13.8 C
Chania
Sunday, November 24, 2024

Νικολάι Γκόγκολ, «Ταράς Μπούλμπα» – Ζωγραφίζοντας την ακατάλυτη ενότητα του ουκρανικού και ρωσικού λαού

Ημερομηνία:

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

Νικολάι Γκόγκολ, «Ταράς Μπούλμπα». Μετάφραση από τα ρωσικά: Ανδρέας Σαραντόπουλος. Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος. Αθήνα, 2018

Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ (1809-1852), Ρώσος γεννημένος στην Ουκρανία δραματογράφος, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος,   θεωρείται ως μια από τις εξέχουσες προσωπικότητες του ρωσικού λογοτεχνικού ρεαλισμού και μάλιστα πολλοί κριτικοί συχνά τον αναφέρουν ως τον πατέρα του. Ένας παραγωγικότατος συγγραφέας που παρά το σύντομο του βίου του μας άφησε υπέροχα έργα που έχουν μεταφραστεί σε διαφορετικές γλώσσες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως της ελληνικής.

Το «Ταράς Μπούλμπα», του Νικολάι Γκόγκολ, είναι μια όμορφη και συγκινητική νουβέλα που δικαίως θεωρείται ένα πολύ αγαπημένο βιβλίο των «σοβιετικών» ανθρώπων, μια ρομαντική ιστορική μυθοπλασία που προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ του δυτικού τρόπου σκέψεως που επηρεάζεται από τον τεχνοκρατικό πολιτισμό και του «ανατολικού» που ελέγχεται περισσότερο από το νομαδικό πάθος. Αφηγείται την ιστορία ενός ηλικιωμένου Ζαποροζιανού Κοζάκου, του Ταράς Μπούλμπα και των δύο γιων του, του Οστάπ και του Αντρέι, οι οποίοι  εντάσσονται στις στρατιωτικές δυνάμεις στη Νότια Ουκρανία και βαδίζουν σε πόλεμο εναντίον της Πολωνίας.

Τα κείμενα αυτά έδωσαν μια φρεσκάδα στην ουκρανική υπαίθρια ζωή και στη ζωή της στέπας, καθώς και στη ρωσική λογοτεχνία η οποία έως τότε υπέφερε από ασφυξία από ξένες επιρροές και τον αποκαλούμενο ψευδοκλασσικισμό. Ο χαρακτήρας του Ταράς Μπούλμπα, στη ουσία, είναι μια σύνθεση πολλών ιστορικών προσωπικοτήτων. Το μυθιστόρημα αν και γράφτηκε το 1834, αποτελεί ακόμα και σήμερα ένα από τα καλύτερα ρωσικά κλασσικά έργα.

Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το βαθύτερο μήνυμα του μυθιστορήματος, απαιτούνται κάποια εισαγωγικά στοιχεία όσον αφορά τη γεωγραφία και την ιστορία της περιοχής. Η στρατηγική θέση της Ρωσίας στον παγκόσμιο χάρτη είναι μεταξύ   Ανατολής και  Δύσης, αλλά τουλάχιστον έως   τις αρχές του 19ου αιώνα πολλές ευρωπαϊκές χώρες έβλεπαν τη Ρωσία ως απελπιστικά οπισθοδρομική και μεσαιωνική τόσο σε νοοτροπία όσο και σε συμπεριφορές.

Περισσότερο την θεωρούσαν μέρος της Ασίας παρά ένα προχωρημένο φυλάκιο της ευρωπαϊκής σκέψης και του πολιτισμού. Ωστόσο, οι προσπάθειες του Μεγάλου Πέτρου να εκσυγχρονίσουν με κάθε τρόπο και τίμημα τη Ρωσία, οδήγησαν σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων τον 18ο αιώνα, με την  αριστοκρατία της Ρωσίας να στρέφει το βλέμμα της προς τη  Δύση για διάφορα ιδανικά. Έτσι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πολλοί Ρώσοι ευγενείς και αριστοκράτες πραγματοποιούσαν εκτενείς και επανειλημμένες επισκέψεις σε χώρες της  Δυτικής Ευρώπης και σύντομα υιοθέτησαν τα γαλλικά ως τη γλώσσα των ευγενών.

Η γαλλική και αγγλική λογοτεχνία έγινε ουσιαστικό μέρος της ανάγνωσής τους και η δυτική φιλοσοφία μπήκε αποφασιστικά στη σκέψη τους. Στη ρωσική αριστοκρατία άρεσε η μόδα της Δύσης, και ως εκ τούτου, θεωρούσε τον εαυτό της μέρος της σύγχρονης Ευρώπης. Το 1721, η Αγία Πετρούπολη δημιουργήθηκε και καθιερώθηκε ως η νέα πρωτεύουσα της Ρωσίας και παρέμεινε η πιο δυτικοποιημένη, ας χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον όρο, πόλη της Ρωσίας. Υπήρξε, για την ιστορία, πρωτεύουσα της ρωσικής αυτοκρατορίας τα διαστήματα 1721-1728 και 1730-1917. Πράγματι λοιπόν, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι την θεωρούσε ως μια ξένη παρουσία στη χώρα, πνευματικά κενή σε σύγκριση με την παλιά ρωσική πρωτεύουσα, εκείνη της Μόσχας. Ο Νικολάι Γκόγκολ είναι ένας άλλος συγγραφέας που μοιράζεται παρόμοιες σκέψεις και απόψεις  σχετικά με κάποιες φαυλότητες, κακίες και μοχθηρότητες οι οποίες απαντούν στις ιστορίες του.

Παρά την απόρριψη από μέρους των συγγραφέων για την έννοια εκείνης της δυτικότροπης και εκσυγχρονισμένης Ρωσίας, η λογοτεχνία της χώρας επηρεάστηκε βαθύτατα από τα κείμενα των συγγραφέων και ποιητών της Δύσης, με πρώτο και καλύτερο τον μεγάλο εθνικό συγγραφέα της Ρωσίας, τον Αλέξανδρο Πούσκιν (1799-1837) στον οποίο επέδρασσαν βαθιά Άγγλοι συγγραφείς όπως ο Σαίξπηρ, ο Μπάιρον και άλλοι. Ο Ιβάν Τουργκένιεφ  (1818-1883) ένας άλλος διάσημος επίσης Ρώσος συγγραφέας, ο οποίος έζησε για πολλά χρόνια στην Ευρώπη, ήταν βαθιά δυτικός στις ιδέες του. Αν και κατάφερε να γνωστοποιήσει και να φέρει σε επαφή τη ρωσική λογοτεχνία στους Ευρωπαίους αναγνώστες, εν τούτοις πάντα κατηγορήθηκε ότι αρνήθηκε τη δική του κουλτούρα και ότι ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ξένος στη χώρα του.

Φυσικά το έργο των Λέοντος Τολστόι (1828-1910)  και Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) εκτόξευε οριστικά τα κείμενα των Ρώσων έξω από τη Ρωσία εντυπωσιάζοντας τους Ευρωπαίους με τη φανταστική και συναισθηματική τους δύναμη και πληρότητα. Αναμφίβολα αμφότεροι είχαν επηρεασθεί βαθιά τόσο από τον Ευρωπαϊκό Ρομαντισμό όσο και από τον Ρεαλισμό, αλλά η μυθοπλασία τούς προσέφερε χαρακτήρες πιο περίπλοκους και παθιασμένους από αυτούς που είχαν συνηθίσει οι Ευρωπαίοι αναγνώστες και κριτικοί. Σε όλους αυτούς βέβαια θα πρέπει να προσθέσουμε και τον Άντον Τσέχωφ  (1860-1904) με το γνωστό του έργο.

Οι κριτικοί πάντως πιστεύουν ότι η πιο αξιοσημείωτη περίοδος της ρωσικής λογοτεχνίας υπήρξε ο 19ος αιώνας, μια χρονική περίοδος κατά την οποία δρομολογήθηκαν και είδαν το φως, σε εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα, μερικά από τα αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στην πραγματικότητα, πολλά από τα διακεκριμένα έργα της ρωσικής λογοτεχνίας παρήχθησαν τις δύο δεκαετίες του 1860 και του 1870 και η περίοδος αυτή θεωρείται αντιπροσωπευτική και μοναδική του ρωσικού λογοτεχνικού μεγαλείου. Δεν θα μπορούσε εύκολα κάποιος να αρνηθεί τη θεωρία και την υπόθεση ότι σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ρωσικής λογοτεχνίας και στον εκσυγχρονισμό της χώρας έπαιξε η ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία της.

Το γεγονός ότι η Ρωσία δέχτηκε  και ασπάστηκε τον Χριστιανισμό από το Βυζάντιο και όχι από τη Ρώμη ήταν εξαιρετικά σημαντική παράμετρος για την ανάπτυξη του ρωσικού πολιτισμού. Ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης επηρεάστηκε και συνδέθηκε στενά με την Καθολική Πολωνία και αυτό το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα τις ανάλογες εκεί πολιτιστικές εξελίξεις. Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία εξακολούθησε να υποφέρει λόγω της συμπάθειάς της προς την Ορθόδοξη Εκκλησία και ως εκ τούτου απομονώθηκε από τη Δύση για μεγάλα χρονικά διαστήματα και μάλιστα, μερικές φορές, ο πολιτισμός της κρίθηκε από αυτή επικίνδυνος και βάρβαρος.

Έτσι ως συνέχεια της βυζαντινής θρησκείας, η γλώσσα της εκκλησίας θα μπορούσε να είναι η λαϊκή, η καθομιλουμένη ή η ιδιωματική,  και όχι, όπως στη Δύση, τα Λατινικά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση και την άρνηση της απορρόφησης και υιοθέτησης πολλών παραμέτρων του δυτικού πολιτισμού σε πολλά μέρη της Ρωσίας, ιδίως στα νότια τμήματα, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας. Παρ’ όλα αυτά, ένας σεβαστός αριθμός συγγραφέων κατάφερε και ασχολήθηκε με την ανάγνωση και τη μετάφραση ευρωπαϊκών κειμένων. Ειδικότερα, στον 18ο, 19ο και 20ο αιώνα, σημαντικοί Ρώσοι συγγραφείς αφιέρωσαν την ενέργεια και το χρόνο τους στη μετάφραση ξένων έργων, μια διαδικασία η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελούσε την πιο σημαντική συμβολή τους στον κορμό της  λογοτεχνίας, και φέρνοντας στο προσκήνιο τις δανεικές πινελιές ύφους και περιεχομένου που χρησιμοποίησαν ενσυνειδήτως τα ρωσικά λογοτεχνικά κείμενα.

Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, η επιλογή των μεταφρασμένων ξένων έργων που κυκλοφόρησαν στη Ρωσία ήταν εκκλησιαστικής φύσεως και σχεδόν όλα δανεισμένα από τα ελληνικά. Οι δυτικές πολιτιστικές επιρροές διείσδυσαν σταδιακά στη Ρωσία τον 17ο αιώνα μέσω ορισμένων καναλιών, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανικής συνοικίας στη Μόσχα και μέσω της Ουκρανίας, η οποία ενώθηκε με τη Ρωσία το 1654. Στα τέλη του 17ου αιώνα, υπήρξε σημαντική αλλαγή στο στυλ και τη θεματολογία της ρωσικής λογοτεχνίας. Ο Τολστόι, γράφοντας τον «Πόλεμο και την Ειρήνη», στην ουσία υπαινίσσεται πως η παρέκκλιση από τις ευρωπαϊκές φόρμες ήταν απαραίτητη για έναν Ρώσο συγγραφέα, κάτι που έδωσε αργότερα, στις αρχές του εικοστού αιώνα,  την ανάπτυξη του Ρωσικού Φορμαλισμού.

Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852)

Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, η ρωσική λογοτεχνία προχώρησε από μια περίοδο κωδικοποίησης, επεξεργασίας, απομίμησης και απορρόφησης ξένων μοντέλων, στην ανάπτυξη μιας γηγενούς λογοτεχνικής γλώσσας που με τη σειρά της είχε ως αποτέλεσμα τον πειραματισμό πάνω σε διαφορετικά ευρωπαϊκά είδη και την μετάδοσή τους στον ιστό του ρωσικού πολιτισμού και της παράδοσης, ώστε να μην αποτελούν πλέον δάνεια από τη Δύση, αλλά να αλλάζουν μορφή και να θεωρούνται του λοιπού ρωσικά. Αναμφίβολα, αρκετή κλασσική και δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία μεταφράστηκε, διαβάστηκε και αφομοιώθηκε, έργα και συμπεριφορές αιώνων.

Ένας συγγραφέας του οποίου τα έργα έχουν αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου και εξακολουθούν σήμερα να θεωρούνται ως τα καλύτερα έργα του 19ου αιώνα, είναι ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ, με τα τόσο γνωστά σήμερα έργα του. Τα κείμενα στα έργα του είναι αντιπροσωπευτικά της βαθιάς κριτικής του για τον ρωσικό εκσυγχρονισμένο τρόπο ζωής τον οποίο θεωρούσε ότι ήταν  πνευματικά κενός. Μέσα από τα έργα του, έδειξε στα μάτια όλων των ανθρώπων τη χυδαία και σάπια φύση της δουλοπαροικίας και εκείνη του τσαρικού καθεστώτος, ενώ ταυτόχρονα αντανακλούσε το όνειρο, την πιθανότητα μιας άλλης, ανώτερης πνευματικά πραγματικότητας.

Ο Νικολάι Γκόγκολ, στην πραγματικότητα, ήταν λάτρης της ελεύθερης και ημιάγριας ​​ζωής των  καθημερινών ανθρώπων μέσα στα λιβάδια και τις στέπες της Ουκρανίας, που ονομάζονταν «Μικρή Ρωσία», ενώ όλες σχεδόν οι ιστορίες του ξεκινούν με τον εγκωμιασμό  του  αθώου και ειλικρινούς τρόπου ζωής αυτών των απλοϊκών ανθρώπων. Ίσως σε πολλά έργα του να μην δόθηκε η απαραίτητη προσοχή και δημοσιότητα, εν μέρει γιατί αφορούσαν την επαρχία της Ουκρανίας, λόγω της γνωστής εμμονής του με τον ουκρανικό πολιτισμό, και όχι την έδρα της αυτοκρατορικής εξουσίας, όπως στις ιστορίες του στην Πετρούπολη, ή με τις ευρύτερες εκτάσεις της Ρωσίας, όπως στις «Νεκρές Ψυχές».

Για τους περισσότερους Ρώσους, η ουκρανική καταγωγή του Γκόγκολ παραμένει άγνωστη ή απλώς συμπτωματική. Οι προαναφερόμενες ιστορίες του, εμπεριέχουν και είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένες από την ουκρανική ομιλία, το χιούμορ και κάποιες πολιτιστικές λεπτομέρειες, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες που υιοθέτησαν ξένες επιρροές.

Όμως, για να κατανοήσει ο αναγνώστης κάποιες βαθύτερες πτυχές του βιβλίου ετούτου, είναι απαραίτητο να γνωρίζει και το ιστορικό υπόβαθρο των περίφημων Κοζάκων. Οι Κοζάκοι ήταν κυρίως σκλάβοι που κατάφεραν να ξεφύγουν από τα νύχια των πλούσιων γαιοκτημόνων που ανήκαν στην Κοινοπολιτεία Πολωνίας-Λιθουανίας. Κάποιοι  από αυτούς είχαν καταφέρει επίσης να ξεφύγουν από τους βάρβαρους Τατάρους και να εγκατασταθούν στις περιοχές γύρω από τον ποταμό Δνείπερο σε μικρούς στρατιωτικούς καταυλισμούς που ονομάζονταν Σετς.

Τα Σετς άρχισαν σταδιακά να  μεγαλώνουν σε έκταση  και αριθμό, καθώς όλο και περισσότεροι δουλοπάροικοι έφταναν εκεί και δήλωσαν ότι ήταν ελεύθεροι άντρες. Έτσι οργανώθηκαν περισσότερο και καθιερώθηκαν ως μια αξιοσέβαστη πολιτική οντότητα με το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησής τους να ορίζει κανόνες για την αδελφότητα των Κοζάκων. Το όνομά τους σημαίνει «ελεύθεροι άνθρωποι». Το Ζαπορόζσκαγια Σετς (από τη λέξη «Ζασέκα», δηλαδή οχυρό), που αναφέρεται στο βιβλίο, ιδρύθηκε και επεκτάθηκε κάπου μέσα τον 15ο αιώνα.

Η Κοινοπολιτεία Πολωνίας-Λιθουανίας και η Οθωμανική Αυτοκρατορία μοιράζονταν πάντα μια τεταμένη σχέση, η οποία επιδεινώθηκε περαιτέρω τον 16ο αιώνα όταν οι στρατιωτικά εκπαιδευμένοι και επιθετικοί Κοζάκοι άρχισαν να εισβάλλουν στις περιφέρειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η τελευταία σε δεδομένη στιγμή κατηγόρησε την Κοινοπολιτεία ότι δεν μπόρεσε να ελέγξει τους παλιούς της δουλοπάροικους και σε απάντηση, οι Τάταροι που ζούσαν υπό την οθωμανική κυριαρχία ξεκίνησαν επιδρομές στην Κοινοπολιτεία, κυρίως στα αραιοκατοικημένα νοτιοανατολικά εδάφη της Ουκρανίας. Υπογράφηκαν αρκετές συνθήκες μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Κοινοπολιτείας Πολωνίας-Λιθουανίας που αφορούσαν τόσο τους Κοζάκους όσο και τους Τατάρους, αλλά όλες αποδείχτηκαν μάταιες καθώς ο τρόπος ζωής των Κοζάκων είχε άλλες ρίζες και δόξες. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που ήταν αναπόσπαστος με τη ζωή αυτών των Κοζάκων, ήταν η αφοσίωση και η διατήρηση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας τους, η οποία βρισκόταν σε επίθεση και διωγμό από  τις δυνάμεις της Κοινοπολιτείας, οι οποίες δήλωναν υποταγή και πίστη στην Καθολική Εκκλησία.

Οι δυνάμεις της Κοινοπολιτείας προσπάθησαν με διάφορους τρόπους να εφαρμόσουν πολιτικές καταστολής της ορθόδοξης πίστης των Κοζάκων, καθιστώντας τους έτσι περισσότερο εχθρικούς απέναντι στους Πολωνούς και τη θρησκεία τους. Αποτέλεσμα ήταν ότι διεξάγονταν συνεχείς πόλεμοι μεταξύ των Κοζάκων και των Πολωνών και η ουκρανική ιστορία δοξάζει πολλούς τέτοιους ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους σε αυτούς τους πολέμους για χάρη της πίστης και της γης τους. Μια τέτοια ιστορία παρακίνησε και τον Νικολάι Γκόγκολ  να γράψει το αριστούργημά του «Ταράς Μπούλμπα», την ιστορία δηλαδή ενός ηλικιωμένου Κοζάκου που θυσίασε τη ζωή του καθώς και εκείνη των δύο γιων του για να εκδικηθεί τις ιεροσυλίες στις οποίες προχώρησαν οι δυνάμεις της Κοινοπολιτείας στις Ορθόδοξες εκκλησίες της Ουκρανίας.

Το μυθιστόρημα ξεκινά με την εμφανή ευχαρίστηση του Ταράς Μπούλμπα, έναν ηλικιωμένο Ζαποροζιάνο Κοζάκο, καλωσορίζοντας στο πατρικό σπίτι τους δύο γιους του, τον Οστάπ και τον Αντρέι που επέστρεψαν στις στέπες μετά από εκπαίδευση και αποφοίτηση από την Ιερατική Σχολή του Κιέβου. Ο Ταράς είναι ενθουσιασμένος με την προοπτική να μυήσει τους νέους και ζωηρούς  γιους του στο Σετς, όπου θα εκτεθούν στον ελεύθερο τρόπο ζωής των Κοζάκων, καθώς και στην τέχνη του πολέμου. Διοργανώνει, έτσι, μια συνάντηση σημαντικών ανθρώπων του χωριού για να γιορτάσει με τον δέοντα τρόπο την περίσταση. Οι λέξεις του είναι στοχευμένες επαρκώς, «… να δώσει ο Θεός να νικάτε πάντα στον πόλεμο! Να σκοτώνετε άπιστους, και τους Τούρκους και τον Τάταρο, και Πολωνούς ακόμη, αν αρχίσουν να μαγαρίζουν την πίστη μας…». Παρά τις βουβές αντιρρήσεις της μητέρας των αγοριών, την επόμενη μέρα, οι τρεις άνδρες ξεκίνησαν προς το Σετς και οι σκέψεις τους στο δρόμο, αποκαλύπτουν στον αναγνώστη τις πραγματικές τους προσωπικότητες και διαθέσεις. Ο Ταράς είναι συγκινημένος από  την εξωτική και άγρια ​​ομορφιά των ανοιχτών λιβαδιών με όλη τη ζωή του να παρελαύνει μπροστά στα μάτια του, και προσδοκεί να συναντηθεί με παλιούς συντρόφους και συμπολεμιστές του.

Οι δύο γιοί του Ταράς Μπούλμπα, Οστάπ και Αντρέι, μπορεί να ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες, αλλά αμφότεροι ενστερνίστηκαν τα ιδεώδη των Κοζάκων. Ο Οστάπ, ξεκίνησε τη ζωή του στην Ακαδημία του Κιέβου με έναν μάλλον νωθρό τρόπο και φαινόταν απρόθυμος να μάθει όλα τα πράγματα που διδάσκονταν στην ακαδημία, έως ότου ο πατέρας του τον απείλησε να μην τον εισαγάγει στη ζωή της περιοχής Ζαπορόζιε εάν αποτύγχανε στις σπουδές του, κάτι που έφερε μια αλλαγή στη συμπεριφορά του  και έγινε επιμελής μαθητής και κορυφαίος σε όλα τα θέματα. Φυσικά, όλα αυτά  ενίσχυσαν  τον  χαρακτήρα του και τού έδωσαν εκείνη τη σταθερότητα που διακρίνει τους Κοζάκους. Από την άλλη πλευρά, ο Αντρέι  Μπούλμπα ήταν πιο φανταστικός και τολμηρός από τον μεγαλύτερο αδερφό του και κατάφερνε να ξεφεύγει από δύσκολες καταστάσεις. Μπορεί να ήθελε κι’ αυτός μια ζωή γεμάτη δράση, αλλά δεν απέτρεπε από τον εαυτό του άλλα πάθη ή συναισθήματα.

Ο Αντρέι  «… διψούσε για κατορθώματα μα μαζί με αυτό, η ψυχή του ήταν έτοιμη να ζήσει και άλλα αισθήματα. Η ανάγκη της αγάπης φούντωσε μέσα του στα δεκαοκτώ του χρόνια. Η γυναίκα άρχισε να παρουσιάζεται πιο συχνά στα όνειρά του. Μπορεί να ήταν παρών στο μάθημα της φιλοσοφίας, αλλά έβλεπε τη γυναίκα κάθε λεπτό μπροστά του-δροσερή, μαυρομάτα, τρυφερή…». Αλλά φυσικά το αποκορύφωμα όλων ήταν όταν εντελώς τυχαία γνώρισε την θυγατέρα του βοεβόδα του Κόβνο, μια πανέμορφη Πολωνέζα. Έχοντας εισαγάγει τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος στον αναγνώστη, ο Γκόγκολ συνεχίζει να περιγράφει με καταπληκτικό τρόπο τη γη που λατρεύει περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο, με τις μυριάδες αποχρώσεις και  μορφές:

«… Όσο προχωρούσαν τόσο η στέπα γινόταν πιο όμορφη. Εκείνα τα χρόνια, όλος ο νότος, όλος ο χώρος που αποτελεί τη σημερινή Νοβορωσία, ως τη Μαύρη Θάλασσα, ήταν μια πράσινη, παρθενική ερημιά. Ποτέ αλέτρι δεν είχε περάσει πάνω στ’ ατέλειωτα κύματα της άγριας βλάστησης. Τίποτα στη φύση δεν   μπορούσε να γίνει πιο όμορφο…Να σας πάρει ο διάολος, στέπες, πόσο όμορφες είσαστε…»! Και αργότερα το βράδυ, ο ενθουσιασμός του Γκόγκολ με τη γη του συνεχίζεται, «… Το βράδυ όλη η στέπα άλλαζε ολότελα. Ο ήλιος αγκάλιαζε με τις τελευταίες ανταύγειες όλη εκείνη την πολύχρωμη έκταση όπου, καθώς σιγά-σιγά σκοτείνιαζε, έβλεπες τον ίσκιο να περπατάει πάνω της και να γίνεται σκουροπράσινη. Ο αχνός ανέβαινε πυκνότερος, κάθε λουλουδάκι, κάθε χορταράκι άφηνε τη μυρωδιά του και όλη η στέπα μοσχοβολούσε… Πότε-πότε ακούγεται από κάποια απόμερη λίμνη να σκούζει ένας κύκνος, και το σκούξιμο, σαν ασημένια σάλπιγγα, αντηχεί στον αέρα…».

Οι τρεις τους φτάνουν επιτέλους στο Σετς, εκεί όπου όλοι οι άντρες, είναι περήφανοι και δυνατοί σαν λιοντάρια! Στο σημείο από το οποίο προερχόταν η ελευθερία στους Κοζάκους όλης της Ουκρανίας.  Συστήνει τους γιους του στους περήφανους άλλους Κοζάκους, αλλά αφού είχε προηγηθεί η υπογραφή συμφωνίας με τον Σουλτάνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι Κοζάκοι εκείνη τη στιγμή ζούσαν μια ειρηνική ζωή και επιδίδονταν σε ευχάριστες εκδηλώσεις διασκεδάζοντας ποικιλοτρόπως. Λίγες μέρες αργότερα ο Ταράς  ξελογιάζει  τους αεικίνητους Κοζάκους να διεξάγουν πόλεμο ενάντια στην αυτοκρατορία όταν ξαφνικά μια ομάδα Κοζάκων φτάνει στο Σετς και αφηγείται τις σκληρές ιστορίες για την καταστροφή των εκκλησιών τους από τους Πολωνούς. Αυτό δίνει στους γενναίους Κοζάκους ένα ουσιαστικό κίνητρο και όλοι φορτώνονται σε βάρκες και φτάνουν στην πολωνική πόλη Ντούμπνο.

Πολιορκούν την πόλη αυτή και σταματούν όλες τις ροές των προμηθειών στους κατοίκους. Ένα βράδυ, ενώ ο Αντρέι είναι ακόμα ξύπνιος, έρχεται σε αυτόν μια γυναίκα και τον ικετεύει για βοήθεια. Εκείνος γρήγορα συνειδητοποιεί ότι είναι η υπηρέτρια της ευγενούς γυναίκας που είχε συναντήσει στο Κίεβο, εκείνη την όμορφη Πολωνέζα. Τότε πολλά πράγματα αλλάζουν δραματικά. Ο Αντρέι παίρνει πολλές προμήθειες, απαραίτητες για τους έγκλειστους Πολωνούς στην πόλη με σκοπό να τις παραδώσει σε αυτή, και τελικά αποφασίζει να προσχωρήσει στις εκεί ευρισκόμενες δυνάμεις και να πολεμήσει εξ’ ονόματος του πολωνικού στρατού τους Κοζάκους για χάρη της αγάπης του. Φυσικά όταν μαθαίνει τα νέα και την πικρή αλήθεια, ο Ταράς σκοτώνει τον Αντρέι με τα ίδια τα χέρια του για να υποστηρίξει την ακεραιότητα του χαρακτήρα των Κοζάκων.

Οι Κοζάκοι μετά από μια σειρά από φρικιαστικές μάχες νικήθηκαν από τους Πολωνούς και ο μεγαλύτερος γιος του Ταράς, ο Οστάπ, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στη Βαρσοβία για δίκη. Ο Ταράς τραυματίζεται και όταν ξαναβρίσκει τις αισθήσεις του, θέλει να δει τον γιο του. Καταφέρνει να επισκεφθεί τη φυλακή της Βαρσοβίας με τη βοήθεια ενός Εβραίου εμπόρου. Η αναπόφευκτη εκτέλεση του γιου του συνταράσει τον Ταράς, αλλά η ιστορία του Νικολάι Γκόγκολ, δεν σταματάει εδώ. Τον γενναίο και τολμηρό ήρωά μας τον περιμένουν και άλλα πολλά! Αλλά το μυθιστόρημα τελειώνει με το συμπέρασμα ότι ο Ταράς δεν μπόρεσε να δει πραγματικότητα όλα εκείνα που ονειρεύτηκε. Ήταν αυτή τελικά η πολυπόθητη αποκατάσταση της ιστορίας;

 

Για πολύ καιρό, ο Γκόγκολ κατηγορήθηκε για το γεγονός ότι υποστήριζε τις πράξεις βίας των Κοζάκων και της ρωσικής ορθοδοξίας από τους συμπατριώτες του. Οι σύγχρονοι κριτικοί, βεβαίως, προσπάθησαν να διαβάσουν τον Γκόγκολ  με νέο φως. Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι ο Γκόγκολ δεν δικαιολόγησε, στην πραγματικότητα, τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Κοζάκοι, αλλά σίγουρα έθετε ένα ζωτικής φύσεως ερώτημα στον αναγνώστη του, που αφορούσε την ύπαρξη, αυτή καθ’ εαυτή, του ουκρανικού λαού, γιατί η αγάπη του για τον ουκρανικό λαό, την ουκρανική γλώσσα και τον πολιτισμό ήταν γνωστές και μη αμφισβητούμενες  παράμετροι.

Ο Γκόγκολ εμπνεύστηκε το μυθιστόρημα από τη θλίψη των ουκρανικών τραγουδιών και τις ηρωικές, διαχρονικά,  πράξεις των Κοζάκων. Γι’ αυτόν, το Ζαπορόζσκαγια Σετς είναι μια δημοκρατία με την αληθινή έννοια της λέξεως που διαδίδει τις ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας, και η οποία κατοικείται από ισχυρούς και θαρραλέους χαρακτήρες αφιερωμένους στα συμφέροντα των ανθρώπων τους και της πατρίδας τους.

Στο Επίμετρο του βιβλίου του Νικολάι Γκόγκολ, ο Σ. Μασίνσκι, διατείνεται ότι η Σετς αντιπροσωπεύει τον εκφραστή της ανώτερης ηθικής, των υγιών κανόνων στις κοινωνικές σχέσεις, που δεν αποβλέπουν σε οφέλη και σ’ ένα οποιοδήποτε ποσοστό ασήμαντων καθημερινών υπολογισμών. Και συνεχίζει, σχολιάζοντας περαιτέρω το Ταράς Μπούλμπα, «… ξεσηκώθηκε όλο το έθνος γιατί ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής… για να τιμωρήσει εκείνους που χλευάζουν τα δικαιώματά του, εκείνους που προσβάλλουν αισχρά τα ήθη και έθιμά του, εκείνους που βρίζουν την πίστη των προγόνων και την ιερή παράδοση, εκείνους που ατιμάζουν την εκκλησία, τα ξένα αφεντικά για τα σκάνδαλά τους, τους εκμεταλλευτές, τους ουνίτες…».

Το «Ταράς Μπούλμπα»  είναι μια ιστορία στην οποία ο Γκόγκολ  μας λέει πώς ο ουκρανικός λαός πολέμησε εναντίον των Πολωνών ευγενών. Ο συγγραφέας έδειξε ανοιχτά τους δεσμούς φιλίας που συνδέουν τους ουκρανούς και τους ρωσικούς λαούς στο ιστορικό πεπρωμένο. Δεν είναι τυχαίο που ο Γκόγκολ αναφέρεται στη «ρωσική δύναμη» των Κοζάκων. Οι τελευταίοι, είναι γι’ αυτόν οι σκλάβοι που ξέφυγαν από τα αφεντικά τους, και ενώθηκαν στη συνέχεια για να πολεμήσουν σύσσωμοι για την πολυπόθητη ανεξαρτησία.

Ο Ταράς Μπούλμπα είναι ο πρωταγωνιστής του, ο ήρωας με συγκεκριμένα ιστορικά χαρακτηριστικά. Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ απεικονίζει την εικόνα ενός Κοζάκου εκείνων των σκληρών χρόνων. Μόνο σε σπάνια διαστήματα ηρεμίας και ειρήνης με τους επιθετικούς γείτονές του μπορεί να επιστρέψει σε μια ειρηνική ζωή, στην οικογένειά του. Τον υπόλοιπο χρόνο, είναι ένας ανιδιοτελής και πεισματάρης πολεμιστής που αφιερώνει τη ζωή του στην υπηρεσία της πατρίδας του, και οι τελευταίες στιγμές της ζωής του είναι γεμάτες αληθινή αγάπη για τον λαό και τον ηρωισμό του.

fractalart.gr

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Εργαζόμενοι: Ωράρια «κολλημένα» στα ‘80s – Γιατί δε μειώνεται ο χρόνος εργασίας;

Γιατί οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης, δεν έχουν δει καμία...

Ενδοοικογενειακή βία: Περισσότερες από 15.000 γυναίκες αλλά και πάνω από 5.000 άνδρες έπεσαν θύματα το πρώτο 10μηνο του 2024

Ιδιαίτερη αύξηση στα περιστατικά για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας μέσα στο πρώτο...