 1988, σελ. 503-526.
  • Χαροκόπος, Γεώργιος, Το Φρούριον Κρήτη, 1941-1944, Αθήναι 1957.
  • Walzer, M., Δίκαιοι και Άδικοι Πόλεμοι, Εκδ. Ιωλκός, Αθήνα 2008.

 

 

 

 

 

 

 

 

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Σεισμός 3,9 Ρίχτερ ανοιχτά της Κρήτης

Μέγεθος 3,9 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ είχε η σεισμική...

Ολοκληρώθηκε η κατασκευή της Ηλεκτρικής Διασύνδεση Κρήτης – Αττικής

Σημαντικό ορόσημο για το εθνικό σύστημα ηλεκτροδότησης αποτελεί η...