Του Αλέξανδρου Ζέρβα
Συστηματική όσο και λυσσαλέα είναι η προσπάθεια που γίνεται από ένα τμήμα των συστημικών ΜΜΕ να πείσουν πως η Αθήνα τείνει να εξελιχθεί σε μια πόλη, όπου επικρατεί το απόλυτο χάος. Κάπως έτσι, η πρόσφατη «δραστηριότητα» εκ μέρους του Ρουβίκωνα (στην Τράπεζα της Ελλάδος και στην είσοδο του δημαρχείου Ζωγράφου) καθώς κι οι επιθέσεις εναντίον καταστημάτων στην Ερμού προβλήθηκαν με πηχυαίους τίτλους.
Κι επειδή η αλήθεια είναι πως στο δημόσιο διάλογο τους έχουμε πολύ εύκολους τους συμψηφισμούς, δεν άργησε να έρθει ο «συνειρμός» με την υπόθεση της Ηριάννας και του Περικλή. «Γιατί να τους αφήσουν; Για να σπάνε την Αθήνα και να βάζουν βόμβες μαζί με τους φίλους τους;» διερωτώνται δημοσίως διάφοροι μεγαλοσχήμονες, εκφράζοντας παράλληλα την αγανάκτησή τους για την όλο και πιο έντονη αμφισβήτηση των αποφάσεων της δικαιοσύνης.
Δεν περίμενε, βέβαια, κανείς από τον Άρη Πορτοσάλτε ή τον Άδωνη Γεωργιάδη να επιδείξουν στοιχειώδη ευαισθησία μπροστά στο ενδεχόμενο να παραμείνουν έστω ένα λεπτό παραπάνω στη φυλακή δύο αθώοι νέοι. Άλλωστε, φαίνεται πως το τελευταίο διάστημα μόνο η υπόθεση της «αθωότητας» του πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, Ανδρέα Γεωργίου, τους καίει πραγματικά. Βλέπετε η υπόθεση της Ηριάννας είναι δυστυχώς μη δημοσιονομικού ενδιαφέροντος, οπότε μην περιμένετε από κάποιον ευρωπαϊκό θεσμό να ασχοληθεί σοβαρά…
Την ίδια στιγμή, πάντως, πολύ φοβάμαι πως ούτε οι συνεχείς αντιδράσεις εκ μέρους κυβερνητικών στελεχών για τη συγκεκριμένη σκανδαλώδη απόφαση της δικαιοσύνης έρχονται να συμβάλουν θετικά. Αντίθετα, δείχνουν να υποβιβάζουν τη συζήτηση για μια υπόθεση, η οποία άπτεται βασικών συνταγματικών ελευθεριών, σε ένα ακόμη επεισόδιο μιας βεντέτας που έχει ξεσπάσει τους τελευταίους μήνες.
Το χειρότερο όμως είναι πως οι παραπάνω αντιδράσεις δεν είναι δυνατό να καλύψουν τις πραγματικές ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ και σε αυτή την υπόθεση. Εφόσον δηλαδή η κυβέρνηση δεν ήθελε να βρεθεί προ «δυσάρεστης έκπληξης», όπως ανέφερε ο Σταύρος Κοντονής, καλό θα ήταν να έχει ήδη εξετάσει πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο κατάργησης των βασικών διατάξεων του τρομονόμου (των περίφημων 187 και 187Α του Ποινικού Κώδικα).
Κι όμως, ο Σταύρος Κοντονής όχι μόνο δε διανοήθηκε καν να ανοίξει μια τέτοια συζήτηση, αλλά πολύ πρόσφατα φρόντισε να τον εμπλουτίσει με πέντε νέες παραγράφους που προβλέπουν ποινές για «όποιον δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει σε τέλεση αδικημάτων και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση». Μόνο που καλό είναι να «μην πέσει από τα σύννεφα», εφόσον δει να δένεται χειροπόδαρα κανένας φουκαράς για κάποιο «ατυχές» σχόλιο που μπορεί να έκανε στα social media.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, είναι σαφές πως ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας δείχνει διάθεση να σταθεί στο ύψος του στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμη κι όταν οι θεσμικοί εκπρόσωποι της πολιτείας επιδεικνύουν την ανεπάρκειά τους σε όλο το μεγαλείο της.
Όχι μόνο γιατί έχει μπροστά του δυο νέους, οι οποίοι κινδυνεύουν να στερηθούν μέσω μιας αδιανόητης δικαστικής μεθόδευσης την ελευθερία τους, την ώρα μάλιστα που ακόμη κι η προσωπική ζωή τους γίνεται βορά στις ορέξεις πολιτικών και μιντιακών αρπακτικών. Αλλά επίσης γιατί όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται πως όλα τα παραπάνω είναι ενδεικτικά του τι πρόκειται να αντιμετωπίσει οποιοσδήποτε απλός πολίτης, εφόσον πέσει στα δόντια ενός εισαγγελέα που έχει θέσει ως σκοπό της ζωής να μην επιτρέψει «να γίνουμε… Βαρκελώνη».