Ηθοποιός, σκηνοθέτης και μεταφραστής αναλαμβάνει το τιμόνι του θεσμού με στόχο την ανανέωση και την ανάδειξη της πολιτιστικής ταυτότητας της Κρήτης
Μετά από επίσημη διαδικασία επιλογής και αξιολόγησης υποψηφιοτήτων, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης ανακοίνωσε τον νέο Καλλιτεχνικό Διευθυντή του για την επόμενη τριετία. Ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και μεταφραστής Νικορέστης Χανιωτάκης αναλαμβάνει τη θέση, έπειτα από σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο συνεδρίασε την 1η Αυγούστου 2025.
Η επιλογή πραγματοποιήθηκε έπειτα από την κατάρτιση πίνακα κατάταξης των δώδεκα συνολικά υποψηφίων, με βάση τα αξιολογικά κριτήρια που είχαν οριστεί από την επίσημη προκήρυξη. Ο Νικορέστης Χανιωτάκης συγκέντρωσε την υψηλότερη βαθμολογία και αναλαμβάνει το έργο της καλλιτεχνικής καθοδήγησης του θεάτρου για τα επόμενα χρόνια, με στόχο την ανανέωση του θεσμού και την ανάδειξη της ιδιαίτερης πολιτιστικής ταυτότητας της Κρήτης μέσα από το θέατρο.
Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης εξέφρασε τις θερμές του ευχαριστίες προς όλους τους υποψήφιους για τη συμμετοχή τους στη διαδικασία και ευχήθηκε στον νέο Καλλιτεχνικό Διευθυντή καλή επιτυχία στα νέα του καθήκοντα.
Ποιος είναι ο Νικορέστης Χανιωτάκης
Ο Νικορέστης Χανιωτάκης είναι καλλιτέχνης με πολυδιάστατη πορεία και ισχυρό αποτύπωμα στην εγχώρια καλλιτεχνική σκηνή. Γεννήθηκε στην Κρήτη και αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν το 2010. Συνέχισε τις σπουδές του στη Σκηνοθεσία στο University of East London, αποκτώντας μεταπτυχιακό τίτλο, ενώ είναι επίσης απόφοιτος του Τμήματος Ψυχολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η επαγγελματική του σταδιοδρομία περιλαμβάνει σκηνοθετικές επιτυχίες τόσο στο κλασικό όσο και στο σύγχρονο ρεπερτόριο. Μεταξύ των έργων που έχει σκηνοθετήσει ξεχωρίζουν οι παραγωγές: «Μάγισσες του Σάλεμ», «Ο Πουπουλένιος», «Ματωμένος Γάμος», «Η Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;», «Mistero Buffo», και «Ο Καλός Άνθρωπος του Σετσουάν».
Παράλληλα, έχει διατελέσει διευθυντής θεάτρων και παραγωγός δεκάδων παραστάσεων μέσω της καλλιτεχνικής εταιρείας “ΜΥΘΩΔΙΑ”, ενώ έχει ασχοληθεί ενεργά και με τη μετάφραση θεατρικών κειμένων.
Τηλεόραση, κινηματογράφος και διδασκαλία
Το καλλιτεχνικό έργο του Νικορέστη Χανιωτάκη δεν περιορίζεται μόνο στη σκηνή. Έχει σκηνοθετήσει την τηλεοπτική σειρά «Κόμισσα της Φάμπρικας» και έχει συμμετάσχει σε σημαντικά θεατρικά και κινηματογραφικά έργα, όπως η ταινία «Καποδίστριας» του Γιάννη Σμαραγδή και οι σειρές «Άγιος Παΐσιος», «The Durrells» και «Παγιδευμένοι».
Παράλληλα με τη δημιουργική του δραστηριότητα, ο Χανιωτάκης έχει ενεργή παρουσία στον χώρο της εκπαίδευσης, διδάσκοντας σκηνοθεσία, υποκριτική και δημοσιογραφία σε δημόσια και ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα.
“Το θέατρο είναι μία άτυπη εκκλησία του Δήμου”
Σε μία πρόσφατη συνέντευξή του στο news247 είχε πει:
“Το θέατρο είναι μία άτυπη εκκλησία του Δήμου, διαμορφώνει σκέψεις, συνειδήσεις και ενώνει τους ανθρώπους. “Κουνά” τα πράγματα προς άλλες κατευθύνσεις. Ανεξαρτήτως μηνύματος.
“Θεωρώ το θέατρο πολιτική πράξη γιατί μιλά σε όλον τον κόσμο και επηρεάζει το σύνολο των ανθρώπων μίας χώρας. Ακόμη και αν το θέμα του είναι μια φαρσοκωμωδία και η θεματολογία του είναι πιο ελαφριά. Το θέατρο μιλά στο εδώ και τώρα πάντα, έχει να κάνει με το παρόν, όχι με κάτι ετεροχρονισμένο. Είναι μία άτυπη εκκλησία του Δήμου, διαμορφώνει σκέψεις, συνειδήσεις και ενώνει τους ανθρώπους. “Κουνά” τα πράγματα προς άλλες κατευθύνσεις. Ανεξαρτήτως μηνύματος.”
Με ενδιαφέρουν οι ήρωες που πάσχουν, όχι οι ήρωες που διδάσκουν…
Δεν πιστεύω στο μήνυμα, αλλά στην πράξη, στη διαδικασία. Γιατί πρέπει να υπάρχει ένα μήνυμα πάντα; Φανταστείτε πως εγώ παίρνω ένα έργο που έχει γραφτεί πριν 100.000 χρόνια. Υποθέτω ένα μήνυμα. Το πραγματικό δεν ξέρω ποιο μπορεί να είναι… Το να εφεύρω ένα μήνυμα είναι σαν να πηγαίνω να καπηλευτώ το έργο ενός συγγραφέα και να πω το δικό μου. Θεωρώ σωστό, αφού αγαπώ την ιστορία που πάω να πω, να την πω με τον πιο όμορφο τρόπο. Αυτός για μένα είναι ο σκοπός μου. Δε θέλω να διδάξω κάποιον και να βάλω κάποια ταμπέλα σε κάτι… Θέλω να κινήσω τον άλλο μαζί με μένα προς τα κάπου. Αυτό σημαίνει άλλωστε συγκινούμαι.
Μου αρέσουν οι ήρωες που έχουν και αρνητικές πλευρές. Όπως οι ήρωες των τραγικών ποιητών. Δεν μπορεί να πει κάποιος πως η Αντιγόνη είναι κακή και καλός ο Κρέοντας. Και οι δύο έχουν δίκιο και άδικο. Γι αυτό μιλάμε για ήρωες και αντιήρωες στην αρχαία τραγωδία. Ξέρουμε πως είχαν πολλά τρωτά στοιχεία. Με ενδιαφέρουν, λοιπόν, οι ήρωες που πάσχουν, όχι οι ήρωες που διδάσκουν….”
Ποιος θα έλεγες πως είναι ο συνεκτικός ιστός στα έργα σου;
Το χιουμορ. Δεν μπορώ τη ζωή μου χωρίς να γελάω. Με θεωρώ λίγο γελοίο άνθρωπο. Αν σοβαρευτώ, θα πεθάνω. Χαίρομαι πάρα πολύ που στο θεωρητικά πιο βαρύ μου έργο, τις “Μάγισσες του Σάλεμ” ακούω τους θεατές να γελούν. Παρόλο που ειναι σκοτεινό και βαρυσήμαντο, είναι ευχής έργον που γελούν. Το γέλιο και το κλάμα είναι το ίδιο συναίσθημα, απλώς με διαφορετική όψη.
Δε νομίζω πως όταν πηγαίναμε να παίξουμε μήλα ή κρυφτό κατεβάζαμε τα μούτρα μας και γινόμασταν σοβαροί άνθρωποι. Θέλω να αντιλαμβάνομαι τα πράγματα και να τα ζω με αυτόν τον παιδικό τρόπο.
Το χιούμορ δεν είναι μόνο άμυνα, είναι και ένα πουσάρισμα για να περνούν και οι γύρω μου καλά. Και επειδή και στη δουλειά μου λόγω θέσης, είμαι επικεφαλής σε κάποιους θιάσους, θέλω να δημιουργώ ένα ωραίο κλίμα και να περνάμε όλοι όμορφα. Ουσιαστικά κάνουμε μία δουλειά που είναι και ένα παιδικό μας όνειρο. Δεν έχουν όλοι την ευκαιρία να το κάνουμε αυτό. Αν το δούμε πολύ σοβαρά αυτό, είναι σαν να πηγαίνουμε κόντρα σ΄αυτό το όνειρό μας. Δε νομίζω πως όταν πηγαίναμε να παίξουμε μήλα ή κρυφτό κατεβάζαμε τα μούτρα και γινόμασταν σοβαροί άνθρωποι. Θέλω να αντιλαμβάνομαι τα πράγματα και να τα ζω με αυτόν τον παιδικό τρόπο.
Τι απαντάς σε όλους αυτούς που σε “κατηγορούν” πως κάνεις πολλές παραστάσεις και έτσι οι αυτές υστερούν σε…ποιότητα;
Δεν κατάλαβα ποτέ τον συσχετισμό της ποιότητας με την ποσότητα. Αυτό καταρχάς πρέπει να το κρίνει ο κόσμος. Εγώ όταν κάνω μία παράσταση, δεν την κάνω για τον συνάδελφό μου, την κάνω για μένα, για να περάσω εγώ καλά και ακολούθως για τους θεατές. Οπότε, δεν έχει κανείς το δικαίωμα να με κρίνει με γνώμονα την ποσότητα των παραστάσεων που κάνω κάθε χρόνο. Ο κόσμος νομίζει πως είμαι τρελός ή εργασιομανής και πως δεν κάνω τίποτα άλλο πέρα από το θέατρο. Εγώ ωστόσο είμαι χαρούμενος και ικανοποιημένος. Βλέπω ταινίες, πηγαίνω στο γήπεδο να δω την ομάδα μου τον Παναθηναϊκό… Ειδικά φέτος έχω πολύ χρόνο για τον εαυτό μου… Άλλωστε από τις φετινές παραστάσεις, δύο είναι επαναλήψεις και τις “Μάγισσες του Σάλεμ” τις δουλεύω πολύ καιρό. Μόνο το “Σεσουάρ” δούλεψα από τον Αύγουστο και μετά.
Χαίρομαι πάρα πολύ που ενώσαμε φέτος το ζευγάρι Δημήτρης Χορν- Έλλη Λαμπέτη με δύο τελείως διαφορετικά έργα. Πήγαινα από το Χορν από τις “Μάγισσες του Σάλεμ” στο “Σεσουάρ για Δολοφόνους” την τρελή διαδραστική κωμωδία του Λαμπέτη. Αυτό για μένα ήταν ευλογία και τρομερή επιτυχία.
Με ποια παράσταση γελάς πιο πολύ;
Με το Σεσουάρ. Εκεί πραγματικά γελάω, δε χαμογελώ απλώς. Έχει ακραία πλάκα…
Ποιος είναι ο χαρακτήρας που θα έλεγες πως σου ταιριάζει πιο πολύ σαν άνθρωπος; Πού βλέπεις εσένα;
Στον ρόλο που κάνει ο Νίκος Κουρής στη “Γίδα”. Στον Μάρτιν. Είναι ο ρόλος που έκανα στο τρίτο έτος στο Θέατρο Τέχνης. Από τότε είχα μεταφράσει και το κείμενο. Είναι ένας ήρωας που έχει πολλές μεταβάσεις, βιώνει πράγματα που δεν καταλαβαίνουν και πολύ οι γύρω του, φτάνει στα άκρα, έχει πολύ χιούμορ, έχει σχέσεις ιδιαίτερες και κάθε φορά που τον βλεπω μου δημιουργεί συναισθήματα που δεν μπορώ να ελέγξω.
Απωθημένα;
Εγώ ένα απωθημένο με τον αθλητισμό. Αν κάτι άλλαζα στη ζωή μου θα ήταν να κάνω κάτι για να συνεχίσω το μπάσκετ που έπαιζα όταν ήμουν μικρός. Είναι μία μεγάλη μου αγάπη. Το σταμάτησα στην Τρίτη Λυκείου, γιατί είχα έναν τραυματισμό και τις πανελλήνιες… Τώρα παίζω με τους φίλους μου. Ειμαι των ομαδικών σπορ, δεν μπορώ να αθληθώ μόνος μου.
Είσαι και στα ομαδικά αθλήματα “σκηνοθέτης”; Έχεις ρόλο play maker;
Θα ήθελα πολύ,αλλά όχι. Είναι η θέση που θαυμάζω πιο πολύ. Ο Δημήτρης Διαμαντίδης είναι ένα από τα μεγάλα μου πρότυπα. Επίσης, ένα αυτόγραφο έχω πάρει στη ζωή μου, από τον Νίκο Γκάλη. Όταν τον είδα από κοντά σαν παιδί αισθάνθηκα δέος. Για μένα αυτός ο άνθρωπος άλλαξε την Ελλάδα και την οδηγησε σε πολύ πιο φωτεινά μονοπάτια. Ώθησε πάρα πολλούς νέους να ασχοληθουν με τον αθλητισμό. Και επειδή το 1987 που γεννήθηκα, πήραμε και το Eurobasket, κάπως ta έχω συνδυάσει αυτά στο μυαλό και στην καρδιά μου.
Ο Γκάλης του ελληνικού θεάτρου ποιος θα έλεγες πως είναι;
Ξεκάθαρα ο Κουν. Του οφείλουμε τα πάντα για το σύγχρονο θέατρο. Άνοιξε δρόμους, βρήκε νέους τρόπους, έφτιαξε ομάδες, έκανε πράγματα πολύ μπροστά από την εποχή του, κατάλαβε τι θα πει λαϊκό θέατρο, λαϊκό χωρίς φτήνια όμως. Κι εγώ αγαπώ πολύ το λαϊκό θέατρο, θέλω το θέατρο να είναι κατανοητό και να μπορούν να το δουν όλοι. Ο Μικης Θεοδωράκης έβαλε την ποίηση στα σπίτια των φτωχών και ο Κουν έφερε από το εξωτερικό κείμενα σπουδαία που φαινόντουσαν ακαταλαβίστικα και τα σύστησε στον κόσμο. Τον Ιονέσκο, το θέατρο του παραλόγου, αλλά και τα αρχαία ελληνικά κείμενα κατάφερε να τα κάνει αντιληπτά. Έφερε στο θέατρο και τον πιο φτωχό θεατή.
Καλύτερα να πάω στο χωριό μου και να κάνω θέατρο εκεί στην πλατεία παρά να συνεχίσω να κάνω θέατρο για τους συναδέλφους, τους δημοσιογράφους και τις κριτικές επιτροπές.
Μακάρι κάποιοι άνθρωποι να το πετύχουν και πάλι αυτό στο θέατρο στην Ελλάδα. Γιατί έχουμε αρχίσει να απομακρυνόμαστε και να γινόμαστε ελιτιστές. Έχω κουραστεί με τον ελιτισμό αυτόν… Δε με ενδιαφέρει καθόλου αυτό το θέατρο. Καλύτερα να πάω στο χωριό μου και να κάνω θέατρο στην πλατεία, παρά να συνεχίσω να κάνω θέατρο για τους συναδέλφους, τους δημοσιογράφους και τις κριτικές επιτροπές. Το θεωρώ τρομερά ματαιόδοξο αυτό…
Γιατί πιστεύεις πως φτάσαμε στο σημείο αυτό;
Γιατί είμαστε άπληστοι εμείς οι άνθρωποι του θεάτρου και έχουμε βραβειολαγνεία και αστερακολαγνεία. Θέλουμε αστεράκια πολλά. Θέλουμε βραβεία. Και αυτό είναι ταφόπλακα σε οτιδήποτε δημιουργικό.
Γι αυτό και χαίρομαι πάρα πολύ για το “Σεσουάρ”, γιατί έρχονται πάρα πολύ απλοί άνθρωποι που μπορεί να μην έχουν ξαναπάει θέατρο. Βλέπω στα πρόσωπά τους τη συγκίνησή τους και αυτό είναι για μένα πάρα πολύ σπουδαίο.
Σε ενδιαφέρει να σκηνοθετήσεις στην Επίδαυρο;
Δεν είμαι καθόλου φιλόδοξος άνθρωπος. Έχω τον ναρκισσισμό να έρθουν να με δουν, αλλά δεν έχω φιλοδοξία να σκηνοθετήσω ούτε στην Επίδαυρο, ούτε στο Εθνικό ούτε στο Φεστιβάλ, ούτε να γίνω διευθυντής, ούτε τίποτα. Με ενδιαφέρει να δουλεύω ωραία έργα και με ωραίους ανθρώπους. Το να σκηνοθετήσω στην Επίδαυρο εννοείται πως είναι μία τεράστια τιμή και ευθύνη, αλλά μπορώ να ζήσω και χωρίς αυτό.
Έχω ερωτικη σχέση με τα έργα. Μου αρέσει και με συγκινεί κάτι εδώ και τώρα και το κάνω εδώ και τώρα. Και γι αυτό και κάνω πολλά πράγματα μαζί. Και είναι μία σχέση που μπορεί να έχει και απιστίες. Εγώ, δηλαδή, μπορεί να ερωτευτώ και τρία έργα και να τα κάνω και τα τρία. Δε σκέφτομαι να τα αφήσω για μετά, γιατί αργότερα μπορεί να μη μου λένε κάτι. Σχεδόν όλες οι επιλογές των έργων που σκηνοθέτησα, εκτός από ένα δύο που μου αναθέσανε, ήταν τόσο τυχαίες, όπως γνωρίζεις έναν άνθρωπο στη ζωή σου. Έχουν να κάνουν μόνο με συγκυρίες. Είναι δηλαδή κάτι κεραυνοβόλο. Δε θα πάω ποτέ σ ένα βιβλιοπωλείο να ψάξω τι έργο θα ανεβάσω, δεν είμαι αυτός ο τύπος.
Πάντα ξεκινώ από το έργο και μόνο. Ούτε από τον χώρο ούτε από το πρόσωπο. Μετά λύπης μου άκουσα πως η παράσταση του Οστερμαγιερ -που για μένα είναι πρότυπο σκηνοθέτη- δε λειτούργησε στην Επίδαυρο, Δεν καταλαβαίνω τον λόγο γιατί έπρεπε να παιχτεί εκεί. Ο χώρος παίζει τεράστιο ρόλο, γιατί ουσιαστικά φτιάχνεις μια ατμόσφαιρα που αλλάζει τελείως από μέρος σε μέρος. Δεν μπορείς να το κάνεις παντού αυτό. Αν κάνω μία παράσταση που θεωρώ πως ταιριάζει στον χώρο της Επιδαύρου, ναι αυτό ίσως το κοιτούσα.
Συγχαρητήριο μήνυμα Δημάρχου Χανίων προς τον νέο καλλιτεχνικό Διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, Νικορέστη Χανιωτάκη
Με αφορμή την επιλογή του Νικορέστη Χανιωτάκη, ως νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης, ο Δήμαρχος Χανίων, Παναγιώτης Σημανδηράκης προέβη στην ακόλουθη δήλωση:
«Έπειτα από την επιλογή του Νικορέστη Χανιωτάκη ως νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, θα ήθελα να τον καλωσορίσω θερμά εκ μέρους του Δήμου Χανίων και της πόλης μας στον νέο του ρόλο.
Ο κ. Χανιωτάκης, με τη σημαντική διαδρομή του στο ελληνικό θέατρο, τη δημιουργική του ενέργεια και την ικανότητά του να συνδυάζει τον σεβασμό στην παράδοση με την καλλιτεχνική καινοτομία, αποτελεί επιλογή που εμπνέει αισιοδοξία.
Η πολυδιάστατη παρουσία του, τόσο ως σκηνοθέτη όσο και ως δημιουργού που τολμά να πειραματίζεται, εγγυάται μια νέα δυναμική για το ΔΗΠΕΘΕΚ. Είμαι βέβαιος ότι η ματιά του θα ενισχύσει την εξωστρέφεια του θεάτρου, θα προσελκύσει νέες γενιές θεατών και θα δώσει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην πεντηκονταετή πορεία του ΔΗΠΕΘΕΚ ως το Θέατρο της Κρήτης.
Παράλληλα, θα ήθελα να εκφράσω την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη προς την απερχόμενη Καλλιτεχνική Διευθύντρια, Έφη Θεοδώρου, για την εξαίρετη προσφορά της από το 2019 έως σήμερα.
Η θητεία της έθεσε νέες βάσεις για το περιφερειακό θέατρο του 21ου αιώνα, αξιοποιώντας μνημειακούς χώρους, αναδεικνύοντας σύγχρονα κείμενα και εισάγοντας μια φρέσκια σκηνοθετική ματιά που εμπλούτισε τον χαρακτήρα του ΔΗΠΕΘΕΚ.
Η παρακαταθήκη που αφήνει αποτελεί πολύτιμο εφόδιο για το μέλλον του θεσμού. Την ευχαριστούμε θερμά και της ευχόμαστε κάθε επιτυχία στα επόμενα βήματά της, με την πεποίθηση ότι θα συνεχίσει να υπηρετεί την τέχνη με την ίδια αφοσίωση και ποιότητα που τη χαρακτηρίζει».



