«Στόχος των προτάσεών μας είναι η αναγέννηση του ΕΣΥ, μέσα από μεταρρυθμίσεις που θα προστατεύουν το δημόσιο χαρακτήρα του και θα το προετοιμάσουν ώστε να απαντά στις προκλήσεις των επόμενων γενεών. Αλλαγές που δεν περιορίζονται στις αναγκαίες ποσοτικές παρεμβάσεις, αλλά επεκτείνονται σε όλους τους τομείς και λαμβάνουν υπόψη όλες τις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται στον τομέα της υγείας», αναφέρει ο κ. Ανδρουλάκης.

«Συγκεκριμένα, προτείνουμε την ανάπτυξη μίας ολοκληρωμένης δημόσιας υπηρεσίας για την Υγεία με ισχυρές δομές σε κάθε περιφέρεια, όπου σε συνεργασία με τον ΕΟΔΔΥ θα σχεδιάζει και θα αξιολογεί πολιτικές, θα επιτηρεί τους δείκτες υγείας του γενικού πληθυσμού και θα είναι υπεύθυνη για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων. Θα πρέπει επίσης να σχεδιάσουμε ένα νέο χάρτη υγείας που θα ανταποκρίνεται στις πληθυσμιακές αλλαγές. Δεν γίνεται να έχουμε 17 νοσοκομεία στο κέντρο της Αθήνας αλλά ούτε ένα στην πολυπληθή πια Ανατολική Αττική», συνεχίζει.

Τονίζει ότι: «Σημαντικός πυλώνας των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεών μας είναι η δημιουργία ενός ενιαίου συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας υπό δημόσια εποπτεία, υπό την ευθύνη ενός οικογενειακού γιατρού και την συμμετοχή επαγγελματιών υγείας. Θα πρέπει ακόμα να προωθήσουμε τη δημιουργία σύγχρονων και καινοτόμων μονάδων περίθαλψης εκτός των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, όπως είναι κέντρα χρόνιων παθήσεων, μονάδες ημερήσιας νοσηλείας και δημόσιων κέντρων αποκατάστασης».

Επισημαίνει πως: «Δεν πρέπει ακόμα να ξεχνάμε ότι το ΕΣΥ είναι οι άνθρωποι οι οποίοι εργάζονται σε αυτό. Για το λόγο αυτό ζητάμε την κάλυψη των πραγματικών κενών του ΕΣΥ με μόνιμο ιατρικό, νοσηλευτικό, παραϊατρικό προσωπικό με διαφανείς διαδικασίες, καταρτίζοντας σύγχρονα οργανογράμματα ώστε να προκηρύσσονται άμεσα όλες οι θέσεις που εκκενώνονται. Βελτίωση των συνθηκών εργασίας, ιδιαίτερα για τους ειδικευόμενους ιατρούς και αναθεώρηση του συστήματος αμοιβών με αύξησή τους για να προσελκύεται προσωπικό υψηλών προδιαγραφών και προσόντων και να περιοριστεί το brain drain πάνω από 20.000 ιατρών τα τελευταία χρόνια. Πρέπει ακόμα να εξετάσουμε την παροχή κινήτρων για ειδικότητες οι οποίες λείπουν από το Σύστημα αλλά είναι απαραίτητες».

Υπενθυμίζει πως: «Τέλος, η Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα. Ένας από τους βασικότερους αποτρεπτικούς λόγους για παραμονή των νέων ανθρώπων στα νησιά και στην περιφέρεια είναι οι παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Θα πρέπει να υπάρχουν τα απαραίτητα κίνητρα για να προσελκύσουμε το απαραίτητο επιστημονικό δυναμικό. Σε κάθε νησί θα πρέπει να υπάρχει είτε στα πιο μεγάλα επαρκώς στελεχωμένο Νοσοκομείο, είτε στα μικρότερα μονάδα ΠΦΥ σε διασύνδεση με το πλησιέστερο νοσοκομείο, ενώ τα πολύ μικρά θα έχουν ένα περιφερειακό ιατρείο με μόνιμο ιατρό. Επιπλέον, αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες, μπορούμε να καλύψουμε το χάσμα μεταξύ κέντρου και περιφέρειας, αναπτύσσοντας υπηρεσίες τηλεϊατρικής, τηλεσυμβουλευτικής και τηλεπαρακολούθησης ασθενών. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός της υγείας θα μπορούσε να συμβάλει ακόμα και στην κάλυψη της ανάγκης συνεχούς υποστήριξης ηλικιωμένων, ατόμων με κινητικά ή άλλα προβλήματα και ατόμων με χρόνιες παθήσεις αλλά και στην εφαρμογή του ψηφιακού φακέλου υγείας και την κατάρτιση στοχευμένων προληπτικών προγραμμάτων».

Και καταλήγει: «Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των προτάσεων είναι η ουσιαστική αναβάθμιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας για να μπορεί να υπηρετεί τους πολίτες. Ένα δημόσιο σύστημα υγείας ευέλικτο, αποτελεσματικό και πρωτοπόρο, το οποίο λειτουργεί ως μηχανισμός μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων και όχι διαιώνισής τους. Ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας όπως το οραματίστηκαν ο Γιώργος Γεννηματάς και ο Παρασκευάς Αυγερινός όταν έθεταν το θεμέλιο λίθο στην πρώτη κυβέρνηση της Αλλαγής, σύγχρονο και λειτουργικό».