Πίσω από τους αριθμούς των τραπεζικών ισολογισμών και τις πανηγυρικές δηλώσεις για «εξυγίανση» του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κρύβεται μια τεράστια μεταφορά πλούτου. Μια αγορά που λυμαίνονται λίγοι, λειτουργεί χωρίς διαφάνεια και επιβάλλει όρους εκβιασμού σε όσους προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε ένα περιβάλλον διαρκούς ακρίβειας και μειούμενων εισοδημάτων.
Η αγορά των κόκκινων δανείων — ύψους άνω των 80 δισ. ευρώ — αποτελεί πια ένα από τα πιο σκληρά καρτέλ της χώρας. Μόλις τρεις εταιρείες εισπρακτικής διαχείρισης (servicers) ελέγχουν το 87% της αγοράς, επιβάλλοντας όρους που θυμίζουν περισσότερο ιδιωτικά μονοπώλια παρά λειτουργία μιας υγιούς αγοράς υπό κρατική εποπτεία.
Το πιο οξύμωρο; Παρά το αφήγημα περί «επιτυχίας των τραπεζών», τα περισσότερα δάνεια παραμένουν κόκκινα. Και εκείνα που έχουν ρυθμιστεί — ακόμη κι αν εξυπηρετούνται κανονικά — μετατρέπονται σε εργαλείο εκμετάλλευσης από εταιρείες που αποκομίζουν κέρδη πολλαπλάσια από την ίδια την τράπεζα.
«Ρυθμισμένοι» αλλά παγιδευμένοι: το νέο πρόσωπο της εκμετάλλευσης
Ακόμα και οι δανειολήπτες που βρίσκονται σε καθεστώς ρύθμισης και πληρώνουν εγκαίρως, αντιμετωπίζουν επιτόκια πολύ υψηλότερα από τα τραπεζικά.
Ένα στεγαστικό δάνειο που στην τράπεζα θα είχε επιτόκιο 3%, μπορεί — όταν περνάει στα χέρια servicer — να αγγίζει το 5% ή και το 6%. Αντίστοιχα, στα καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια, τα επιτόκια φτάνουν το 14% και 15%, με πρόσχημα το «υψηλότερο ρίσκο».
Όμως αυτό το «ρίσκο» είναι ψευδές. Τα δάνεια αυτά εξυπηρετούνται κανονικά, έχουν «πρασινίσει» και στις περισσότερες περιπτώσεις καλύπτονται από τις κρατικές εγγυήσεις του προγράμματος “Ηρακλής”. Το κράτος, δηλαδή, έχει αναλάβει να πληρώσει τα funds σε περίπτωση ζημίας, μεταφέροντας το ρίσκο στους φορολογούμενους — ενώ οι servicers επιβάλλουν τιμολόγια σαν να παίζουν σε τζόγο υψηλού ρίσκου.
Το κρατικά εγγυημένο ρίσκο και η αθέατη τοκογλυφία
Ο μηχανισμός του “Ηρακλή” σχεδιάστηκε για να βοηθήσει τις τράπεζες να «καθαρίσουν» τους ισολογισμούς τους. Οι τράπεζες πούλησαν τα κόκκινα δάνεια σε funds, με αντάλλαγμα την εγγύηση ότι, αν δεν πάρουν πίσω τα χρήματα που έδωσαν, το Δημόσιο θα τα καλύψει.
Έτσι, ενώ οι servicers και τα funds αγόρασαν τα δάνεια στο 30%-40% της αξίας τους, απαιτούν εξόφληση στο 100%, επιβάλλοντας παράλληλα ασφυκτικούς όρους. Κι αν το δάνειο εξυπηρετείται, τόσο το καλύτερο: αποτελεί σταθερό κέρδος με μηδενικό ρίσκο.
Αυτό το «επιχειρηματικό μοντέλο μηδενικού κινδύνου» αποτελεί ουσιαστικά κρατικά εγγυημένη τοκογλυφία. Ο δανειολήπτης πληρώνει δύο φορές: μία για να σώσει την τράπεζα και μία για να εμπλουτίσει τους νέους ιδιοκτήτες του δανείου του.
Οι σκοτεινές μεταπωλήσεις και η πίεση των funds
Πολλοί δανειολήπτες καταγγέλλουν ότι τα δάνειά τους — παρότι ρυθμισμένα και εξυπηρετούμενα — πωλούνται ξανά και ξανά από το ένα fund στο άλλο. Στόχος, σύμφωνα με τις καταγγελίες, είναι να πιεστούν οι οφειλέτες να συνάψουν νέα δάνεια με «κούρεμα» 5%-10%, ώστε να πληρώσουν άμεσα και να κλείσουν την υπόθεση.
Η μεταφορά του δανείου συνεπάγεται αλλαγή τακτικής και απειλές για πλειστηριασμό, αφού οι servicers επικαλούνται «νέους, αυστηρότερους όρους» από τον νέο ιδιοκτήτη του χαρτοφυλακίου.
Η διαδικασία αυτή γίνεται με πλήρη αδιαφάνεια: τα funds έχουν έδρα στο εξωτερικό, οι πραγματικοί ιδιοκτήτες τους παραμένουν άγνωστοι, ενώ οι ίδιες εισπρακτικές διαχειρίζονται ταυτόχρονα διαφορετικά funds — συχνά με αντιφατικούς όρους για το ίδιο δάνειο.
Το αποτέλεσμα; Μια σκιώδης αγορά πίεσης και απειλών, όπου ο δανειολήπτης δεν ξέρει σε ποιον πραγματικά χρωστά και πώς να προστατευθεί.
Οι αποκλεισμένοι της οικονομίας: επιχειρήσεις χωρίς πρόσβαση και «παραμάγαζα» χρηματοδότησης
Οι στρεβλώσεις του συστήματος πλήττουν ιδιαίτερα τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που ρύθμισαν τα δάνεια της κρίσης και τα αποπληρώνουν κανονικά.
Αυτές οι επιχειρήσεις δεν έχουν πρόσβαση σε νέα τραπεζικά δάνεια, καθώς θεωρούνται «πρώην κόκκινες» και άρα επικίνδυνες. Έτσι, οδηγούνται στα λεγόμενα «παραμάγαζα» χρηματοδότησης — ιδιωτικά επιχειρηματικά funds που δανείζουν με εξοντωτικούς όρους, λαμβάνοντας ενέχυρα πολλαπλάσια της αξίας του δανείου.
Η πρακτική αυτή αγγίζει τα όρια της τοκογλυφίας: η επιχείρηση μπορεί να δανείζεται 100.000 ευρώ, αλλά να προσφέρει ενέχυρο αξίας 200.000 ή 300.000 ευρώ. Μια μικρή καθυστέρηση μπορεί να οδηγήσει σε κατάσχεση ολόκληρης της περιουσίας.
Η παράλληλη αυτή αγορά γιγαντώνεται, καθώς οι επίσημες τράπεζες παραμένουν «καθαρές» μεν, αλλά κοινωνικά αποκομμένες: αρνούνται να χρηματοδοτήσουν εκείνους που έχουν αποδείξει συνέπεια.
Η μεγάλη εικόνα: φτωχότερες περιφέρειες, χαμηλότεροι μισθοί, ακριβότερη ζωή
Η κρίση των δανείων δεν είναι απομονωμένο φαινόμενο. Συνδέεται με μια ευρύτερη οικονομική καθίζηση που βαθαίνει τις ανισότητες και αποδυναμώνει τη μεσαία τάξη.
Σύμφωνα με ανάλυση του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), οι ελληνικές περιφέρειες έχουν υποστεί δραματική πτώση μισθών μεταξύ 2009 και 2022. Ο μέσος μισθός ανά ώρα έχει μειωθεί πάνω από 25%, ενώ η πραγματική μείωση του ετήσιου μικτού μισθού αγγίζει το 34%.
Το Βόρειο Αιγαίο καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ 237 ευρωπαϊκών περιφερειών, ενώ οι ανισότητες εντός Ελλάδας έχουν διογκωθεί. Η “πλούσια” Κρήτη δε βρίσκεται μακριά από τον πάτο αφού βρίσκεται στη 231η θέση μεταξύ 237 ευρωπαϊκών περιφερειών! Οι πιο απομακρυσμένες περιοχές, με χαμηλή παραγωγικότητα και ελάχιστες επενδύσεις, βυθίζονται περισσότερο.
Ταυτόχρονα, η ακρίβεια έχει γίνει μόνιμη πληγή: η μέση ετήσια δαπάνη ανά άτομο αυξήθηκε 11,2%, ενώ οι τιμές στα βασικά αγαθά οδηγούν σε μείωση της κατανάλωσης. Το φτωχότερο 20% των πολιτών ξοδεύει πάνω από το 55% του εισοδήματός του μόνο για τρόφιμα και στέγαση.
Πώς, λοιπόν, να αντέξει ο μέσος πολίτης να πληρώσει δάνειο — ακόμη και ρυθμισμένο — όταν το εισόδημά του καταρρέει και η τιμή του ψωμιού ή του ενοικίου ανεβαίνει κάθε μήνα; Τι να πληρώσει πρώτα; Τους τοκογλύφους που λειτουργούν με κρατική υποστήριξη με όρους που καθόρισαν τα αποκιοκρατικά μνημόνια ή το ψωμί και το ενοίκι με ένα μισθό που διαρκώς συρρικνώνεται;
Η νέα ελληνική παγίδα χρέους
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα νέο κοινωνικό παράδοξο: οι πολίτες που ήταν συνεπείς, οι επιχειρήσεις που προσπάθησαν να σταθούν όρθιες, οι φοιτητές και οι εργαζόμενοι που βγήκαν από τη δεκαετία της κρίσης, βρίσκονται και πάλι εγκλωβισμένοι.
Το κράτος εγγυάται τα κέρδη των funds, οι τράπεζες καθαρίζουν τα βιβλία τους, και η κοινωνία πληρώνει — με τόκο.
Η αγορά των κόκκινων δανείων δεν είναι απλώς ένα τεχνικό πρόβλημα. Είναι ο καθρέφτης ενός οικονομικού μοντέλου που επιβραβεύει το ρίσκο των λίγων και τιμωρεί τη συνέπεια των πολλών.
Και όσο οι μισθοί παραμένουν χαμηλοί, η ακρίβεια καλπάζει και οι θεσμοί αδιαφορούν, η «οικονομία της τοκογλυφίας» θα εξαπλώνεται. Όχι μόνο μέσα στα χαρτοφυλάκια των funds — αλλά στις ζωές όλων εκείνων που πίστεψαν πως με επιμονή και δουλειά θα μπορούσαν να ξεπληρώσουν το χρέος τους στο μέλλον.
Το μέλλον, όμως, έχει ήδη προπωληθεί. Και το ρίσκο, για άλλη μια φορά, είναι όλο δικό μας.
Δεν μπορούν όλοι να πληρώσουν. Και το σεβόμαστε.
Αν βρίσκεσαι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, συνέχισε να μας διαβάζεις δωρεάν. Η ενημέρωση πρέπει να παραμένει προσβάσιμη για όλους.
Αν όμως μπορείς, στήριξέ μας σήμερα. Ορίστε δύο καλοί λόγοι για να το κάνεις:
- Η στήριξή σου ενισχύει άμεσα την ποιότητα και την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας μας.
- Κοστίζει λιγότερο από έναν καφέ και η διαδικασία διαρκεί λιγότερο από 1 λεπτό.
Επίλεξε σήμερα να γίνεις συνδρομητής ή δωρητής.
Σας ευχαριστούμε θερμά.



