Της Ιωσηφίνας Γριβέα
Ο David Lynch ήθελε να δει τις ζωγραφιές του να κινούνται. Γι’ αυτό ξεκίνησε να κάνει σινεμά. Αλλιώς δεν είχε σκοπό να ασχοληθεί μαζί του.
Ο Lynch είχε ξεκινήσει την καλλιτεχνική του εκπαίδευση ως ζωγράφος στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πενσυλβάνια στη Φιλαδέλφεια, την πόλη που θα έδινε τη βιομηχανική της σκληρότητα στο Eraserhead. Ο μύθος λέει πως η έμπνευσή του για να γυρίσει ταινίες προέκυψε όταν μια μέρα μπήκε ορμητικά ο άνεμος μέσα από το παράθυρό του και φύσηξε κάποιον πίνακά του. Τον φαντάστηκε, τότε, να γίνεται κινούμενο σχέδιο.
Μία, μάλιστα, από τις πιο ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις του Lynch κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν σε κάποιο κινηματογραφικό περιοδικό ή φεστιβαλικό πάνελ. Είχε μιλήσει στο Artsy με αφορμή μίας σειράς έργων του που είχαν παρουσιαστεί στη γκαλερί Sperone Westwater της Νέας Υόρκης, με τίτλο Squeaky Flies in the Mud. Η Alina Cohen που πήρε τη συνέντευξη, γράφει ότι ήλπιζε σε κάποια περισσότερη σαφήνεια σχετικά με τον κεντρικό χαρακτήρα των πινάκων, του Billy. Δεν ξέρω γιατί το περίμενε.
«Ο Billy μπορεί να είναι διαφορετικά πράγματα», της είπε. «Σε έναν πίνακα μπορείς να τον αισθανθείς να είναι ένα πράγμα. Σε κάποιον άλλον, να είναι και να αισθανθείς κάτι άλλο. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ονομάζονται Billy, αλλά δεν είναι όλοι το ίδιο πρόσωπο. Καταλαβαίνεις τι εννοώ; [Οι πίνακες] είναι ιστορίες για πράγματα που μπορούν να συμβούν, που θα μπορούσαν να πάνε στραβά». Συμπλήρωσε ότι ο Billy είχε «ψυχικά προβλήματα» και «πολλούς διαφορετικούς φίλους μέσα του».
Θα της μιλούσε περισσότερο για τον διαλογισμό παρά για τους πίνακες. Προφανώς.
Της είπε για τη διαστελλόμενη «μπάλα της συνείδησης» και το «θησαυροφυλάκιο χρυσού» στα οποία μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση κανείς μέσα από τον διαλογισμό. «Η αρνητικότητα είναι ακριβώς όπως το σκοτάδι», υποστήριξε. «Τότε θα πεις, “για μισό λεπτό, το σκοτάδι δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα. Είναι απλώς η απουσία κάποιου πράγματος”. Το φως του ήλιου απομακρύνει το σκοτάδι, αλλά δεν απομακρύνει την αρνητικότητα. Οπότε λες, “ποιο φως θα μπορούσε να απομακρύνει την αρνητικότητα όπως το φως του ήλιου απομακρύνει το σκοτάδι;”. Και η απάντηση είναι το φως από το υπερβατικό, το φως της καθαρής συνείδησης, το φως από τον θησαυρό μέσα σου. Όταν αρχίζεις να το ζωντανεύεις αυτό, να ανάβεις αυτό το φως, αυτόματα η αρνητικότητα αρχίζει να φεύγει».
Η Lesli Linka Glatter, πρόεδρος της Ένωσης Σκηνοθετών των Η.Π.Α., ως μία από τις δεκάδες φωνές εντός και εκτός κινηματογράφου που έχουν γράψει από χθες έναν αποχαιρετισμό στον Lynch, ανακάλεσε τη σχέση τους όταν την είχε εμπιστευτεί, νεαρή σκηνοθέτρια που μόλις ξεκινούσε τότε, για τα γυρίσματα του Twin Peaks.
«Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ μία συγκεκριμένη ιστορία που με έκανε να δω τον κόσμο διαφορετικά», γράφει. «Σε ένα από τα πρώτα επεισόδια στο Twin Peaks, υπάρχει μία σκηνή σε ένα θησαυροφυλάκιο τράπεζας με τον Kyle MacLachlan και τον Michael Ontkean, όπου υπάρχει ένα κεφάλι ελαφιού στη μέση του τραπεζιού. Κανείς δεν αναφέρεται ποτέ σε αυτό στη σκηνή, είναι απλά εκεί και κάνει τη σκηνή να λειτουργεί. Ρώτησα τον David πώς του ήρθε η ιδέα να βάλει το κεφάλι αυτό στο τραπέζι. Με κοίταξε περίεργα και είπε, “ήταν εκεί”. Ήταν να το κρεμάσει στον τοίχο ο σκηνογράφος, αλλά ο David το είδε ξαπλωμένο στο τραπέζι και είπε να το αφήσουν εκεί. Κάτι άνοιξε για μένα τότε. Σκέφτηκα, όσα πλάνα κι αν κάνεις, πρέπει να παραμένεις ανοιχτή στη ζωή, να είσαι σίγουρη ότι είσαι ανοιχτή για το κεφάλι του ελαφιού στο τραπέζι, να μην χάνεις αυτό που είναι ακριβώς μπροστά σου».
Το έργο του Lynch που είχε χαρακτηριστεί ως «ο πρώτος δημοφιλής σουρεαλιστής» εξερευνά τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς εξυμνώντας την ίδια στιγμή τη στοιχειωτική ομορφιά και την παραδοξότητα που συνδέεται με την καθημερινή ύπαρξη.
Το βλέπουμε στο Blue Velvet. Η βίαιη, τολμηρή ταινία που σήμερα θεωρείται ένα πραγματικό classic, είχε προκαλέσει σοκ και αποτροπιασμό κατά την αρχική της κυκλοφορία. Ήταν μία αμείλικτη εξερεύνηση της διαφθοράς πίσω από τη γυαλιστερή όψη των αμερικανικών προαστίων και αυτά δεν συγχωρούνται εύκολα.
Οι προθέσεις του κρύβονται στην εμβληματική εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας. Ένας γαλάζιος ουρανός χωρίς σύννεφα, κόκκινα τριαντάφυλλα, ένας εκθαμβωτικά φωτεινός, λευκός φράχτης. Ένα πυροσβεστικό όχημα που κινείται σε ρυθμό χελώνας, με έναν άνδρα να κρέμεται από την πόρτα στο πλάι του, χαιρετώντας με χαμόγελο. Μαθητές περνούν το δρόμο, καθώς ένας μεσήλικας λευκός άνδρας φροντίζει το γκαζόν του. Ξαφνικά καταρρέει κρατώντας τον λαιμό του.
Η κάμερα του Lynch ζουμάρει στο γρασίδι, μέχρι να μας οδηγήσει μπροστά σε μία μάζα εντόμων κάτω από την επιφάνεια, όσο το γαλήνιο soundtrack έχει αντικατασταθεί από ένα δυσοίωνο, παλλόμενο μπάσο. Σηματοδοτεί έτσι την κάθοδο της ταινίας στη σφαίρα του μακάβριου και του γκροτέσκ, αφήνοντάς μας σοκαρισμένους να αναρωτιόμαστε για τα δεινά του κόσμου. Γιατί να υπάρχουν τόσα;
Ο Lynch όμως απέφευγε πάντοτε τις απαντήσεις. Τις άφηνε πάνω μας. Αδιαφορούσε για τη συμμόρφωση. Η άποψή του για τον κόσμο ήταν μοναδική, ανόθευτη, ποτέ αραιωμένη.
Ο σουρεαλιστικός τρόμος που ήταν το σήμα κατατεθέν του είχε επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το περιβάλλον του. Τα παιδικά του χρόνια τα είχε ζήσει με την οικογένειά του σε μια γειτονιά της Φιλαδέλφειας με υψηλό ποσοστό εγκληματικότητας. «Ζούσαμε με λίγα, αλλά η πόλη ήταν τρομακτική. Ένα παιδί είχε πυροβοληθεί και πεθάνει στη γειτονιά μου», είχε είπε κάποτε. «Μας είχαν ληστέψει δύο φορές, μας είχαν πυροβολήσει τα παράθυρα και μας είχαν κλέψει το αυτοκίνητο. Το σπίτι παραβιάστηκε για πρώτη φορά μόλις τρεις ημέρες αφότου μετακομίσαμε. Η αίσθηση ήταν τόσο κοντά στον ακραίο κίνδυνο και ο φόβος τόσο έντονος. Υπήρχε βία, μίσος και βρωμιά. Η μεγαλύτερη όμως επιρροή σε ολόκληρη τη ζωή μου ήταν αυτή η πόλη».
«Αυτή είναι η Αμερική για μένα», είχε περιγράψει στο βιβλίο του Lynch on Lynch. «Υπάρχει μια πολύ αθώα, αφελής ποιότητα στη ζωή εδώ, υπάρχει επίσης τρόμος και αρρώστια».
Για τον Lynch, που είχε μείνει πρόσκοπος στην καρδιά (όταν του ζητούσαν να περιγράψει τον εαυτό του έλεγε συχνά “Eagle scout” – είχε μάλιστα δει ως παιδί την ορκωμοσία του Kennedy από κοντά με την υπόλοιπη ομάδα προσκόπων), εάν οι Η.Π.Α. ονειρεύονταν την ασφάλεια και την ευημερία, την προαστιακή κατοικία με τον καλά ασβεστωμένο φράχτη, τότε ονειρεύονταν και το αντίθετο: την απόδραση, τον κίνδυνο, την περιπέτεια, το σεξ και τον θάνατο. Αυτά τα δύο συγκρούονται. Ανοίγουν χάσματα στη χαμένη λεωφόρο προς την ευτυχία. Μπορούν να σε ρουφήξουν. Ο Lynch ήταν κινηματογραφιστής που έβρισκε τις σχισμές και έφτιαχνε τις πύλες προς αυτά τα υπαρξιακά μεσοδιαστήματα, τις επεξεργαζόταν σαν ερωτογενείς ζώνες.
Η πίστη του Lynch στην αμερικανική ομορφιά και τον τρόμο ως όψεις του ίδιου νομίσματος, τελειοποιήθηκε στο Twin Peaks. Τότε η Αμερική δεν ρωτούσε «ποιος σκότωσε τη Laura Palmer;» μονάχα σε σχέση με το μυστήριο του φόνου της. Ρωτούσε για να βρει καταφύγιο από τη σαθρή πραγματικότητα που η κοινωνία θα προτιμούσε να αγνοήσει. Λίγη σημασία είχε ότι μετά την αποκάλυψη του δολοφόνου η σειρά δεν θα ήταν το ίδιο δημοφιλής. Η τηλεόραση δεν θα ήταν ποτέ ξανά ανώδυνη.
Οι καλύτερες ταινίες του David Lynch είχαν την ικανότητα να κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται ιδωμένοι μέσα στην κατακερματισμένη, αλλόκοτη μοναδικότητά τους. Το παράδοξο της ευαισθησίας του είναι εύκολο να αναγνωριστεί και δύσκολο να οριστεί. Είναι σαν να πέφτεις μέσα στο όνειρο κάποιου άλλου. Σαν τον πραγματικό κόσμο, μόνο που οι άνθρωποι μιλούν ανάποδα. Είναι ένας αυτοκινητόδρομος τη νύχτα, οι κόκκινες κουρτίνες, μία σκηνή που φωτίζεται με προβολείς. Είναι μια μικρή πόλη στην Αμερική απ’ όπου κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Ένα συναίσθημα παγιδευμένο κάπου ανάμεσα στον λαιμό και το στομάχι σου. Αυτά όλα θεωρούνται “Lynchian”, αλλά ταυτόχρονα, ποια ταινία μπορείς να χαρακτηρίσεις ως ακριβώς τέτοια εκτός από τις δικές του;
Και μπορεί επιφανειακά τα περισσότερα έργα του να είναι απόκρυφα και απελπισμένα, υπάρχει μία προφανής ενσυναίσθηση μέσα τους που φωτίζει το μονοπάτι προς τα εμπρός. Ο Lynch ήταν ένας βαθιά ευγενικός άνθρωπος σύμφωνα με κάθε μαρτυρία, και αυτή η κοσμοθεωρία διαχέεται στις ταινίες του. Αυτές που δεν μπορείς να τις ξεφορτωθείς, αλλά δεν γίνονται και ποτέ εντελώς δικές σου.
Ο θάνατος του David Lynch είναι μία ανυπέρβλητη απώλεια για την παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα που τον τιμούσε με συνέπεια ως σημαντική προσωπικότητα σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Η πλήρης αποτίμηση της παραγωγής και της επιρροής του θα είναι δύσκολη για όσους θα γράψουμε επικηδείους, κυρίως επειδή το μεγαλείο του συνδέεται με την ένταση μεταξύ της κοινής γνώμης που τον αντιμετωπίζει ως εικονοκλάστη, και την παντελή έλλειψη κάποιας απόφασης για το τι σημαίνουν – ή δεν σημαίνουν – τελικά οι εικόνες του.
Έχω και εγώ την ίδια δυσκολία, όχι όμως επειδή αισθάνομαι ότι θα έπρεπε να ερμηνεύσω το έργο του. Ο Lynch λειτουργεί σε επίπεδο σπλαχνικό για το κοινό του. Απολαμβάνω τις αναλύσεις, αλλά δεν νιώθω ότι οφείλω να τον εξηγήσω καρέ-καρέ από τη θέση μου ως κριτικός κινηματογράφου.
Σκέφτομαι την τελευταία μου συνεδρία στην ψυχολόγο, όπου της έλεγα ότι αντιλήφθηκα για πρώτη φορά ότι η αγαπημένη μου εργασία, το χόμπι μου που έγινε επάγγελμα, είναι πια όντως επάγγελμα όταν αντί η πρώτη μου αντίδραση σε θανάτους καλλιτεχνών που σέβομαι δεν είναι πια η στεναχώρια κατά τα πρώτα δευτερόλεπτα, αλλά μία άμεση αγωνία για τα υπόλοιπα deadlines μου. Τον θάνατο του David Lynch τον έμαθα δύο ώρες αφού είχα πει αυτά τα λόγια. Η αγωνία όμως δεν ήρθε. Τα υπόλοιπα tasks θα έπρεπε, πολύ απλά, να μετατοπιστούν. Συνειδητοποίησα ότι ανυπομονούσα να τον τιμήσω με όποιον τρόπο έχω. Αυτό το άρθρο είναι ένας τρόπος.
Συνειδητοποιώ επίσης ότι αυτό που αφήνει πίσω του δεν είναι τρύπα που θα κλείσει. Είναι κενό δυσαναπλήρωτο. Όπως τόνισε η οικογένειά του όμως, εκείνος θα με συμβούλευε να έχω το νου μου στο ντόνατ και όχι στην τρύπα του.