Η Ευρώπη το 2016 αντιμετώπισε διαδοχικά πολιτικά σοκ, εισροή αριθμού ρεκόρ προσφύγων και μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, τη Βρετανική ψήφο για έξοδο από την ΕΕ και απειλές από τη Ρωσία για ανάμειξη στις εσωτερικές της υποθέσεις. Αλλά το 2017 μπορεί να είναι χειρότερο, γράφουν οι New York Times.
Υπάρχουν προγραμματισμένες τρεις εκλογικές αναμετρήσεις στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία, σίγουρα, και τώρα ίσως και στην Ιταλία. Σχεδόν παντού στην Ευρώπη τα κόμματα του πολιτικού κατεστημένου κατηγορούνται για την ασθενή οικονομία, την ανεργία και την υπεράσπιση των παγκόσμιων οικονομικών αγορών σε βάρος των πολιτών.
Η τελευταία ένδειξη της λαϊκής δυσφορίας φάνηκε στο ιταλικό δημοψήφισμα, στο οποίο οι πολίτες απέρριψαν τις προτάσεις του Ματέο Ρέντσι για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, ο οποίος δήλωσε ότι θα παραιτηθεί.
Μετά την ψήφο των Βρετανών, η ψήφος των Ιταλών είναι ακόμη ένα πισωγύρισμα στην προσπάθεια να σφυρηλατηθεί ισχυρότερη ενοποίηση των 28 χωρών και ανακύπτουν ισχυρές αμφιβολίες για το μέλλον της Ευρώπης τα επόμενα χρόνια.
«Αυτή είναι μία κρίση που χτυπάει στην καρδιά της Ευρώπης με τρόπο που δεν το έκανε ούτε το Brexit» λέει ο Mujtaba Rahman, διευθυντής του ινστιτούτου για την Ευρώπη και την Ασία. «Η Βρετανία ήταν πάντα με το ένα πόδι έξω από την ΕΕ, η Ιταλία είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη, απόλυτα ενσωματωμένη στην οικονομική και πολιτική δομή της Ένωσης. Αυτό είναι θεμελιώδες για την ΕΕ» προσθέτει.
Οι Ιταλοί απέρριψαν τις προτάσεις Ρέντσι που θα έδιναν μεγαλύτερες εξουσίες στην κυβέρνηση, μειώνοντας την ισχύ της Γερουσίας. Ο αντίκτυπος δεν σχετίζεται τόσο με τις μεταρρυθμίσεις, αλλά πολύ περισσότερο με την ευκαιρία που προσφέρει στο λαϊκιστικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων που έκανε εκστρατεία κατά των μεταρρυθμίσεων. Έφερε επίσης την παραίτηση Ρέντσι ενός ισχυρού υποστηρικτή της ΕΕ που εργάστηκε σκληρά προκειμένου να σταθεροποιήσει κάποιες από τις ιταλικές τράπεζες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.
Η λαϊκή οργή στράφηκε για άλλη μία φορά προς την αναμενόμενη κατεύθυνση, όπως είχε πει ο Γάλλος πρώην αξιωματούχος υπουργείου και αναλυτής, σε στιγμές αστάθειας. Αυτό συμβαίνει κυρίως σε δημοψηφίσματα όπου η απάντηση είναι ανάμεσα στο «ναι» και το «όχι».
Πρώτα στην Βρετανία και τώρα στην Ιταλία, όπου επικράτησε η λαϊκιστική απόρριψη του πολιτικού κατεστημένου κάτι που μπορεί να αξιολογηθεί και ως μήνυμα προς τις Βρυξέλλες, οι οποίες συνεργάζονται στενά με τις κυβερνήσεις των κρατών.
Οι πολίτες νιώθουν ότι δεν έχουν τον έλεγχο και δεν είναι τυχαίο ότι ένα σλόγκαν υπέρ του Brexit, έλεγε «ψηφίζουμε υπέρ της εξόδου, παίρνουμε πίσω τον έλεγχο». Η ιδέα ότι η ΕΕ εμποδίζει τους Βρετανούς να κάνουν αυτό που θέλουν και να έχουν τον έλεγχο έγινε το βασικό σύνθημα των λαϊκιστών σε ολόκληρη την ήπειρο.
Το κίνητρο των ψηφοφόρων στη Βρετανία και την Ιταλία ήταν σχεδόν παρόμοιο με αυτό των Αμερικανών που στήριξαν τον Τραμπ, να στείλει στο σπίτι τους την ελίτ και έκριναν απαράδεκτο το υπάρχον status quo.
Η απογοήτευση διογκώνεται και στις δύο ηπείρους, και κυρίως στην Ευρώπη μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, από την οποία πολλές χώρες δεν έχουν ανακάμψει. «Το κοινωνικό συμβόλαιο που είχαμε υπογράψει στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, πλέον δεν ισχύει» λέει η Xenia Wickett, ερευνήτρια του κέντρου Chatham House.
«Ο πληθυσμός γερνάει, έχουμε περισσότερους ηλικιωμένους οι οποίοι στηρίζονται στους νεότερους για βοήθεια, η παραγωγή μειώνεται, δεν επενδύουμε στις υποδομές και την εκπαίδευση. Ο κόσμος απομακρύνεται καθώς βλέπει ότι το σύστημα δεν λειτουργεί υπέρ τους».
Στη Γαλλία για παράδειγμα η ανάπτυξη μόλις έφτασε το 1% τον περασμένο χρόνο. Η ανεργία των νέων είναι σχεδόν στο 25%, στην Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερο. Οι μεγαλύτεροι και οι λιγότερο μορφωμένοι νιώθουν να συντρίβονται από μία οικονομία που τους αφήνει πίσω.
Η πτώση της βιομηχανικής παραγωγής δεν είναι φαινόμενο αμερικανικό, είναι και ευρωπαϊκό και οι άνθρωποι νιώθουν απογοητευμένοι και νιώθουν ότι τους πετάνε έξω από την εθνική κυριαρχία και την οικονομία, λέει η Alexandra de Hoop Scheffer, διευθύντρια του γραφείου στη Γαλλία της German Marshall Fund.
Αντί η συμμετοχή στην ΕΕ να περιορίζει αυτές τις ανησυχίες, τις ενισχύει. Το καθεστώς λιτότητας που απαιτούν οι Βρυξέλλες και οι διεθνείς δανειστές κυρίως στις χώρες της νότιας Ευρώπης, πυροδοτούν την οργή ακόμη περισσότερο.
Η ιταλική ψήφος είναι πιθανό να μεγαλώσει το χάσμα ανάμεσα στις χώρες του βορά που καθοδηγούνται από τη Γερμανία και τις χώρες του νότου, υποστηρίζει ο Pawel Tokarski, ερευνητής στο ινστιτούτο εξωτερικών υποθέσεων και ασφάλειας στο Βερολίνο.
Πολλοί στη βόρεια Ευρώπη θα αντιμετωπίσουν την ψήφο των Ιταλών ως αδυναμία να εκπληρώσουν τους στόχους που βάζουν οι Βρυξέλλες. «Είναι σίγουρο ότι η ψήφος των Ιταλών θα ενισχύσει τις αντιευρωπαϊκές φωνές» προσθέτει.
Αυτές οι φωνές έχουν αρχίσει να ακούγονται εδώ και 25 χρόνια καθώς με την επέκταση της ΕΕ, την αύξηση της γραφειοκρατίας, πολλοί άρχισαν να νιώθουν ότι οι κανόνες και οι απαιτήσεις δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι λύνουν.
Η ένταση έγινε ξεκάθαρη το 1992 όταν η συνθήκη του Μάαστριχτ για περισσότερη ενοποίηση εγκρίθηκε οριακά από τη Γαλλία και την Δανία.
Σήμερα ο αντιευρωπαϊσμός είναι μέρος της πολιτικής πλατφόρμας των λαϊκιστικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων των κομμάτων της Λεπέν στη Γαλλία, του Βίλντερς στην Ολλανδία και του Γκρίλλο στην Ιταλία.
Η πτώση του Ρέντσι, και της μεταρρυθμιστικής του ατζέντας που είναι υπέρ της Ευρώπης, βγάζει από το πολιτικό σκηνικό έναν ηγέτη που είχε ελπίδες να ενισχύσει την οικονομία της χώρας κλείνοντας το κεφάλαιο της λιτότητας. Αντίθετα ο Ρέντσι μπορεί να μείνει στην ιστορία ως ο άνθρωπος που άνοιξε το δρόμο για τους λαϊκιστές που είναι εχθρικοί απέναντι στην Ευρώπη και το ευρώ.
«Πολλοί Αμερικανοί βλέπουν την Ουάσιγκτον, όπως βλέπουν τις Βρυξέλλες πολλοί Ευρωπαίοι, λέει η de Hoop Scheffer και προσθέτει ότι πολλοί θεωρούν ότι οι Βρυξέλλες δεν έχουν νομιμοποιημένη εξουσία.
Οι παραδοσιακές κεντροδεξιές και κεντροαριστερές δυνάμεις κράτησαν την Ευρώπη ενωμένη για δεκαετίες τώρα βλέπουν την επιρροή τους να μειώνεται από απρόβλεπτους παράγοντες που αναδεικνύονται από όλο το πολιτικό φάσμα. Πολιτικοί που παίζουν με τον εθνικισμό και την ανησυχία για την οικονομική κρίση, είναι σε άνοδο σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο ακροδεξιός Βίλντερς λέει ότι δεν υπάρχουν πια διακρίσεις ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά, και το επιχείρημα βρίσκει απήχηση σε πολλούς που έχουν κουραστεί, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, με τα ίδια πολιτικά πρόσωπα και ονόματα όπως για παράδειγμα Κλίντον και Μπους.
Στη Γαλλία, η λίστα περιλαμβάνει τον Σαρκοζί και τον Ζιπέ, όπως επίσης και τον νυν πρόεδρο Ολάντ. Με τόσες πολλές εκλογικές αναμετρήσεις να πλησιάζουν, η Ευρώπη φαίνεται καταδικασμένη να συνεχίσει να αποτελεί πεδίο πολιτικών αναταραχών και μοιάζει ευάλωτη σε δυνάμεις που θέτουν σε κίνδυνο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
«Το τζίνι δεν πρόκειται να επιστρέψει στο μπουκάλι» είπε ο Βίλντερς και τονίζει ότι «η διαδικασία θα συνεχιστεί και θα αλλάξει την Ευρώπη για πάντα».
Επιμέλεια: Κυριάκος Αργυρόπουλος