Πανύψηλες ακατοίκητες πολυκατοικίες, άδειες πλατείες, δρόμοι κενοί, τεράστια εμπορικά κέντρα που περιμένουν τους ανύπαρκτους πελάτες τους. Πόλεις-φαντάσματα απλώνονται στην επικράτεια της Κίνας, συνθέτοντας ένα δυστοπικό σκηνικό.
Γιατί δημιουργήθηκαν, όμως; Και γιατί παραμένουν άδειες;
Εκτιμάται πως περίπου 50 τέτοιες έρημες μεγαλουπόλεις έχουν ανεγερθεί την τελευταία δεκαετία, σχεδιασμένες να υποδεχτούν εκατοντάδες χιλιάδες μόνιμους κατοίκους στα συνολικά 64 εκατομμύρια διαμερίσματά τους. Χτισμένες σε περιοχές πολύ μακριά από τα βιομηχανικά και εμπορικά κέντρα της χώρας, χωρίς υπάρχουσες ευκαιρίες απασχόλησης, δεν προσφέρουν κανένα απολύτως κίνητρο σε επίδοξους κατοίκους και έτσι παραμένουν άδειες, περιμένοντας την ανάπτυξη να έρθει.
Ως τότε, φιλόδοξοι επενδυτές και κτηματομεσιτικές εταιρίες έχουν αγοράσει το μεγαλύτερο μέρος των ακίνητων. Ενδιαφέρον είναι, δε, πως πολλοί ιδιοκτήτες να επιλέγουν να μην τα κατοικήσουν ποτέ, καθώς έτσι θα έχουν μεγαλύτερη αξία μεταπώλησης.
Η δημιουργία τέτοιων πόλεων βασίζεται στην πεποίθηση πως η οικονομία της Κίνας έχει μια σταθερά ανοδική τάση και πως, μια εκ των προτέρων οικιστική ανάπτυξη μπορεί να λύσει τα προβλήματα που προκύπτουν από τη μαζική εγκατάσταση εργατικού δυναμικού σε μια περιοχή. Επιτυχημένο παράδειγμα αυτής της πρακτικής είναι η πόλη Ζενγκντόνγκ, η οποία γέμισε εν μια νυκτί, όταν μια Ταϊβανέζικη εταιρία τηλεφώνων άνοιξε το εργοστάσιό της εκεί, ύστερα από -οικονομική-παρότρυνση της κυβέρνησης.
Όμως, η ταχύτητα με την οποία ξεφυτρώνουν νέες πόλεις δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα την πραγματική κατάσταση της κινεζικής οικονομίας.
Το δυσοίωνο σενάριο της στεγαστικής «φούσκας»
Η κατασκευή αυτών των πόλεων χρηματοδοτήθηκε κυρίως από κυβερνητικά προγράμματα, μέσω ενός διογκούμενου κρατικού δανεισμού, καθώς η Κίνα έχει δώσει ιδιαίτερο βάρος στην κτηματομεσιτική αγορά.
Αυτή τη στιγμή, το real estate είναι η κινητήριος δύναμη της οικονομίας της, αποτελώντας το 30% του ΑΕΠ. Η άνοδος του μέσου εισοδήματος, τα χαμηλά επιτόκια και ο αυξημένος τραπεζικός δανεισμός που προώθησε η κυβέρνηση από το 2003, έδωσε το έναυσμα σε ιδιώτες και επενδυτές να αγοράσουν ιδιοκτησία. Ως αποτέλεσμα, οι τιμές ακινήτων γνώρισαν πρωτοφανή αύξηση, της τάξεως του 15% ετησίως τα πρώτα χρόνια, έχοντας φτάσει πλέον σε δυσθεώρητα ύψη.
Όμως, η Κινεζική οικονομία δείχνει σημάδια κόπωσης.
Ο μέσος Κινέζος είναι υπερχρεωμένος με στεγαστικά δάνεια, ο μισθός του δεν αυξάνεται με τους ρυθμούς του παρελθόντος και η αγορά ακινήτου είναι πλέον άπιαστο όνειρο για τη νέα γενιά.
Καθώς στο άμεσο μέλλον η προσφορά ακινήτων πρόκειται να ξεπεράσει τη ζήτησή τους, αυτό που ενδεχομένως ακολουθεί, είναι μια στεγαστική και οικονομική κρίση, παρόμοια με αυτή που συνέβη στην Αμερική και την Ισπανία το 2008.
Με τις μεγάλες πολυεθνικές να έχουν επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στην αγοραστική δύναμη των Κινέζων, μπορούμε μόνο να ελπίζουμε πως αυτό το σενάριο είναι μια απαισιόδοξη οπτική κακεντρεχών οικονομολόγων. Διαφορετικά, η πρόσφατη ιστορία έχει δείξει με ποιο τρόπο μπορεί να κλωνιστεί σαν ντόμινο η παγκόσμια οικονομία.