Της Κατερίνας Αγγελιδάκη
Εμείς οι Κρητικοί έχουμε πολλά ελαττώματα. Φουσκώνουμε εύκολα και από υπερηφάνεια και για καβγά, είμαστε αγύριστα κεφάλια, δεν συγχωρούμε εύκολα και καλλιεργούμε μύθους περί παλικαριάς, ενώ γνωρίζουμε μια χαρά πως η τιμή δεν είναι στα κουμπούρια. Ένα ελάττωμα όμως δεν είχαμε ποτέ. Το κρίμα να κρίνουμε τους ανθρώπους από τη ράτσα και τη φάτσα. Οι διακοπές μου φέτος – όπως κάθε χρόνο – στο νησί που γεννήθηκα και μεγάλωσα σημαδεύτηκαν από κάτι πρωτόγνωρο. Τη συνειδητοποίηση ότι ο τόπος μου χωράει πλέον και ρατσιστές. Πώς αλλιώς να εξηγήσω τα κύματα βίας που το ένα μετά το άλλο εξελίσσονται σε πογκρόμ εναντίον οποιουδήποτε «μαυριδερού» ή «ξενομερίτη» τολμάει να ξεμυτίσει στα στενά και στα σοκάκια μιας πόλης σαν το Ηράκλειο; «Δεν είναι δικοί μας οι δράστες. Είναι απ’ αλλού» άκουσα να λένε φίλοι μου χαλαρά μετά τα πρόσφατα επεισόδια που σημειώθηκαν με θύματα μετανάστες. Και λοιπόν; Λες κι αυτό μας απαλλάσσει απ’ την ευθύνη…
Τι μεσολάβησε έως ότου οι Κρητικοί θρέψουν στα σπλάχνα των πόλεών τους ανθρώπους με λοστάρια και ρόπαλα; Η φτώχια – ή η απειλή της – που δεν αντέχεται; Ο φόβος που υποτροπιάζει σε μίσος με πρώτα θύματα τους ακόμα φτωχότερους και τους ξεριζωμένους; Ντροπή. Η προδοσία που περίσσεψε δεν διαγράφεται ξυλοφορτώνοντας μετανάστες. Διότι ο καψερός απ’ το Μαρόκο, τη Συρία, το Μπανγκλαντές είναι ο τρυπημένος σάκος του μποξ. Δεν φταίει αυτός ούτε για το Μνημόνιο ούτε για την κατάντια μας.
Αν κάτι με έκανε πάντα περήφανη για την καταγωγή μου, ήταν η μεγάλη αγκαλιά της Κρήτης που τους χωρούσε όλους. Όχι μονάχα τους τουρίστες με το συνάλλαγμα μα και κάθε καρυδιάς καρύδι που ξεβραζόταν σε όλα τα μήκη της. Κανείς δεν ρώταγε κανέναν από πού κρατάει η σκούφια του πριν από ένα πιάτο φαΐ, πριν από τις ρακές, πριν ανοίξει το σπίτι του και την καρδιά του ο οικοδεσπότης.
Έτσι ήταν κάποτε η Κρήτη, έτσι την έχω μέσα μου και έτσι ας ξαναγίνει. Εμείς που δεν σηκώνουμε μύγα στο σπαθί μας να δείξουμε με το δάχτυλο τους νταήδες που προσβάλλουν τον τόπο μας και να τους πάμε κλοτσηδόν στον εισαγγελέα. Γιατί η τιμή τιμή δεν έχει, γιατί ο ξένος για μας είναι ιδέα, γιατί ο πιο αδύναμος είναι το μέτρο της ανθρωπιάς μας, γιατί αν χάσουμε αυτό που είμαστε, κανείς δεν θα μπορέσει ξανά να μας σώσει.