Τόσες χιλιάδες ιστορίες!
Μπερδεμένη η αλήθεια με την φαντασία. Με τον τρόμο, την προσμονή, την νοσταλγία, την αγωνία. Πού σταματά η πραγματικότητα και γίνεται φαντασίωση, δεν ξέρω! Η αλήθεια με τα παιχνίδια του μυαλού και της επιθυμίας, πώς μπερδεύονται, δεν ξέρω! Και υπάρχει αλήθεια, τηλεπάθεια, το ένστικτο μπορεί να φτάσει την πραγματικότητα; Δεν ξέρω! Όμως ξέρω αυτό:
Κοπέλα εγώ 22 χρονών όταν πρωτοπήγα αρραβωνιασμένη στο χωριό του άνδρα μου Νίκου Αγγελάκη. Μαζεύτηκε όλο το χωριό γύρω μου, κύκλος, στο δωμάτιο που καθόμασταν, και «περιεργαζόταν» την νύφη. Ένοιωθα πολύ άβολα. Παρόλη την αυτοπεποίθηση που είχα για την εμφάνισή μου ένοιωσα να κλονίζομαι! Πώς με κοίταζαν έτσι! Αυτές οι γριές με τα μαύρα, με τα τσεμπέρια, με τα μουστάκια πώς με ξόμπλιαζαν έτσι; Ένοιωσα την ανάγκη να δραπετεύσω, να φύγω τρέχοντας! Όταν άρχισαν μια συζήτηση συγκλονιστική που με καθήλωσε.
Όταν τους είπα πως η γιαγιά μου ήταν Σμυρνιά, άρχισαν να λένε την ιστορία. Την επιβεβαίωναν όλες και όλοι. Ο μικρός γυιός της γιαγιάς του άνδρα μου Σταύρος Γ. Αγγελάκης ετών 22 φονεύθηκε στο Εσκή Σεχήρ 4 Νοεμβρίου 1921. Η μάνα του, περίμενε με αγωνία γράμμα του. στις 4 του Νοέμβρη βρισκόταν στο μέσα δωμάτιο του σπιτιού το9υς. Είχε ένα περίεργο προαίσθημα και δεν ήθελε να βγει απ’ στο σπίτι να πάει στο χωράφι. Ξαφνικά ακούει δυνατούς χτύπους στην πόρτα. Ντουκ, ντουκ, ντουκ! Και αμέσως ακούει το «μικρότερό» της όπως το φώναζε να της φωνάζει τρομαγμένο: «Μάννα, Μάννα μου!»
– Το παιδί μου! Γύρισε!
Τρέχει χαρούμενη ν’ ανοίξει την πόρτα. Να υποδεχθεί το παιδί της που γύρισε απ’ τον πόλεμο. Ήταν η φωνή του. Την γνώρισε! Ανάμεσα από χιλιάδες φωνές, θα την ξεχώριζε. Ανοίγει, όλο χαρά την πόρτα. Αλλοίμονο, δεν ήταν κανείς. Και μια ησυχία νεκρική βασίλευε γύρω. Ούτε άνεμος, ούτε τρίξιμο δέντρων, ούτε ζώο, τίποτα!
Η μάννα άρχισε να ουρλιάζει.
– Το παιδί μου! Σκοτώθηκε!. Τώρα βγήκε η ψυχή του, με φώναξε! Μου ζήτησε βοήθεια.
Το παιδί μου, το παιδί μου, φώναζε και χτυπιόταν!
Έτρεξε όλο το χωριό στο σπίτι της καθώς άκουσε τις φωνές της και τα κλάμματά της. Οι γριές που ήταν τώρα γύρω μου ήταν όλες παρούσες στο γεγονός. Και οι άνδρες! Και όλοι οι ηλικιωμένοι του χωριού και επιβεβαίωναν την αφήγηση
– Σώπα, της έλεγαν. Είναι η αγωνία σου, σου φάνηκε, μην γρουσουζεύεις. Το παιδί θα ‘ναι μια χαρά. Θα σου ‘ρθει γράμμα. Θα δεις!
Και πράγματι! Το γράμμα ήρθε! Που έγραφε: «Στρατιώτης Αγγελάκης Σταύρος του Γεωργίου. Ετών 22. Εφονεύθει την 4ην Νοεμβρίου 1921 εις Εσκή Σεχίρ»
Την ώρα του θανάτου του, του τρόμου, της αγωνίας του, απελπισμένα καλούσε την μάννα του να το σώσει. Και η μάννα «έζησε» το γεγονός. Ένοιωσε τον θανάσιμο κίνδυνο, άκουσε καθαρά τις κραυγές του παιδιού της. Πώς γίνεται αυτό; Δεν ξέρω. Όμως γίνεται!
Η φωτογραφία του είναι αυτή. Η έκφρασή του, δείχνει την αποδοχή της σκληρής του μοίρας.
Έχει γείρει το κεφάλι του σαν να ‘χει παραιτηθεί και τα μάτια του έχουν μια απέραντη θλίψη. Η φωτογραφία μου – ίσως σκεφτόταν – θα γυρίσει στον τόπο μου, στους δικούς μου, στην μάννα μου. Εγώ όχι! Αυτή την θλίψη έχει το βλέμμα του.
Η άλλη φωτογραφία είναι του Εμμανουήλ Λουπάση. Συγγενής του άνδρα μου. Φονεύθηκε στον Σαγγάριο στις 13 Σεπτέμβρη του 1921. Ετών 24.
Αυτές οι δύο φωτογραφίες δεν είναι από το φωτογραφικό οδοιπορικό του Δημοσθένη Κυρμιζάκη. Είναι από το οικογενειακό αρχείο του Αγγελάκη Νίκου.
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη