«Το κλίμα στην Ελλάδα είναι πια ιδανικό για επενδύσεις» δήλωνε την προηγούμενη Τετάρτη από την Οτάβα ο υπουργός Εξωτερικών, Δημήτρης Αβραμόπουλος, που συναντήθηκε με τον Καναδό ομόλογό για να συνομιλήσουν μεταξύ άλλων και για μπίζνες. Την ίδια μέρα εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στη Θεσσαλονίκη, δυο αγόρια 19 χρόνων ανοίγουν στις 11 το πρωί την πόρτα του διαμερίσματος όπου φιλοξενούνται για ολιγοήμερες διακοπές. Επτά άντρες με πολιτικά και μια γυναίκα που δεν τους συστήθηκε ποτέ (ούτε φυσικά τους έδειξε κάποιο ένταλμα) τους ζητούν να τους ακολουθήσουν «για μια βολτίτσα στο μέγαρο».
Η κυρία μπαίνει στο διαμέρισμα και ξυπνάει τα δυο κορίτσια της παρέας. Τα αυτοκίνητα μπαίνουν στο υπόγειο γκαράζ κι από εκεί τα παιδιά οδηγούνται «κάπου ψηλά» στην Αστυνομική Διεύθυνση. Τους έχουν πάρει ήδη τα κινητά κι έτσι κανείς –ούτε γονιός ούτε δικηγόρος- δεν θα γνωρίζει για τις επόμενες πεντέμισι ώρες πού βρίσκονται. Οδηγούνται σε ξεχωριστά δωμάτια. Επειτα από μιάμιση ώρα απομόνωσης, ο 19χρονος Λ. Μ. θα αντικρίσει πρώτη φορά τους αστυνομικούς στους οποίους θα καταθέτει μέχρι τις 8 το βράδυ.
«Με βουτάνε από την μπλούζα και με τραβάνε σε ένα άλλο δωμάτιο. “Γιατί με φέρατε εδώ;” “Γιατί πουλάς ναρκωτικά” μου είπαν και τρώω την πρώτη σφαλιάρα. Ηταν τόσο δυνατή, που βούλωσε το αυτί μου. “Πού ήσουν εκείνο το βράδυ;” Τους απαντάω και τρώω τη δεύτερη σφαλιάρα. “Πες την αλήθεια, ρε μαλάκα”. Αυτό συνέβαινε επί 6-7 ώρες: με ρωτούσαν και μετά με χτυπούσαν στο κεφάλι, στο σβέρκο, στα μάγουλα. Κάθε μισή ώρα σταματούσαν και με έβαζαν να κοιτάω όρθιος τον τοίχο. “Σκέψου καλύτερα και πες την αλήθεια, γιατί αλλιώς θα φας κι άλλο ξύλο”, μου έλεγαν. Ζητούσα νερό…
»Οταν αρνήθηκα να δώσω DNA, μπήκαν μέσα 10, φοβήθηκα ότι θα φάω κι άλλο ξύλο κι έτσι έδωσα. Μετά υπέγραψα ένα χαρτί ότι το έδωσα χωρίς βία. Μετά με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο όπου ένας κύριος μου έλεγε να δώσω ό,τι κι όποιον ξέρω, γιατί το χωριό μου έχει γίνει Ζωνιανά και πρέπει να ελαφρύνω και τη δική μου θέση και των χωριανών μου. Τι να έλεγα, αφού δεν ήξερα τίποτα; Τότε με πήγαν σε ένα άλλο δωμάτιο. Μπήκαν 10 αστυνομικοί και πιάσανε τις τέσσερις γωνίες. “Τώρα θα παίξουμε πινγκ πονγκ” είπαν κι άρχισαν να με πετάνε ο ένας στον άλλο και φωνάζανε “Mαλάκα, αλήτη, αναρχικέ”. Με άφησαν ελεύθερο στις 20.15. Νερό δεν μου έδωσαν ποτέ».