Η Ελλάδα κατέχει την 5η θέση μεταξύ των 15 χωρών με τα υψηλότερα ποσοστά (κατ΄ αναλογία του ΑΕΠ της) στήριξης. Τις πρώτες θέσεις κατέχει η Εσθονία, η Λετονία, η Πολωνία  και η Λιθουανία.

Συνολικά, η ΕΕ έχει πλησιάσει τις ΗΠΑ όσον αφορά τις υποσχέσεις στήριξης κατά την περίοδο που καλύπτεται τώρα συμπληρωματικά (10 Μαΐου έως 7 Ιουνίου), αλλά οι ΗΠΑ παραμένουν μακράν ο μεγαλύτερος χορηγός. Αν συσχετίσει κανείς τις δεσμεύσεις με τις οικονομικές επιδόσεις, τα κράτη της Βαλτικής και η Πολωνία εξακολουθούν να παρέχουν τα περισσότερα, σημαντικά περισσότερα από τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Γαλλία.

Ο όγκος της δεσμευμένης βοήθειας για όπλα – συμπεριλαμβανομένων των βαρέων όπλων – έχει αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες εβδομάδες από την προηγούμενη ενημέρωση δεδομένων του Ukraine Support Tracker στις 18 Μαΐου. Ωστόσο, η διαφορά μεταξύ των δεσμευμένων και των πραγματικά παραδοθέντων όπλων μπορεί να είναι πολύ υψηλή. Μεταξύ των μεγάλων προμηθευτών, οι ΗΠΑ και η Γερμανία ειδικότερα έχουν δεσμευτεί πολύ περισσότερα από όσα έχουν παραδώσει, αν και σε απόλυτους αριθμούς οι ΗΠΑ έχουν ήδη παραδώσει όπλα αξίας περίπου δέκα φορές μεγαλύτερης από τη Γερμανία.

Ο όγκος της δεσμευμένης οικονομικής βοήθειας έχει επίσης αυξηθεί σημαντικά από τα μέσα Μαΐου, ιδίως από τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. Συνολικά, η Ουκρανία έχει πλέον υποσχεθεί περισσότερα από 30 δισεκατομμύρια ευρώ σε δημοσιονομική στήριξη από τους σημαντικότερους χορηγούς, αλλά μόνο περίπου 6 δισεκατομμύρια ευρώ έχουν εκταμιευθεί στην πραγματικότητα από τον Φεβρουάριο. Το αποτέλεσμα είναι ένα αυξανόμενο χρηματοδοτικό κενό. «Εκτός από τα όπλα, η οικονομική βοήθεια γίνεται ολοένα και πιο επείγουσα, καθώς πολύ λίγη έχει φτάσει στην Ουκρανία. Ο πόλεμος προκαλεί κατάρρευση των φορολογικών εσόδων και εκτόξευση του δημοσιονομικού κόστους, π.χ. για την πληρωμή στρατιωτών και για την επισκευή βασικών υποδομών. Αυτό βάζει το κράτος υπό πίεση. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτιμά ότι η Ουκρανία χρειάζεται περίπου 5 δισεκατομμύρια ευρώ εξωτερική χρηματοδότηση μηνιαίως, πράγμα που σημαίνει ένα ποσό τουλάχιστον 15 δισεκατομμυρίων ευρώ από τον Ιούνιο», λέει ο Christoph Trebesch του ifw.