Τι σημαίνουν οι συμφωνίες έκδοσης, ποιο το διακύβευμα, ποιες υποθέσεις συνηγορούν υπέρ της μη έκδοσης και γιατί άλλαξαν την αμυντική γραμμή οι συνήγοροί του
Οι δεκαεπτά κατηγορίες περί κατασκοπείας και η μία για κακόβουλη χρήση υπολογιστή (hacking) με τις οποίες οι ΗΠΑ προσπαθούν να στηρίξουν την υπόθεσή τους, για την έκδοση εκεί του Τζούλιαν Ασσάνζ, ήρθαν και πάλι στο προσκήνιο το διήμερο της 20ης και 21ης Φεβρουαρίου 2024. Είχαν προηγηθεί, η απόφαση που εξέδωσε η Βρετανή δικαστής Βανέσσα Μπαράιτσερ τον Ιανουάριο του 2021, με την οποία απέρριπτε το αίτημα έκδοσης, αφού δεχόταν όμως όλο το σκεπτικό των ΗΠΑ, για λόγους υγείας και κινδύνων για τη ζωή του Ασσανζ (αυτοκτονία). Με την ανακοίνωση της απόφασης, η αμερικανική πλευρά επέβαλε έφεση, που εκδικάστηκε από διμελές δικαστήριο την ίδια χρονιά (2021), και ανέτρεπε την απόφαση, εγκρίνοντας την έκδοση του ιδρυτή των Wikileaks. Η έκδοση υπεγράφη τον Ιούνιο του 2022, από την τότε υπουργό Εσωτερικών της Βρετανίας, Πρίτι Πατέλ. Μετά από αυτό, η πλευρά Ασσάνζ άσκησε έφεση κατά της εντολής (Julian Assange vs United States of America, ο τόσο χαρακτηριστικός τίτλος της υπόθεσης), με νέο σκεπτικό, το οποίο επικεντρώθηκε στο γεγονός πως η συνθήκη έκδοσης του 2003 μεταξύ Βρετανίας και ΗΠΑ απαγορεύει την έκδοση για πολιτικούς λόγους, υποστηρίζοντας και στοιχειοθετώντας αυτή την άποψη. Η έφεση αυτή απορρίφθηκε τον Ιούνιο του 2023, και η τελική έφεση, και τελευταία ευκαιρία για τον Ασσάνζ, ήταν αυτή που παρακολουθήσαμε την εβδομάδα που πέρασε.
Αν και αυτή απορριφθεί, η έκδοσή του θα είναι άμεση. Γι’ αυτό και ο λόγος για “DayX”, κρίσιμη ημέρα, γιατί έχουν εξαντληθεί πια τα μέσα που προσφέρει το βρετανικό δίκαιο.
Να θυμίσουμε ότι η πιθανότερη καταδίκη που περιμένει εκεί τον Τζούλιαν Ασσάνζ είναι αυτή των 175 ετών: από 10 χρόνια για κάθε κατηγορία με το νόμο του 1917 περί κατασκοπείας συν πέντε χρόνια για την κακόβουλη χρήση υπολογιστή. Παρότι ο νόμος ονομάζεται “περί κατασκοπείας”, και είχε φτιαχτεί το 1917 με στόχο τους κομμουνιστές, αναρχικούς κ.α., ο Ασσάνζ δεν κατηγορείται για κατασκοπεία αυτή καθ΄αυτή, αλλά για παράνομη απόκτηση διαβαθμισμένων πληροφοριών που έθεσαν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Στο αμερικάνικο δίκαιο αυτά θεωρούνται ταυτόσημα.
Αντιδράσεις για την “κατ’ ουσίαν καταδίκη του σε θάνατο” έχουν υπάρξει και στις ΗΠΑ, όπου, στις 13 Δεκεμβρίου του 2023, για πρώτη φορά είχαμε κατάθεση πρότασης στο κογκρέσο, που την υπογράφουν και Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί, με την οποία ζητούνταν η απόσυρση όλων κατηγοριών και την παύση κάθε κίνησης προς έκδοση, “γιατί πρόκειται για συνήθεις δημοσιογραφικές πρακτικές.. που προστατεύονται από την πρώτη αναθεώρηση του [αμερικανικού] συντάγματος”.
Γι αυτό ακριβώς, το πρώτο και βασικότερο ζήτημα, που ανέδειξε και πάλι η υπεράσπιση του Ασσάνζ, είναι αυτό: της ελευθερίας της έκφρασης, και συνακόλουθα της ελευθερίας του Τύπου. Η δημοσιογραφική του ιδιότητα και η ένταξη όσων έκανε (για τα οποία κατηγορείται) στα βασικά εργαλεία του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, αν γίνουν δεκτά, σημαίνει αυτόματα την μη έκδοσή του, γιατί οι ΗΠΑ ακριβώς αυτά αμφισβητούν.
Οι δικαστές άκουσαν και πάλι, επίσης, ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες της καταδίκης του Ασσάνζ για τη δημοσιογραφία παγκόσμια. Οι ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι ο Ασσάνζ δεν καλύπτεται από το δικό τους δίκαιο – δεν είναι πολίτης τους, είναι πολίτης της Αυστραλίας – και άρα οι δημοσιογραφικές του έρευνες δεν υπόκεινται στο δίκαιο που καλύπτει τους δημοσιογράφους. Οι συνέπειες που μπορεί να έχει η έκδοσή του για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος παγκόσμια, από μη Αμερικανούς δημοσιογράφους στην αποκάλυψη εγκλημάτων των ΗΠΑ – πολέμου, κατά της ανθρωπότητας κλπ του διεθνούς δικαίου- είναι εμφανείς. Η απόκτηση απόρρητων πληροφοριών θα σημαίνει αυτόματα και δίωξη δημοσιογράφων και εκδοτών, όσο σοβαρά και αν είναι τα εγκλήματα. Ο αμερικάνικος εξεπσιοναλισμός θα γίνει δεκτός και σε θέματα δημοσιογραφίας και οι αμερικάνικοι νόμοι περί “εθνικής ασφάλειας” θα δίνουν παγκόσμια δικαιοδοσία στις ΗΠΑ στον έλεγχο της δημοσιογραφικής δουλειάς και των αποκαλύψεων της.
Δίκαιη δίκη, συγκεκριμένες κατηγορίες, θανατική ποινή
Ένα ακόμη θέμα που έθιξαν εκτενώς οι υπερασπιστές του Ασσάνζ, είναι το θέμα της ειδίκευσης (specialty) των κατηγοριών. Πρόκειται για αρχή του δικαίου που προβλέπει πως ο διωκόμενος/ προς έκδοσιν δεν θα δικαστεί για άλλες κατηγορίες από αυτές που αναφέρονται στο αίτημα έκδοσης και για τις οποίες συνελήφθησαν στην χώρα όπου κρατούνται (Βρετανία, στην περίπτωσή μας). Διαβεβαιώσεις για μη δίωξη του Ασσάνζ για άλλες κατηγορίες σε νέα δίκη, από τη στιγμή που θα παραδοθεί, αν παραδοθεί, στις ΗΠΑ δεν έχουν δοθεί από πλευράς Αμερικανών. Και αυτές οι κατηγορίες, οι πιθανές και προς το παρόν εκτός “εικόνας”, είναι δυνατόν να επισύρουν θανατική ποινή. Για να εκδοθεί από ευρωπαϊκή χώρα προς χώρα στην οποία υπάρχει η θανατική ποινή – όπως οι ΗΠΑ- θα πρέπει να έχουν δοθεί διασφαλίσεις ότι ο προς έκδοσιν δεν κινδυνεύει από αυτή, οι οποίες, και πάλι, δεν έχουν δοθεί, στην περίπτωση του Ασσάνζ. Αν αυτές οι διασφαλίσεις / εγγυήσεις δεν παρασχεθούν άμεσα από τις ΗΠΑ, και οι δικαστές δεχθούν ότι υπάρχει κίνδυνος επιβολής θανατικής ποινής, ο Ασανζ δεν θα εκδοθεί.
Το θέμα του πόσο δίκαιη μπορεί να είναι η δίκη του Ασσάνζ στις ΗΠΑ, αν εκδοθεί, απασχόλησε εκτενώς, επίσης. Οι δικηγόροι του επέμειναν να αναδείξουν την πολιτική φύση της δίωξής του και την εκδικητικότητα που επιδεικνύει το αμερικανικό κράτος – απόπειρες απαγωγής, δολοφονίας, παρακολουθήσεις κλπ – ακριβώς για να δείξουν ότι η πιθανότητα δίκαιης δίκης είναι ανύπαρκτη. Το δικαίωμα του προς έκδοσιν σε δίκαιη δίκη οφείλει να διασφαλιστεί από την εκδίδουσα χώρα (Βρετανία) και αν υπάρχουν αμφιβολίες η έκδοση δεν γίνεται.
Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο
Το τρίτο σημαντικό “εργαλείο” της υπεράσπισης, στην νέα της γραμμή, είναι η προσφυγή στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Ασσάνζ, όπως αυτά προστατεύονται στην Ευρώπη. Η Βρετανία έχει εναρμονίσει το δίκαιό της με το ευρωπαϊκό από το 1988 και αυτό είναι το δίκαιο που ισχύει, ασχέτως Μπρέξιτ.
Η Συμφωνία περί έκδοσης, με την οποία διώκεται ο Ασσάνζ, έχει υπογραφεί μεταξύ ΗΠΑ και Βρετανίας το 2003 (UK Extradition Act, 2003), και προβλέπει ότι το έγκλημα για το οποίο ζητείται η έκδοση οφείλει να θεωρείται έγκλημα και από τα δύο κράτη. Άρα, οι κατηγορίες εις βάρος του Ασσάνζ, οφείλουν να είναι και εγκλήματα βάσει του βρετανικού δικαίου, το οποίο είναι εναρμονισμένο με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Η εναρμόνιση με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, που προαναφέραμε, σημαίνει ότι στη Βρετανία ισχύει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η οποία προβλέπει πως αν ο προς έκδοσιν πολίτης υπάρχει περίπτωση να δεχθεί απάνθρωπη μεταχείριση ή απειλείται με βασανιστήρια (όπως τα ορίζει το αυστηρότερο ευρωπαϊκό δίκαιο) ή τη θανατική ποινή, δεν επιτρέπεται να εκδοθεί. Είναι σημαντικό, εδώ, πως η απομόνωση έχει κριθεί ως βασανιστήριο από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ενώ στις ειδικές φυλακές υψίστης ασφαλείας των ΗΠΑ (SAMs) αποτελεί τον κανόνα.
Εκεί ακριβώς “πατάει” η υπεράσπιση του Τζούλιαν Ασσάνζ, δηλαδή στη διαφοροποίηση του αμερικανικού δικαίου από το ευρωπαϊκό, η οποία έχει αποδώσει σε ανάλογες περιπτώσεις παλαιότερα: τα βρετανικά δικαστήρια, για ακριβώς αυτό το λόγο έχουν απορρίψει την έκδοση του (Βρετανού) Λώρι Λάβ, που ενήλικος διαγνώστηκε ότι βρίσκεται στο φάσμα, και έδρασε ως μέλος των Ανώνυμους, όταν η υπόθεση τελεσιδίκησε. Οι αναλογίες με την υπόθεση Ασσάνζ είναι πολλές εδώ: αρχικά, το 2016, είχε αποφασιστεί η έκδοση του Λαβ, για κακόβουλη χρήση υπολογιστή (hacking) αλλά το ανώτατο δικαστήριο ακύρωσε αυτή την απόφαση το 2018 θεωρώντας ότι η έκδοση ήταν βλαπτική για την φυσική και ψυχική του υγεία. Ομοίως, το 2012, αποφασίστηκε η μη έκδοση του (Βρετανού επίσης) χάκερ Γκάρυ ΜακΚίνον, που είχε διαγνωστεί με Ασπερτζερς, διαβόητου γιατί διέπραξε «το σημαντικότερο χάκινγκ εις βάρος του αμερικάνικου στρατού». Ο ΜακΚίνον δεν εκδόθηκε λόγω του κινδύνου να αυτοκτονήσει έτσι και εκδοθεί.
Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι στις προηγηθείσες δικαστικές διαδικασίες κατά του Ασσάνζ έχει αποδειχθεί και παρουσιαστεί ιατρικώς, με σειρά καταθέσεων, ότι και εκείνος βρίσκεται στο φάσμα. Παράλληλα, ο Νιλς Μέλτζερ, ειδικός εισηγητής των Ηνωμένων Εθνών για τα βασανιστήρια, έχει χαρακτηρίσει ως “ψυχολογικά βασανιστήρια” όσα ήδη έχει υποστεί ο Ασσάνζ και έχει εκφράσει σοβαρότατες ανησυχίες για την επίπτωση που θα έχει στην ψυχική του υγεία η έκδοσή του.
Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι στην περίπτωση ΜακΚίνον, είχε ανακοινωθεί ότι δεν μπορούσε να διωχθεί ούτε στη Μεγάλη Βρετανία, γιατί όλα τα στοιχεία του “εγκλήματος” δεν αποδίδονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες στις βρετανικές αρχές, ως διαβαθμισμένα – κάτι που προφανώς ισχύει και στην περίπτωση Ασσάνζ.
Και οι δύο περιπτώσεις αυτές αναφέρθηκαν από την υπεράσπιση στο δικαστήριο, υπενθυμίζοντας ότι η ψυχική υγεία και τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν προτεραιότητα για το ευρωπαϊκό (και άρα βρετανικό) δίκαιο.
Γίνεται σαφές, πέραν της δίκης της Δημοσιογραφίας στο πρόσωπο του Ασσάνζ, ότι η υπόθεση έχει αναδείξει και σε διεθνές επίπεδο προβλήματα που μπορεί να προκύψουν, απειλώντας βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου, όχι μόνο περί της Ελευθερίας του Τύπου αλλά και σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και σε θέματα διεθνών σχέσεων. Όπως τόνιζαν βρετανοί νομικοί «έχει [και] ευρύτερες επιπτώσεις για το μέλλον της διαφάνειας, της λογοδοσίας και του διεθνούς δικαίου»..
Η ερμηνεία που θα κάνουν οι δύο δικαστές οφείλει να λάβει όλα αυτά υπόψιν. Όποια και αν είναι η απόφασή τους, όμως, οι συνέπειές της θα αποτελέσουν προηγούμενο όχι μόνο ως δεδικασμένο αλλά και ως ένδειξη για τις διεθνείς συνέπειες της απόδοσης Δικαιοσύνης, ακόμη κι αν αυτή γίνεται σε κρατικό επίπεδο.