Ο Θεοφάνης γεννήθηκε σε ένα αρβανιτοχώρι της Ανατολικής Θράκης το 1882.
Εδώ να διευκρινήσουμε κάτι. Άλλο είναι οι Αρβανίτες και άλλο οι Αλβανοί. Αρβανίτες είναι οι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυρίων, Έλληνες δηλαδή. Αλβανοί είναι απόγονοι των Τατάρων, μιας φυλής του Καυκάσου, οι οποίοι έφτασαν στα Βαλκάνια και παρέμειναν στη σημερινή Αλβανία, αφού κατέσφαξαν όσους Αρβανίτες δεν κατάφεραν να φύγουν. Αυτοί στην πλειοψηφία τους είναι Μουσουλμάνοι, είναι η ίδια φυλή με τους Τατάρους Τούρκους που γνωρίζουμε από την ιστορία μας.
Πάμε τώρα στον Θεοφάνη μας. Αφού τελείωσε το ελληνικό σχολείο της Κωνσταντινούπολης, έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει φιλοσοφία. Λόγω οικονομικών δυσκολιών δε συνέχισε και ασχολήθηκε με περιστασιακές εργασίες. Κάποια στιγμή βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια, διδάσκοντας σε ελληνικό σχολείο. Στο τέλος κατέληξε να σπουδάζει στο Χάρβαρντ στη σχολή καλών τεχνών. Αργότερα έμαθε Αλβανικά και άρχισε να μεταφράζει το Ευαγγέλιο και άλλα Ορθόδοξα ιερά κείμενα στα Αλβανικά. Ζήτησε μάλιστα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να ανακηρύξει τις μητροπόλεις Τιράνων, Κορυτσάς, Βερατίου και Αργυρόκαστρου, αυτοκέφαλες και να γίνει εκείνος αρχιεπίσκοπος. Το πατριαρχείο δεν δέχτηκε και εκείνος αυτοκηρύχτηκε αρχηγός της «Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας», ενώ παράλληλα είχε έντονη πολιτική δράση, όπου το 1924 διετέλεσε και πρωθυπουργός Αλβανίας.
Στην Αλβανία θεωρείται σπουδαία ιστορική προσωπικότητα παρότι ήταν κληρικός. Ήταν σεβαστός ακόμα και από το Κομμουνιστικό καθεστώς, του οποίου τη φωτογραφία έβαλαν σε χαρτονόμισμα των 100 λέκ.
Οι ορθόδοξοι τον τιμούν και σήμερα υπό το φόβο των Εθνικιστών Αλβανών που τον έχουν κάνει σημαία, γιατί θέλουν την Αρχιεπισκοπή αυτοκέφαλη με αλβανό προκαθήμενο.
Μιχαήλ Γ. Κελαϊδής