«Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, σαράντα μαύρες μέρς,
το στόμα τση αράχνιασε κι η γι-εμιλιά τσ’ εχάθη
Και μέρες που του τάχανε, τ’ άντρα τση τα σαράντα
τ’ άντρα τση που τοσ’ άδικα οι σκύλοι τον εφάγα
Και κείνη την κηδεύανε εις των Σφακιών τη χώρα
Καημένε Γιώργη Κατσουλέ, γυναίκα που την είχες!
Γυναίκα όπως σου ‘στεκε…»
Ύστερα από τη Μάχη της Κρήτης πολλοί Εγγλέζοι και μερικοί δικοί μας έφυγαν για την Αφρική με πλεούμενα που πλησίασαν στα Σφακιά. Ξώμειναν όμως και κάμποσοι ξένοι, που οι ντόπιοι τους περίθαλψαν και τους συνέδραμαν, με θανάσιμο κίνδυνο της δικής τους ζωής.
Κάποτε οι Γερμανοί το ‘μαθαν, πως στην περιοχή της Ανώπολης κρύβανε πολλούς Εγγλέζους. Πήγαν στο χωριό, συγκέντρωσαν τους κατοίκους και για να μαρτυρήσουν που ‘χαν κρυμμένους τους Εγγλέζους άρχισαν τις εικονικές εκτελέσεις. Πήραν δηλαδή τέσσερεις, τους πήγαν σε μέρος που δεν φαινόταν και ρίξαν στον αέρα τη σχετική ριπή. Γύρισαν μετά κι είπαν πως τους κάμαν «καπούτ» γιατί δεν μαρτύρησαν. Αν θέλουν λοιπόν να μη συνεχίσουν με άλλους, ας πουν. Μα παρόλο που κανένας δεν είχε υποψιαστεί τίποτα για το τερτίπι τους, κανένας δεν μίλησε. Και ξανάκαμαν το ίδιο δυό φορές. Μα τίποτα δε βγήκε.
Αφού, λοιπόν, να τους νικήσουν με την ψυχική βία δεν μπορούσαν, γιατί ψυχικά ήταν πολύ ανώτεροι τους, κάμαν το μόνο που τους περνούσε και που πάντα κάναν. Πήραν 15 άτομα -ανάμεσά τους και ο Γιώργος ο Κατσιάς, πρόεδρος τότε της Χώρας Σφακίων, που παραθέριζε στην Ανώπολη- τους κατέβασαν στη χώρα των Σφακίων, τους πέρασαν από εικονικό στρατοδικείο και τους εκτέλεσαν γνήσια ναζιστικά.
Πριν τους εκτελέσουν, εκεί που τους είχαν κλεισμένους, είχαν και άλλους 9 που τους εκτέλεσαν κι αυτούς και που τους είχαν συλλάβει σ’ άλλους τόπους για άλλες «αιτίες». Ανάμεσά τους ήταν κι ένα κοπελούρι Ντουρουντάκι, Σήφης τ’ όνομά του. Ο μπάρμπας του ο Κατσουλός ο Γιώργης από τους καλύτερους της Χώρας των Σφακιών πίστεψε πως πηγαίνοντας στο «στρατοδικείο» θα το γλίτωνε. Πήγε, μ’ αντί να το πετύχει, την ίδια κι αυτός είχε τύχη…
Με την εκτέλεσή του, εκτελέστηκε ψυχικά κι η ακριβή του γυναίκα -αδελφή του Νταμουλή του Τσιριντάνη. Σαν στέρεψε η αντοχή της για μοιρολόγια, μήτε ξανάφαε, μήτε ξανάπιε, μήτε ξανμίλησε. Αράχνιασε το στόμα της και μέρες που του τα ‘χαν τα σαράντα του, κι εκείνης της είχαν την θανή της.
Απ’ το βιβλίο του Πάρι Στ. Κελαϊδή «Ριζίτικα για τα Σφακιά»