Ο Παναγιώτης Ποταγός είναι ο διασημότερος Έλληνας εξερευνητής και ένας από τους σπουδαιότερους ευρωπαίους του19ου αιώνα. Είναι ο άνθρωπος που περιπλανήθηκε σαν άλλος Οδυσσέας φτάνοντας στα πέρατα της οικουμένης για να δοξάσει την Ελλάδα, όπως έγραψε.
Γεννήθηκε στην Βυτίνα της Αρκαδίας το 1839. Το αρχικό του επίθετο ήταν Πάταγος, που για άγνωστους λόγους έγινε Ποταγός. Έμεινε ορφανός από πατέρα από τα 6 του. Η περιουσία όμως του πατέρα του, ήταν αρκετή για να σπουδάσει. Αφού τελείωσε το δημοτικό στη Βυτίνα, συνέχισε τις σπουδές του τελειώνοντας και την ιατρική σχολή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου μετά από λίγο αναγορεύτηκε σε διδάκτωρ. Για να διερευνήσει τις γνώσεις του, πήγε στο Παρίσι, εκεί για κακή του τύχη εκδηλώθηκε επιδημία χολέρας, και αντί να εγκαταλείψει το Παρίσι, παρέμεινε και προσέφερε στους πάσχοντες τις ιατρικές του υπηρεσίες, πράγμα που εκτιμήθηκε από τη Γαλλική κυβέρνηση και τον εκτίμησε.
Το 1866, επιστρέφει στην Ελλάδα και ασκεί το ιατρικό λειτούργημα στο χωριό του πατριού του στη Στεμνίτσα Αρκαδίας, για ένα χρόνο περίπου και τότε ξεκινά το «ακούραστο» ταξίδι του εξερευνητή που κράτησε δεκαπέντε χρόνια, έως το 1883. Σε αυτά τα χρόνια διέσχισε δυο φορές την Ασιατική Ηπειρο, ενώ ανακάλυψε το ποταμό Μπόου, που πηγάζει από το Ζαϊρ και διαγράφει μια πορεία 725 χιλιομέτρων μεταξύ Ζαϊρ και Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας.
Ο Ποταγός ξεκίνησε από τη Συρία, πέρασε στο Ιράκ, Ιράν, Αφγανιστάν, όπου εκεί ακολουθεί την πολύ δύσκολη διάβαση του Παμίρ μέχρι το Καφριστάν, καταρρίπτοντας πολλές ανυπόστατες αναφορές του Μάρκο Πόλο για τις περιοχές αυτές. Συνεχίζοντας, διέσχισε τους ορεινούς όγκους του Ινδικού Καυκάσου, πέρασε μέσα από την έρημο του Γκόμπι και έφτασε στη βόρεια Κίνα, τη Μογγολία, για να καταλήξει στη Χιλή της ανατολικής Σιβηρίας, απ’ όπου μέσω της Αγίας Πετρούπολης και Οδησσού έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έμεινε και εργάστηκε για δυο χρόνια για να συγκεντρώσει χρήματα για το επόμενο εξερευνητικό του ταξίδι.
Το 1875, ξεκινά το δεύτερό του ταξίδι στην Ασία. Αυτό κράτησε μερικούς μήνες. Ξεκίνησε τον Απρίλιο από το Σουέζ και μέσω Ερυθρά θάλασσας και ινδικού Ωκεανού εφτασε στη Βομβάη. Από έκει μέσω Βεσάλ των Ινδιών, πέρασε για δεύτερη φορά στη Καμπούλ. Τα προβλήματα όμως που υπήρχαν μεταξύ των φυλάρχων δεν του επέτρεψαν να περάσει και πήγε στην Ινδία από τη θάλασσα, φτάνοντας στο Πεντέρ Αμπάς. Από εκεί μέσω θαλάσσης ακολούθησε τη διαδρομή που έκανε ο Νέαρχος και έφτασε στο Κάϊρο. Λίγες μέρες αργότερα ξεκινά για την εξερεύνηση της κεντρικής Αφρικής. Ήταν Ιανουάριος του 1876. Αφού πέρασε την αρχαία Ελληνική πόλη Σιουτ, έφτασε στο Ασουάν ακολουθώντας αντίθετη πορεία από το ρεύμα του Νείλου. Έφτασε έως τον Ισημερινό με αφάνταστες περιπέτειες και κινδύνους, αφού πέρασε μέσα από ζούγκλες και από οικισμούς ανθρωποφάγων φίλων και αγρίων.
Στην πραγματικότητα η εξερεύνηση της Ασίας ήταν σχεδόν πάνω στα βήματα του Μ.Αλεξάνδρου και όχι μόνο. Ερενούσε για ελληνικά κατάλοιπα στις γλώσσες, στα ήθη και έθιμα, στη τέχνη, και ανακάλυψε ένα θαύμα. Η Ασία έφερε βασιλιάδες με ελληνική συνείδηση. Στο δυτικό Αφγανιστάν βρίσκει πολλές ελληνικές λέξεις, το στάδιο ως μέτρηση αποστάσεων κ.α. Στη Καμπούλ οι εμίρηδες κατείχαν πολλές μεταφράσεις αρχαίων Ελλήνων, ακολουθούσαν το αστρονομικό σύστημα του Πτολεμαίου, τα φυσικά του Αριστοτέλη, την ιατρική του Ιπποκράτη και του Γαληνού, ενώ είχαν αγιοποιήσει τον Πλάτωνα. Βρήκε πολλά αρχαιοελληνικά νομίσματα και αγάλματα θρησκειών με ωραία χαρακτηριστικά, επηρεασμένα από την αρχαιοελληνική τέχνη. Δυστυχώς δεν κατάφερε νε εκδόσει δεύτερο τόμο των περιηγήσεων του και χάθηκαν. Μετά από δύο δεκατίες, αυτά που γνώρισε και περιέγραψε χάθηκαν μια για πάντα με τον βίαιο εξισλαμισμό του 1896.
Στο ταξίδι του στο Αφγανιστάν τη δεύτερη φορά, απεσόβησε εμφύλιο πόλεμο για την ηγεσία της χώρας, ανάμεσα στα τρία παιδιά του φίλου του βασιλιά Εμίρ, γυρνώντας από χωριό σε χωριό σε μια πορεία ειρήνης, επιτυγχάνοντας να σταματήσει η διαμάχη. Αυτό όμως τον έφερε αντιμέτωπο με τα σχέδια των Άγγλων που ήθελαν το πόλεμο, εφαρμόζοντας τη πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», υποδαύλισαν το ειρηνικό σχέδιο και ο εμφύλιος ξεκίνησε καταλήγοντας στο θάνατο του Εμίρ.
Ο Ποταγός είχε στο νου του τον εκπολιτισμό, μέσον του εμπορίου σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής κυρίως της Αιθιοπίας, που το δουλεμπόριο ακόμα ανθούσε.
Αυτό δεν άρεσε στους Άγγλους και τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία υποτιμώντας το έργο του. Γράφει ο ίδιος: «Εννόησα ότι ενέπεσα εν Λονδίνο εις χείρας εγωισμού, φθόνου και ασπλαχνίας» όταν συναντήθηκε με δύο εξέχοντα μέλη της Γεωγραφικής Εταιρείας της Αγγλίας.
Ένας άλλος λόγος που δεν έβλεπαν οι Άγγλοι τον Ποταγό με καλό μάτι, είναι ότι περιηγήθηκε σε μέρη που ανήκαν στην ανταγωνίστρια Βρετανική Αυτοκρατορία. Αυτό λειτούργησε σα ντόμινο στην Ελληνική κυβέρνηση που την εποχή εκείνη λειτουργούσε ως αγγλικό προτεκτοράτο και του συμπεριφέρθηκαν με το πιο ελεεινό τρόπο. Ο Υπουργός τότε, Βουλπιώτης, δεν χρηματοδοτούσε την έκδοση του βιβλίου του, λέγοντας: «Ας μας παρατήσει ο Ποταγός μ’ αυτά τα οποία λέει, έχουμε σοβαρότερα πράγματα ν’ ασχοληθούμε». Τελικά ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτης Κυριάκος, πέτυχε τη χρηματοδότηση και εκδόθηκε ο πρώτος τόμος.
Δε θέλω να φύγω από το θέμα, αλλά ένα άλλο λουλούδι σα το Βουλπιώτη, ο υπουργός Βρασόπουλος, όταν ο Σλήμαν του πήγε τους θησαυρούς της Τροίας στη βουλή, είπε: «Ας μας παρατήσει ο κ.Σλήμαν. Ας πάρει τα τσουβαλάκια του και ας πάει στο εξωτερικό».
Οι τιποτένιοι πολιτικοί μας, διαχρονικά, δεν θέλουν να βραβεύσουν κάποιο σπουδαίο για να μην φανούν πόσο μικροί είναι, το ίδιο έκαναν και για το μεγάλο αυτό Έλληνα. Τον βράβευσαν όμως άλλοι πιο σπουδαίοι από τους δικούς μας μίζερους πολιτικούς. Η Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία δέχτηκε τις θέσεις του και τοποθέτησε το όνομα του δίπλα στα ονόματα Λίβιγκστον και Στάνλεϊ. Ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος Β’, τον έβαλε να υπογράψει στη Χρυσή Βίβλο των εξερευνητών και ο Ποταγός δεν έγραψε το όνομά του, αλλά «Εις Ελλην» δείχνοντας πόσο μέγάλος ήταν. Στο Κονγκό, μια από τις μεγαλύτερες λεωφόρους φέρει το όνομά του.
Ζήτησε από το ελληνικό κράτος να διοριστεί βιβλιοθηκάριος στη Νομική βιβλιοθήκη αλλά ο Χαρ.Τρικούπης είχε τον Εμ.Ροϊδη για να του γράφει τα «τρικουπικά άρθρα». Αυτό το ζήτησε ο Ποταγός για να μπορέσει να συγγράψει το δεύτερο τόμο. Ετσι αγνοημένος από το κράτος, απογοητευμένος και χωρίς στόχο, αυτός που γύρισε χώρες και χώρες, έφυγε για την Κέρκυρα. Αγόρασε μια γίδα και περιπλανιόταν στο νησί, άγνωστος μεταξύ αγνώστων ώσπου έφτασε στο χωριό Νύμφες στη Β.Κέρκυρα. Εκεί εγκαταστάθηκε σε μια καλύβα, προσφέροντας δωρεάν τις ιατρικές του υπηρεσίες στους ανθρώπους. Πέθανε πάμφτωχος στις 14-02-103.
Όταν έμαθαν για το θάνατό του οι κληρονόμοι του, πήγαν στο φτωχικό του καλύβι, έψαχναν για θησαυρούς και εφόσον δεν βρήκαν τίποτα, έσκισαν όλα τα γραπτά του, σαν γνήσιοι υποέλληνες. Έτσι χάθηκαν τα εθνολογικού περιεχομένου έγγραφα που είχε συλλέξει για τους λαούς, για πάντα.
Ο Παναγιώτης Ποταγός ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα με βιώματα που τον οδήγησαν σε μια μοναδική πορεία. Ίσως ο σύγχρονος αυτός Οδυσσέας, εκτός από αυτό το φως που λάμπει μέσα σε κάθε Έλληνα, να επηρεάστηκε από τα βιβλία που διάβαζε στη βιβλιοθήκη του πατέρα του, που είχε τους αρχαίους φιλοσόφους και τη Μαθηματική Γεωγραφία. Αυτό μπορεί να τον έκανε να ονειρεύεται, μικρός όταν ήταν, τα βράδια, εκεί στο χωριό του, γι αυτό και όταν μεγάλωσε δεν τον χωρούσε ο τόπος και έφυγε, ακολουθώντας αυτά τα παιδικά του όνειρα.
Μιχάλης Γ.Κελαϊδής