12.8 C
Chania
Monday, December 23, 2024

Μιχ. Βιρβιδάκης: «Το να κάνεις σοβαρό, ποιοτικό θέατρο στα Χανιά, είναι σαν να προσπαθείς να μετρήσεις τους κόκκους της άμμου στην θάλασσα με τρύπιο κουταλάκι»

Ημερομηνία:

Με αφορμή τη θεατρική παράσταση «ΑΓΡΥΠΝΙΑ» ο ιδρυτής του Θεάτρου «ΜΝΗΜΗ» Μιχάλης Βιρβιδάκης μιλά για το θέατρο, τα Χανιά και την αναγκαιότητα ενός συνασπισμού για την αλλαγή αισθητικών αρχών — Ο Μιχάλης Βιρβιδάκης, ιδρυτής του Θεάτρου «ΜΝΗΜΗ», ηθοποιός και σκηνοθέτης αλλά και σεναριογράφος, έχει αφιερώσει 30 χρόνια της ζωής του στο θέατρο. Με την ευκαιρία της θεατρικής παράστασης «Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ» η οποία παρουσιάζεται από την Εταιρεία Θεάτρου ΜΝΗΜΗ αυτές τις μέρες στα Χανιά και μέχρι τις 5 Ιουνίου, θελήσαμε να μιλήσουμε μαζί του για μια σειρά ζητημάτων. Ζητήματα που αφορούν την πορεία της Εταιρείας Θεάτρου «ΜΝΗΜΗ» και το έργο που παρουσιάζει, τις ιδιαιτερότητες ενός Θεάτρου με πειραματικά στοιχεία σε μια επαρχιακή πόλη όπως τα Χανιά, αλλά και το ρόλο ενός ζωντανού θεάτρου σε περιόδους κρίσης, τη σχέση που υπάρχει – ή δεν υπάρχει – με άλλες θεατρικές προσπάθειες όπως το ΔΗΠΕΘΕΚ.

Ο κ. Βιρβιδάκης, στα 30 χρόνια πορείας στο θέατρο και στα 20 χρόνια της Εταιρείας Θεάτρου «Μνήμη», αυτό που συνεχίζει να τον κινεί είναι η ανάγκη καλλιτεχνικής έκφρασης. Αναφέρεται στους δασκάλους του καθώς και τους μαθητές, άγνωστα έργα στο ελληνικό κοινό τα οποία ανέβηκαν από το Θέατρο «ΜΝΗΜΗ». Για όλο αυτό το συνεχές πολύμορφο έργο, φανερώνει μια πικρία αφού διαπιστώνει πως υπάρχει «μια αφελής τάση να βλέπουνε τους καρπούς αλλά να ξεχνάνε το δένδρο και τις ρίζες του».

Για το έργο «ΑΓΡΥΠΝΙΑ» δηλώνει πως «κάτω από τις επιφανειακές διαστρωματώσεις του έργου κρύβεται ένα είδος θεολογικού σχολίου, μια θεολογική αναφορά που τέμνει τον εφησυχασμό μας ανησυχητικά βαθιά σε σχέση με το πώς έχουν τα πράγματα στη σύγχρονη κοινωνία».

Δίνει βαρύτητα στο ότι το θεατρό – όπως και η συγκεκριμένη θεατρική παράσταση – δεν απευθύνεται και δεν πρέπει ν’ απευθύνεται μόνο στους μορφωμένους, στους διαβασμένους ή σε μία ελίτ. Οφείλει να είναι επίκαιρο και λαϊκό: «Αλίμονο αν το θέατρο χάσει τη λαϊκότητά του», αναφέρει και επισημαίνει πως «το μόνο που απαιτείται από πλευράς θεατών είναι μια καλή διάθεση, να αφεθείς να σε παρασύρει» αφού «το μέτρο της πνευματικότητας ενός θεατή καθορίζεται από τη διάθεση υποταγής της πνευματικότητας του στους κανόνες του παιχνιδιού που λέγεται παράσταση θεατρικού έργου».

Άλλωστε, σύμφωνα με τον κ. Βιρβιδάκη, έχει αποδειχτεί πως σε εποχές κρίσης «το θέατρο αποτελούσε πάντα μια μορφή αντίστασης, ήξερε να μετασχηματίζεται και να αντιμάχεται τις καταστάσεις και να παίρνει τη δική του θέση στην εξέλιξη της παγκόσμιας ιστορίας». Το θέατρο «είναι «μια πολύτιμη εξαίρεση στη γενικευμένη αθλιότητα της εποχής μας».

Για τα Χανιά δηλώνει πως «απουσιάζει ένα πλαίσιο αισθητικών αρχών που θα βοηθούσε τους Χανιώτες να ξεχωρίζουν το ωραίο από το κιτς» αλλά το θέμα είναι «εμείς τι κάνουμε για όλα αυτά». Για τον κ. Βιρβιδάκη, υπάρχει ευθύνη σε όσους βλέπουν την πολιτιστική παρακμή και εκεί είναι ο τόπος που γεννιέται το αίτημα ενός συνασπισμού «προοδευτικά σκεπτόμενων ανθρώπων, που μέσα από ένα αίσθημα αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης θα προσπαθήσουν να επιβάλουν στο δημόσιο πρόσωπο αυτής της πόλης αξίες που σήμερα είναι σχεδόν ανύπαρκτες».

Είναι αυτή η απουσία που μετατρέπεται σε δυσκολία για όσους προσπαθούν να προάγουν το ποιοτικό – και στο θέατρο – στα Χανιά: «είναι σαν να προσπαθείς να μετρήσεις τους κόκκους της άμμου στην θάλασσα με τρύπιο κουταλάκι. Από παντού ξεπροβάλλουν απρόσμενες καταστάσεις που προσπαθούν να σε καταβάλουν».

Σε ερώτηση αναφορικά με τις εξελίξεις που προδιαγράφονται για το ΔΗΠΕΘΕΚ, αν και θα στενοχωρηθεί από μία πιθανή αρνητική εξέλιξη, χαρακτηρίζει «όψιμη την ανησυχία των ανθρώπων της πόλης μας για το ενδεχόμενο της αλλαγής της έδρας του από τα Χανιά στο Ηράκλειο». Σε αντίθεση με πολλούς άλλους, δεν σκοπεύει να αποδεχτεί ένα ρόλο υποκριτικό παραστάνοντας «τάχα τον δυστυχή και τον έκπληκτο για το πώς φτάσαμε έως εδώ». Μιλά για ανυποληψία.

Καθώς τελειώνω αυτό τον σύντομο πρόλογο, θα πρέπει να σημειώσω πως καθώς διάβαζα ξανά τις απαντήσεις του κ. Βιρβιδάκη, δε μπόρεσα παρά να σκεφθώ πως η σημερινή κρίση είναι και μία κρίση αισθητικών αρχών. Άλλωστε, δεν είναι αυτό το γενικευμένο κιτς το οποίο αισθητικά έχει εδραιωθεί σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας που οδηγεί τις εξελίξεις; Τα γεγονότα και της Πλατείας Βικτωρίας μας το υπενθυμίζουν.

Η κρίση, δυστυχώς, ακόμα δεν έχει φέρει μια αλλαγή σε αυτό που συλλογικά ως κοινωνία αναζητούμε κι οπότε οι απαντήσεις φαίνεται να προέρχονται από το ίδιο το κενό μιας κυρίαρχης κιτς αισθητικής από το οποίο και τα ερωτήματα αρχικά ξεπήδησαν. Αν για ένα λόγο, λοιπόν, πρέπει να διαβαστεί αυτή η συνέντευξη, είναι επειδή το πρόταγμα του κ. Βιρβιδάκη, για ένα συνασπισμό όσων ανθρώπων διαπιστώνουν αυτό το έλλειμμα μοιάζει σήμερα πιο έντονο και επιτακτικό παρά ποτέ. Ο πολιτισμός, δεν είναι ασύνδετος από την πολιτική και την κοινωνία, τις απαντήσεις που δίνονται.

Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης:

«Η ανάγκη καλλιτεχνικής έκφρασης» αιτία για τη δημιουργία της Εταιρείας Θεάτρου «ΜΝΗΜΗ»

ΕΡ: Ποιοι είναι η Εταιρεία Θεάτρου «ΜΝΗΜΗ», πώς ξεκίνησε και γιατί;

Μιχάλης Βιρβιδάκης: Κατ’ αρχήν, κύριε Γιάννη Αγγελάκη, θέλω να σας ευχαριστήσω θερμά για το ενδιαφέρον σας. Η στάση σας πραγματικά απέχει παρασάγγας από το γενικό τέλμα αδιαφορίας και μακαριότητας που ανέκαθεν, δυστυχώς, χαρακτήριζε τη ζωή μιας επαρχιακής πόλης. Τιμά εσάς και τις δημοσιογραφικές σας δραστηριότητες και εμάς μας ενθαρρύνει στη συνέχιση του καλλιτεχνικού μας έργου. Η Εταιρεία Θεάτρου «ΜΝΗΜΗ», λοιπόν, είναι μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, ως προς την νομική της μορφή, και σύμφωνα με το καταστατικό της, έχει σκοπούς πολιτιστικούς, πνευματικούς και καλλιτεχνικούς, που συνίστανται στη διερεύνηση, ανάδειξη και προαγωγή της τέχνης του θεάτρου και των σχετικών με αυτό τεχνών. (Άρθρο 3 του καταστατικού.) Τη διοίκηση, εκπροσώπηση και διαχείρισή της έχω αναλάβει εγώ προσωπικά, ενώ στις αποφάσεις που λαμβάνει, συμμετέχει κι ένα 8μελές διοικητικό συμβούλιο, που έχει συνυπογράψει το καταστατικό της. Ξεκίνησε τις δραστηριότητές της στην Αθήνα το έτος 1991 παρουσιάζοντας μια παράσταση που συγκροτείτο από τέσσερα έργα μικρής διάρκειας του Ιρλανδού συγγραφέα Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, στο θέατρο ΕΜΠΡΟΣ, στου Ψειρή, με τον γενικό τίτλο ΕΝΑ ΟΡΑΜΑ. Τόσο ο συγγραφέας όσο και τα 4 έργα (που μεταφράστηκαν μετά από ανάθεση της εταιρείας σε εξωτερικούς συνεργάτες) παρουσιάζονταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ο λόγος που ίδρυσα την εταιρεία αυτή τότε, μπορώ να πω σήμερα, μετά από 20 χρόνια συνεχούς και αδιάλειπτης πορείας μέσα στο θεατρικό χώρο, όπου έχω υπάρξει ως ηθοποιός, ως σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας, καθώς και ως δάσκαλος νέων ηθοποιών, ήταν η ανάγκη της καλλιτεχνικής έκφρασης.

ΕΡ: Δέκα χρόνια θέατρο στα Χανιά από την Εταιρεία Θεάτρου ΜΝΗΜΗ στο Θέατρο Κυδωνία. Από την πρώτη παράσταση «Ως ο λάβδανος του Μυλοποτάμου και της Ίδης ο δίκταμος» ως την «ΑΓΡΥΠΝΙΑ», πόσα πράγματα έχουν αλλάξει;

Μ.Β.: Πριν φτάσουμε στα Χανιά και το έτος 2000, επιτρέψτε μου, κ. Αγγελάκη, προς χάριν της ομαλής ροής της συζήτησής μας, να πω ότι η Ε.Θ.ΜΝΗΜΗ μέσα στη 10ετία του 1990 παρουσίασε στην Αθήνα άλλες 2 παραστάσεις σημαντικών συγγραφέων, όπως ο Βέντεκιντ και ο Πεσσόα, με έργα (και μεταφράσεις) που και πάλι ανέβαιναν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, και επίσης ότι εγώ, ως θεατρικός συγγραφέας είχα την εξαιρετική τύχη να δω το πρώτο μου θεατρικό έργο να ανεβαίνει στη σκηνή (1997) και μάλιστα στο θέατρο της Οδού ΚΥΚΛΑΔΩΝ του Λευτέρη Βογιατζή, σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη. Όλα αυτά είναι νομίζω αναγκαία να τα θυμίσω, γιατί σε αυτό το ξεκίνημα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει σήμερα όλα εκείνα τα στοιχεία, πνευματικά και καλλιτεχνικά, που χαρακτηρίζουν και τον νέο κύκλο, που ξεκινάει με την εγκατάστασή μου στα Χανιά, το 2000, και τη δημιουργία του θεάτρου ΚΥΔΩΝΙΑ, στην οδό Υψηλαντών, το 2002. Ένας νέος δεκαετής θεατρικός κύκλος στη γενέτειρα πόλη, που αρχίζει πράγματι με την παράσταση «Ως ο λάβδανος του Μυλοποτάμου και της Ίδης ο δίκταμος»,  (φράση του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου από το έργο του «Ιστορικά σκηνογραφήματα», που με συγκινεί ιδιαίτερα, γιατί πίσω από το αθέατο σκέλος της παρομοίωσης, πίσω δηλαδή  από αυτό το «ως», ενυπάρχει «το αίσθημα της ελευθερίας του Κρητός»!) και φτάνει μέχρι την σημερινή παράσταση της «Αγρυπνίας»  του σουηδού συγγραφέα Λαρς Νουρέν.  Κι αφού με ρωτάτε τι έχει αλλάξει μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια της παρουσίας μου στα Χανιά, θα σας απαντήσω ευθέως πως καμιά φορά έχω την αίσθηση πως όλη αυτή η δεκαετία της Αθήνας που προηγήθηκε των Χανίων, δεκαετία εξαιρετικά γόνιμη για μένα, αλλά, νομίζω, και για όλα όσα ακολούθησαν στα Χανιά, τείνει από κάποιους στην πόλη μας να ξεχαστεί, ακόμα και από κάποιους από τους συνεργάτες μου, που κατά τα άλλα αγαπώ παρά πολύ… Υπάρχει δηλαδή μια αφελής τάση να βλέπουνε τους καρπούς αλλά να ξεχνάνε το δένδρο και τις ρίζες του.

«ΑΓΡΥΠΝΙΑ»: Μια τομή βαθιά στον εφησυχασμό των πραγμάτων της σύγχρονης κοινωνίας

ΕΡ: ΑΓΡΥΠΝΙΑ. Μια λέξη που έχει διττή σημασία: το να παραμένει κανείς ξύπνιος κατά τη διάρκεια της νύχτας αλλά και μια θρησκευτική τελετή που γίνεται κατά τις νυχτερινές ώρες. Πώς συνδέονται αυτές οι δύο ερμηνείες της ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ μέσα στο έργο που παρουσιάζετε;

Μ.Β.: Εξαρτάται πού θα τονίσεις τη λέξη πράγματι. Αν την τονίσεις στο «υ» διαβάζεται «αγρύπνια», είναι λέξη της καθημερινότητάς μας και το νόημά της παραπέμπει στο ξενύχτι και στο αλκοόλ, ίσως, όμως αν την τονίσεις στο «ι», εκτός από τα παραπάνω αποκτά και μια θρησκευτική χροιά. Γίνεται «αγρυπνία» και περιγράφει ένα θρησκευτικό μυστήριο, μια τελετουργία. Η σουηδικός τίτλος Nattvarden, όπως μας εξήγησαν οι μεταφραστές στους οποίους αναθέσαμε το έργο, δεν αφορά σε λέξη της καθημερινής ζωής στη Σουηδία και συναντιέται κυρίως μέσα στα θεολογικά κείμενα. Αν συνδέσει λοιπόν κανείς την τεφροδόχο, με τις ζεστές ακόμα στάχτες από την αποτέφρωση και αποκομιδή της μητέρας, που βρίσκεται σε όλη τη διάρκεια του έργου παρούσα μπροστά στα μάτια του θεατή, με την αναγνωρισμένη από τον ίδιο τον συγγραφέα πρόθεσή του να περιγράψει τις σχέσεις δύο αδελφών στα πρότυπα των βιβλικών Κάιν και Άβελ, αντιλαμβάνεται πως κάτω από τις επιφανειακές διαστρωματώσεις του έργου κρύβεται ένα είδος θεολογικού σχολίου, μια θεολογική αναφορά που τέμνει τον εφησυχασμό μας ανησυχητικά βαθιά σε σχέση με το πώς έχουν τα πράγματα στη σύγχρονη κοινωνία.

ΕΡ: Τι θα πρέπει να γνωρίζει κάποιος ο οποίος θα επιλέξει να έρθει στο θέατρο Κυδωνία για να παρακολουθήσει την «ΑΓΡΥΠΝΙΑ»;

Μ.Β.: Τίποτα απολύτως! Αλίμονο αν το θέατρο χάσει τη λαϊκότητά του κι αρχίσει να απευθύνεται μόνο στους μορφωμένους, στους διαβασμένους, ή σε μια ελίτ που μπορεί μόνο αυτή να καταλάβει κ.λ.π. Ένα καλό θεατρικό έργο, όπως η ΑΓΡΥΠΝΙΑ, στην οποία  αναφερθήκατε, έχει ενσωματωμένες στο λόγο και στις καταστάσεις που αναπαριστά επί σκηνής, όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται ο θεατής για να το κατανοήσει.  Το μόνο που απαιτείται από πλευράς θεατών είναι μια καλή διάθεση, να αφεθείς να σε παρασύρει… πολύ αργότερα, μετά το τέλος της παράστασης, ίσως να χρειαστεί να βάλει ο θεατής το μυαλό του μπροστά και να σκεφτεί τι ήταν αυτό που είδε και σε τι τον αφορά.

ΕΡ: Το θέατρο σε μια εποχή οικονομικής αλλά και υπαρξιακής κρίσης, τι έχει να πει και τι έχει να προσφέρει, όταν την ίδια στιγμή η λογική που κυριαρχεί είναι των περικοπών: να κρατήσουμε δηλαδή τα αναγκαία για να επιβιώσουμε; Είναι το θέατρο περιττό ή αναγκαίο σε τέτοιες εποχές;

Μ.Β.: Ακούστε, το θέατρο ως ζωντανός οργανισμός που ψυχαγωγεί και διδάσκει, υπάρχει στη ζωή των ανθρώπων εδώ και 3.000 χρόνια! Θα ήταν αστείο να πούμε πως επειδή στην Ελλάδα, στον κόσμο γενικότερα, υπάρχει σήμερα κρίση, το θέατρο κινδυνεύει. Ίσα ίσα που έχει αποδειχτεί πως σε εποχές κρίσεων, π.χ. πόλεμοι, δικτατορίες κ.λ.π., το θέατρο αποτελούσε πάντα μια μορφή αντίστασης, ήξερε να μετασχηματίζεται και να αντιμάχεται τις καταστάσεις και να παίρνει τη δική του θέση στην εξέλιξη της παγκόσμιας ιστορίας. Προσωπικά θα έλεγα πως το θέατρό μας εδώ στα Χανιά είναι για τους Χανιώτες μια οδός διαφυγής, μια πολύτιμη εξαίρεση στη γενικευμένη αθλιότητα της εποχής μας όπου το μόνο που ακούς πια γύρω σου είναι κραυγαλέα οικονομικά σχόλια, μαύρους αριθμούς και όψιμες κινδυνολογίες.

Καλός θεατής είναι αυτός που υποτάσσεται στους κανόνες του παιχνιδιού που λέγεται παράσταση θεατρικού έργου

ΕΡ: Πέρα από τη δραματική σχολή που λειτουργείτε καθώς και τις θεατρικές παραστάσεις που παρουσιάζετε, υπάρχει στο θέατρό σας και μια σημαντική εκδοτική δραστηριότητα που αφορά θεατρικά έργα κορυφαίων συγγραφέων, που προσφέρονται σε προσιτές τιμές. Νομίζω πως αυτό αποτελεί συνειδητή επιλογή σας. Πιστεύετε πως ένας καλός αναγνώστης είναι και καλός θεατής θεατρικών έργων; Αλήθεια, ποιος είναι για σας ο ιδανικός θεατής;

Μ.Β.: Ξεκινάω ανάποδα, από την τελευταία σας ερώτηση προς την πρώτη: Ιδανικός θεατής για μένα είναι αυτός που, ανεξαρτήτως πνευματικού επιπέδου, ηλικίας, τάξεως, φύλου κ.λ.π., προσέρχεται στην παράσταση με τη χαρά ενός μικρού παιδιού μπροστά στο καινούριο του παιχνίδι! Η παράσταση, η κάθε παράσταση, συγκροτεί έναν καινούριο κόσμο που για να τον ανακαλύψεις, θα πρέπει να αφεθείς να σε παρασύρει, αλλιώς μένει για πάντα κλειδωμένος κι απόμακρος. Ένας άνθρωπος που διαβάζει πολύ δεν είναι, κατ’ ανάγκη, και καλός θεατής κι αυτό γιατί πολλές φορές προσέρχεται στην παράσταση με το μυαλό του κουμπωμένο. Προσπαθεί απεγνωσμένα να φορέσει τις δικές του ιδέες στο έργο που εξελίσσεται μπροστά του, αντί να χαίρεται με τη διαφορετικότητα της σκέψης του συγγραφέα. Το μέτρο της πνευματικότητας ενός θεατή καθορίζεται για μένα από τη διάθεση υποταγής της πνευματικότητας του στους κανόνες του παιχνιδιού που λέγεται παράσταση θεατρικού έργου. Και οι κανόνες αυτοί λένε πολύ απλά πως δεν μπορείς ως θεατής να αισθάνεσαι και να σκέφτεσαι ταυτόχρονα. Τώρα, ως προς τις εκδόσεις της Εταιρείας μας, κατ’ αρχήν χαίρομαι που αναφέρεστε σε αυτές. Είναι και κατά την δική μου άποψη μια πολύτιμη προσφορά στον κόσμο του θεάτρου που διαβάζει και ζητά να ενημερώνεται. Όλα τα βιβλία αυτά είναι προγράμματα-αφιερώματα στους συγγραφείς  με το έργο των οποίων ασχοληθήκαμε και περιέχουν πρωτότυπα κείμενα που γράφτηκαν από τους συνεργάτες μας για να υποστηρίξουν τη σκηνοθεσία, πολλά από αυτά περιέχουν τη μετάφραση του έργου, την εργοβιογραφία του συγγραφέα ή άλλου τύπου αφιερώματα που σχετίζονται με το είδος του έργου, την εποχή του συγγραφέα κ.λ.π., πλαισιωμένα πάντα με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Είναι μια θεατρολογική δουλειά που προϋποθέτει πολύ μεράκι, κόπο και έξοδα για να τη φέρεις σε πέρας. Είναι ένα πολύτιμο συμπλήρωμα κάθε θεατρικού έργου που παρουσιάζουμε και απευθύνεται σε όλους όσους θα ήθελαν να εμβαθύνουν μέσα τους το πρωταρχικό ερέθισμα που είναι η ίδια η παράσταση.

Αναγκαίος ένας άτυπος συνασπισμός ανθρώπων για την ανάδειξη αισθητικών αξιών που απουσιάζουν

ΕΡ: Κύριε Βιρβιδάκη, τα Χανιά θεωρούνται μια πνευματική πόλη. Όμως δεν παύουν να είναι και μια πόλη της επαρχίας. Παρατηρείται λοιπόν το εξής φαινόμενο: ενώ πολλοί άνθρωποι – κυρίως νέοι – έζησαν και σπούδασαν σε άλλες περιοχές της χώρας ή και εκτός Ελλάδος, μόχθησαν να σπουδάσουν, απέκτησαν εμπειρίες και προσλαμβάνουσες παραστάσεις από άλλους τόπους, εργάστηκαν σε άλλους τόπους, εντούτοις φαίνεται στην πόλη μας να απουσιάζει ένα βαθύτερο πλαίσιο που θα μπορούσε να διαχωρίσει το ωραίο από το κιτς, στα ζητήματα της αισθητικής και του πολιτισμού. Τελικά, είναι τόσο ισχυρό το πλαίσιο της ζωής στην επαρχία; Ή μήπως δεν φταίει η επαρχία, αλλά η γκρίνια μας για την επαρχία, που μας περιορίζει και δεν μας αφήνει να αναγνωρίσουμε το όμορφο και το ωραίο όταν συμβαίνει δίπλα μας; Πολύ περισσότερο όταν είναι τόσο κοντά μας! Επιλέγουμε να θαυμάζουμε άκριτα ότι προέρχεται από την Αθήνα ή είναι ξένο στον τόπο, λες και επειδή προέρχεται από την Αθήνα μπορεί δίχως άλλο να αναγνωριστεί ως καλό!  Μα είναι τόσο δύσκολο να αναγνωρίσεις το καλό και το καινούργιο όταν αυτά προέρχονται από τον ίδιο σου τον τόπο;

Μ.Β.: Αυτό που περιγράψατε, κατ’ ουσίαν, είναι το γνωστό φαινόμενο του αρχοντοχωριατισμού. Το να προσπαθεί δηλαδή κάποιος να εμφανίζεται ως άρχοντας, ενώ μέσα του παραμένει άξεστος χωριάτης. Δεν θα έλεγα φυσικά πως τα Χανιά, ως κοινωνία, απέχουν πολύ από αυτή την περιγραφή, όμως δεν μου αρέσει και να γενικεύω. Οι παρατηρήσεις σας είναι σωστές, πράγματι υπάρχει στους Χανιώτες η τάση να λατρεύουν ό,τι προέρχεται από την Αθήνα και να υποτιμούν ό,τι γεννιέται στην πόλη τους, πράγματι απουσιάζει ένα πλαίσιο αισθητικών αρχών (σαν κι αυτό που αισθάνεται κανείς με το που θα πατήσει το πόδι του σε μια σκανδιναβική, για παράδειγμα, χώρα) που θα βοηθούσε τους Χανιώτες να ξεχωρίζουν το ωραίο από το κιτς, πράγματι το βάρος του εφησυχασμού και της ανοησίας είναι σχεδόν ασήκωτο στην πόλη μας, όμως, το θέμα είναι εμείς τι κάνουμε για όλα αυτά. Εμείς που είμαστε σε θέση να βλέπουμε αυτή την πολιτιστική παρακμή. Εδώ γεννιέται ένα τεράστιο ζήτημα γιατί είναι προφανές πως αν θέλουμε να αλλάξουμε τα πράγματα σε αυτή την πόλη, πρέπει να δημιουργηθεί ένας άτυπος συνασπισμός προοδευτικά σκεπτόμενων ανθρώπων, που μέσα από ένα αίσθημα αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης να προσπαθήσουν να επιβάλουν στο δημόσιο πρόσωπο αυτής της πόλης αξίες που σήμερα είναι σχεδόν ανύπαρκτες: το καλό γούστο, τη χαρά μιας πνευματικής διασκέδασης, σαν αυτή που προσφέρουν το καλό θέατρο, ο κινηματογράφος και η μουσική, την ανάγνωση ενός καλού βιβλίου, το σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον, την υποστήριξη του άφθαρτου ντόπιου δυναμικού κ.λ.π. Εμείς σαν θέατρο, και εγώ προσωπικά, ξεκινήσαμε αυτόν τον αγώνα μέσα από τις παραστάσεις μας αλλά κυρίως μέσα από τις τάξεις της Δραματικής μας Σχολής. Ξέρεις πόσο σημαντικό είναι να έρχεται ένα νέο παιδί που μεγαλώνει στην πόλη μας, 20 έως 25 χρόνων και να σπουδάζει θέατρο; Να προσπαθεί να μιλήσει σωστά τον λόγο του Σαίξπηρ, του Σοφοκλή, του Τσέχωφ, του Παπαδιαμάντη; Αυτομάτως όλες αυτές οι αξίες για τις οποίες μιλούσαμε, αρχίζουν να σχηματίζονται μέσα του, χωρίς ίσως κι ο ίδιος να το συνειδητοποιεί.

«Το να κάνεις σοβαρό, ποιοτικό θέατρο στα Χανιά, είναι σαν να προσπαθείς να μετρήσεις τους κόκκους της άμμου στην θάλασσα με τρύπιο κουταλάκι»

ΕΡ: Οι κριτικές που έχει αποσπάσει τόσο η δραματική σχολή, την οποία έχετε ιδρύσει, όσο και οι θεατρικές παραστάσεις της Εταιρείας Θεάτρου ΜΝΗΜΗ είναι εξαιρετικές. Αξίζει να αναφέρουμε πως η πλειοψηφία αυτών των κριτικών προέρχονται από ανθρώπους εκτός Χανίων που επισκέφτηκαν την πόλη μας για να δουν τη δουλειά σας. Πόσο δύσκολο είναι σε μία επαρχιακή πόλη να λειτουργήσει θέατρο ουσίας αλλά και πρωτοπορίας; Και από την άλλη πλευρά, τι ευκολίες προσφέρει μια επαρχιακή πόλη σε ανθρώπους που θέλουν να δημιουργήσουν;

Μ.Β.: Η λειτουργία του θεάτρου ΚΥΔΩΝΙΑ και της δραματικής του σχολής είναι, συνειδητά πλέον, η δική μας αντίσταση στο επαρχιώτικο κιτς, στο φόβο της διαφορετικότητας των ανθρώπων, στην αμορφωσιά και τα συντηρητικά ήθη, στην κομπορρημοσύνη των επιτηδείων, στη γραφικότητα των αφελών και το φολκλόρ των ψευτοδιανοούμενων, φαινόμενα που δεσπόζουν στη ζωή της πόλης μας. Και βέβαια οι κριτικές στις οποίες αναφέρεστε και στις οποίες μπορεί καθένας να ανατρέξει μπαίνοντας στο site της εταιρείας www.theatrokydonia.gr είναι αυτές που μας δικαιώνουν. Γιατί πολλοί λένε πως κάνουν θέατρο σε αυτή την πόλη, όμως καλό είναι κάποτε κάποτε να ξέρουμε μέχρι πού μπορούμε να απλώσουμε το χέρι μας… Μιλήσατε για ευκολίες; Τίποτα δεν είναι εύκολο εδώ, το να κάνεις σοβαρό, ποιοτικό θέατρο στα Χανιά, είναι σαν να προσπαθείς να μετρήσεις τους κόκκους της άμμου στην θάλασσα με τρύπιο κουταλάκι. Από παντού ξεπροβάλλουν απρόσμενες καταστάσεις που προσπαθούν να σε καταβάλουν, είναι αστείο, αλλά ένας από τους μεγάλους, για παράδειγμα, εχθρούς του θεάτρου μας τελευταία, είναι η ηχορύπανση που επικρατεί στην Υψηλαντών. Τόσο τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια, όσο και τα 3-4 μπαρ που λειτουργούν δίπλα μας, κάνουν ό,τι μπορούν για να καταστρέψουν την ατμόσφαιρα της δουλειάς μας. Κανένα από όλα αυτά τα μπαρ δεν έχει νόμιμη άδεια χρήσεως της μουσικής σε τόσο μεγάλη ένταση. Και παρόλο που εμείς έχουμε νόμιμη άδεια λειτουργίας θεάτρου, εντούτοις είναι τρομακτικά δύσκολο να πεισθούν οι ιδιοκτήτες των μπαρ να χαμηλώσουν τη μουσική και να σεβαστούν τη δουλειά μας. Πριν από 2 χρόνια, ένας από αυτούς, στον οποίο με τις παρατηρήσεις μου είχα γίνει ενοχλητικός, απείλησε ακόμα και τη ζωή μου!

ΕΡ: Η οικονομική στήριξη της πολιτείας στη δουλειά σας ποια είναι; Την επιθυμείτε; Και αν ναι, υπό ποιους όρους;

Μ.Β.: Η Ε.Θ.ΜΝΗΜΗ επιχορηγείται ήδη από το 1991, όταν ξεκίνησε στην Αθήνα. Σταθερά όμως και σε ετήσια βάση από το 2001. Επιχορηγείται από την εκάστοτε γνωμοδοτική επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού (ΥΠ.ΠΟ.) που αποφαίνεται επίσημα για την αξία των θιάσων σε πανελλαδική κλίμακα και για το ποιοι από αυτούς πληρούν τις πνευματικές και οργανωτικές προϋποθέσεις (όρους) για να επιχορηγούνται.  Μη φανταστείτε πολλά χρήματα, για να έχετε ένα μέτρο σύγκρισης, τα κρατικά χρήματα που εμείς διαχειριζόμαστε είναι περίπου το 1/10 των χρημάτων που δίνονται από το κράτος (μέχρι σήμερα) για τη λειτουργία του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.Κ. Μπορείτε να κάνετε μόνος σας τις συγκρίσεις.

Υποκριτικό και όψιμο το ενδιαφέρον των ανθρώπων των Χανίων για το μέλλον του ΔΗΠΕΘΕΚ

ΕΡ: Η σχέση σας με το ΔΗΠΕΘΕΚ ποια είναι; Πρέπει να υπάρχει ανταγωνισμός στο θέατρο;

Μ.Β.: Κοιτάξτε, κύριε Αγγελάκη, από τη στιγμή που δύο θέατρα συνυπάρχουν σε μία πόλη είναι φυσικό να γίνονται συγκρίσεις από θεατές που περνάνε και τη μία αλλά και την άλλη πόρτα, δεν είναι ζήτημα ανταγωνισμού. Όμως, σχέση ανάμεσα στο ένα θέατρο και στο άλλο δεν υπάρχει καμία, για τον απλό λόγο πως τα δύο αυτά θέατρα είναι στραμμένα προς εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις. Έχουν άλλες αξίες, εντελώς διαφορετικό ύφος λειτουργίας και στηρίζονται από άλλης νοοτροπίας και αντίληψης καλλιτέχνες.

Όμως μια και αναφερθήκατε στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.Κ, θεσμός του οποίου η τύχη, όπως θα ξέρετε, κρίνεται τον τελευταίο καιρό σε επίπεδο ΥΠ.ΠΟ., δεν μπορώ να μην γελάσω με την όψιμη ανησυχία των ανθρώπων της πόλης μας για το ενδεχόμενο της αλλαγής της έδρας του από τα Χανιά στο Ηράκλειο στον επανασχεδιασμό του θεσμού! Μα καλά τόση υποκρισία, κύριοι; Όταν επί σειρά ετών, σχεδόν 30 θα έλεγα,  η λειτουργία του θεάτρου αυτού χτυπάει το κόκκινο της καλλιτεχνικής ανυποληψίας, με καλλιτεχνικούς διευθυντές που κατέστρεψαν το καλό όνομα και φήμη της Ε.ΘΕ.Κ από την οποία παρέλαβαν τον θεατρικό οργανισμό, (δεν θα ξεχάσω ποτέ το βεστιάριο της Ε.ΘΕ.Κ. στην αίθουσα του Φιρκά που της είχε παραχωρηθεί, τον πλούτο των κουστουμιών – μεταξύ άλλων και του Κλ. Κλώνη –  αλλά και την τάξη και την προσοχή που ήταν φυλαγμένα καθένα χωριστά, μέσα στην ειδική νάιλον σακούλα του, όταν τα πρωτοαντίκρισα ως νέος ηθοποιός το 1983), όταν επί σειρά ετών, λέω, η θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή γίνεται το μήλον της έριδος στις πολιτικές δημοτικές και νομαρχιακές κομματικές συμμαχίες με κριτήριο οτιδήποτε άλλο εκτός από την καλλιτεχνική επάρκεια του ενδιαφερόμενου, οι άνθρωποι αυτοί που κόπτονται σήμερα, δήθεν για την ιστορία του θεσμού στην πόλη αυτή, πού ήταν τότε; Γιατί δεν τίθεται ένα τέτοιο θέμα και στην περίπτωση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Λάρισας ή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Πάτρας, κύριοι; Ποιο είναι το καλλιτεχνικό βάρος της προσφοράς του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.Κ τα 30 τελευταία χρόνια, στην μετά Ε.ΘΕ.Κ εποχή,  ώστε να μπορέσει να ισοφαρίσει στην πλάστιγγα την τριπλάσια αριθμητικά έδρα της Περιφέρειας Κρήτης; Μήπως οι αστείοι οικονομικοί απολογισμοί που παρουσιάστηκαν πρόσφατα (Χανιώτικα Νέα 1/4/2011) στους οποίους το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.Κ εμφανίζεται, λέει, με πλεόνασμα (sic), ενώ αποκρύπτεται έντεχνα το ποσόν των χρημάτων από τον κρατικό κορβανά (επιχορηγήσεις ΥΠ.ΠΟ. + μέτοχοι Τοπικής Αυτοδιοίκησης Κρήτης) που διαχειρίστηκε στα 10 τελευταία χρόνια της λειτουργίας του; Και το οποίο, με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς, ανέρχεται περίπου στα 3,5 εκατομμύρια ευρώ;! Έχετε ξανακούσει εσείς τέτοιο οικονομικό απολογισμό; Εμφανίζεται όμως το παθητικό των 24.574 ευρώ που παρέλαβε από τον προηγούμενο (αμάν πια μ’ αυτό το ασήμαντο έλλειμμα) μόνο και μόνο για να σκεφτούμε πόσο ικανός μάνατζερ είναι ο νυν διαχειριστής του. Και κανείς δεν βλέπει πως με τέτοιου είδους ανυπόληπτα τεχνάσματα, αυτό που αποκρύπτεται ουσιαστικά είναι το καλλιτεχνικό έλλειμμα της λειτουργίας του θεσμού στην πόλη μας;! Κανείς; Δυστυχώς και πάλι κανείς.

Σταματώ εδώ γιατί δεν θα ήθελα να γίνω περισσότερος δυσάρεστος. Όμως επειδή η υποκρισία περισσεύει στις μέρες μας, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως αν η έδρα του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.Κ μετατεθεί τελικά, ναι, θα στενοχωρηθώ κι εγώ για τους δικούς μου λόγους, ίσως γιατί κι εγώ προσέφερα κάποτε ένα κομμάτι απ’ τα νιάτα μου για τη λειτουργία του, όμως δεν θα παριστάνω τάχα τον δυστυχή και τον έκπληκτο για το πώς φτάσαμε έως εδώ.

Η «Αγρυπνία» του Λαρς Νουρέν θα επαναληφθεί στο Θέατρο Κυδωνία από τις 20 Μαΐου μέχρι και τις 5 Ιουνίου, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 9.00 μμ. Η μετάφραση από τα σουηδικά είναι των Κώστα Κουκούλη και Ξενοφώντα Παγκαλιά, η επιμέλεια του κειμένου της παράστασης και η δραματουργική επεξεργασία της Λίλας Τρουλλινού, η σκηνοθεσία και η αισθητική της παράστασης του Μιχάλη Βιρβιδάκη, βοηθοί σκηνοθέτη είναι η Μαρία Μπαλαντίνου και η Πηνελόπη Τσιαμήτρου. Παίζουν οι ηθοποιοί Μιχάλης Βιρβιδάκης (Γιον), Μαρία Μπουλουγούρη (Σαρλότ), Τατιάνα Τζιάκη (Μόνικα) και Αντώνης Παλιεράκης (Άλαν).

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Λογοτεχνία και Μαθηματικά – ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΘΗΜΑΤΑ

Του Γιάννη Γ. Καλογεράκη Μαθηματικού Στατιστικολόγου  Επιτ. Σχολικού Συμβούλου Μαθηματικών (Την...